Όταν, προ ηµερών, ρωτήθηκε για το ζήτηµα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των καταδικασµένων µελών της Χρυσής Αυγής, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, ήταν λακωνικός: «Μετά την αναγγελία των ποινών, έχουµε πει ότι θα δείτε πρωτοβουλίες της κυβέρνησης γενικά για το ζήτηµα των πολιτικών δικαιωµάτων».

Πίσω από αυτήν τη σύντοµη τοποθέτηση υπήρχε, ωστόσο, ένας έντονος προβληµατισµός και µια συζήτηση που είχε προηγηθεί σε κλειστή οµάδα συνεργατών του πρωθυπουργού, µε επικεφαλής τον υπουργό Επικρατείας και καθηγητή ∆ηµοσίου ∆ικαίου της Νοµικής, Γιώργο Γεραπετρίτη.

Την εποµένη της ανακοίνωσης της απόφασης του δικαστηρίου για την ενοχή των στελεχών και των µελών της Χρυσής Αυγής, στο Μέγαρο Μαξίµου είχαν πάρει την απόφαση να εξετάσουν το θέµα των πολιτικών δικαιωµάτων προσεκτικά και σε βάθος χρόνου και να µην παρασυρθούν από δηλώσεις και κινήσεις εντυπωσιασµού. Ως τέτοια χαρακτήριζαν την πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ τη µέρα εκείνη να υπάρξει νοµοθετική ρύθµιση για στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων στους καταδικασθέντες, ενώ, όπως υπενθύµιζαν από το κυβερνητικό στρατόπεδο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε µειώσει τις ποινές για διεύθυνση εγκληµατικής οργάνωσης και είχε αφαιρέσει από τον Ποινικό Κώδικα τη στέρηση πολιτικών δικαιωµάτων ως αναχρονιστική, λίγο πριν από τις εκλογές το 2019 και παρά τις αντιδράσεις που υπήρχαν σε κύκλους του κόµµατος. Πού κατέληξαν, λοιπόν, αυτές οι διαβουλεύσεις στο εσωτερικό του Μαξίµου; Στην ανάγκη συγκεκριµένης νοµοθετικής πρωτοβουλίας, που, ωστόσο, επειδή αφορά ένα τόσο σοβαρό νοµοθέτηµα, όπως είναι ο εκλογικός νόµος, πρέπει να γίνει µεθοδικά και οργανωµένα.

Η ΔΙΑΤΑΞΗ

Μέσα στο προσεχές διάστηµα, εποµένως, θα συσταθεί νοµοπαρασκευαστική επιτροπή µε τη συµµετοχή έγκριτων συνταγµατολόγων, ποινικολόγων και άλλων νοµικών. Αντικείµενό της θα είναι ουσιαστικά η αναθεώρηση του Αρθρου 5 του Προεδρικού ∆ιατάγµατος 26/2012, που ανήκει στο κεφάλαιο «∆ικαίωµα του εκλέγειν». Η συγκεκριµένη διάταξη, ως έχει σήµερα, προβλέπει τα εξής: «Στερούνται του δικαιώµατος του εκλέγειν: α) Οσοι βρίσκονται, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε πλήρη στερητική δικαστική συµπαράσταση. β) Οσοι στερήθηκαν το δικαίωµα αυτό, λόγω αµετάκλητης ποινικής καταδίκης, σε κάποιο από τα εγκλήµατα που ορίζονται από τον Ποινικό και Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η στέρηση».

Το Π.∆. 26/2012 κωδικοποιεί σε ένα ενιαίο κείµενο τις διατάξεις της νοµοθεσίας για την εκλογή βουλευτών. Το κοµµάτι της στέρησης του δικαιώµατος του εκλέγειν, το Αρθρο 5 δηλαδή, είναι αυτό που θα µελετήσει σε βάθος η νοµοπαρασκευαστική επιτροπή, κάνοντας µια «εξαντλητική καταγραφή των ποινών που θα επιφέρουν στέρηση του δικαιώµατος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι», όπως τονίζει στα «Π» κυβερνητικό στέλεχος µε γνώση των σχετικών συζητήσεων που γίνονται τις τελευταίες ηµέρες.

ΣΑΦΗΝΕΙΑ

Στη συνέχεια, θα γίνει η σχετική εισήγηση και θα ληφθεί σε επίπεδο υπουργού Εσωτερικών και πρωθυπουργού η απόφαση για την τελική µορφή που θα λάβει το άρθρο, ώστε να καλύπτει µε σαφήνεια όλες τις περιπτώσεις που χρήζουν ανάλογης αντιµετώπισης. Αξίζει, βέβαια, να σηµειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση η στέρηση των δικαιωµάτων για τους καταδικασθέντες της Χρυσής Αυγής θα γίνει µόνο µετά την αµετάκλητη καταδίκη τους από τον Αρειο Πάγο, σε αρκετά δηλαδή χρόνια από τώρα.

Οπως προβλέπει το Σύνταγµα (Αρθρο 51), «ο νόµος δεν µπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωµα, παρά µόνο αν δεν έχει συµπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αµετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισµένα εγκλήµατα». Ετσι, λοιπόν, µε το διοικητικό µέτρο της στέρησης του εκλογικού δικαιώµατος η κυβέρνηση θα «προσπεράσει» τη ρύθµιση που έγινε στον Ποινικό Κώδικα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και κατήργησε ως παρεπόµενη ποινή τη στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων και θα αποτρέψει στο µέλλον τη συµµετοχή των καταδικασθέντων της Χρυσής Αυγής σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία.

«Κάθε άλλη προσέγγιση», όπως τονίζουν κυβερνητικές πηγές, δείχνοντας προς τις προτάσεις που κατέθεσαν προ ηµερών στη Βουλή τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΙΝ.ΑΛ., «είναι πρόχειρη και αποσπασµατική, αποσκοπεί δε µόνο στο να αποσείσει ευθύνες για σηµαντικά λάθη που έγιναν στο παρελθόν και αποµείωσαν την ποινική ευθύνη των µελών της Χρυσής Αυγής».