Στην πρώτη του επίσκεψη στο υπουργείο Εσωτερικών, υπό τη νέα του πολιτική ηγεσία, περίπου πριν από έναν μήνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε σε μια αποστροφή του λόγου του κάτι που πέρασε τότε «στα ψιλά»:
«Υπάρχουν σημαντικά ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με το προσωπικό, με τους άξιους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι και σε συνθήκες πολύ δύσκολες κατά κανόνα ξεπέρασαν τους εαυτούς τους προκειμένου το κράτος να συνεχίσει να λειτουργεί απρόσκοπτα».

Το μήνυμα ήταν σαφές: Εργαζόμενοι στο Δημόσιο οι οποίοι μέσα στην κρίση της πανδημίας ή σε άλλες κρίσεις έχουν υπερβάλλει εαυτόν ή άλλοι οι οποίοι σε κανονικές συνθήκες υπεραποδίδουν πρέπει να ανταμείβονται.

Οπως τόνισε, δε, στη συνέχεια ο πρωθυπουργός, «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά ζητήματα σχετικά με την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, πάντα με την έννοια της επιβράβευσης και κυρίως της αναγνώρισης της προσφοράς εκείνων των εξαιρετικών δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι πολύ συχνά αισθάνονται ότι σε ένα εξισωτικό σύστημα αξιολόγησης η προσφορά τους δεν αναγνωρίζεται».

Ο στόχος του Μαξίμου είναι προσδιορισμένος και ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή: Κάθε χρονιά θα συντάσσονται τα ετήσια σχέδια δράσης που προβλέπει ο νόμος για το επιτελικό κράτος. Στη συνέχεια αυτά θα εξειδικεύονται σε συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους ανά οργανική μονάδα στο Δημόσιο. Τέλος, η επίτευξη των στόχων αυτών θα συνδέεται με ένα νέο σύστημα αξιολόγησης του παραγόμενου έργου.

Το σημείο-κλειδί

Ενα από τα σημεία-κλειδιά για να πετύχει το εγχείρημα αυτό -της διοίκησης μέσω στόχων- είναι να υπάρχει μιας μορφής επιβράβευση για τους εργαζομένους που αποδεδειγμένα συμβάλλουν στην επιτυχία. Πάνω στο δύσκολο αυτό σχέδιο δουλεύουν ήδη από κοινού τα υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών:

Το πρώτο για να δημιουργήσει το σύστημα στοχοθεσίας και το δεύτερο για να εντοπίσει τους πόρους και τον τρόπο που αυτοί θα διατίθενται ως «μπόνους» παραγωγικότητας ή επίτευξης στόχων.
Και στα δύο υπουργεία μελετούν με προσοχή διεθνή πρότυπα, συστήματα δηλαδή που έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία σε χώρες του εξωτερικού, για να δουν πώς θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στην ελληνική πραγματικότητα και να υλοποιηθούν στην πράξη.

Ο υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, έχει την πεποίθηση ότι, για να πετύχει η μεταρρύθμιση αυτή, πρέπει να έχει τρία στοιχεία: Πρώτον, να είναι μια αποπολιτικοποιημένη διαδικασία, δηλαδή τις σχετικές αποφάσεις να λαμβάνουν τα ανώτερα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και όχι οι υπουργοί ή οι γενικοί γραμματείς. Δεύτερον, να είναι απολύτως αξιοκρατικό το σύστημα, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Τρίτον, να υπάρχει σαφής σύνδεση με μετρήσιμους στόχους και όχι με κάποια αόριστη επιτυχία. Με αυτά τα τρία στοιχεία θα δημιουργηθεί ένας μηχανισμός επιβράβευσης δημοσίων υπαλλήλων προκειμένου, όπως έχει αναφέρει ο κ. Βορίδης, «να εμπεδωθεί μια κουλτούρα αξιοκρατίας στη δημόσια διοίκηση και όχι εξισωτισμού, η οποία αυτήν τη στιγμή είναι η κρατούσα».

Ανενεργό

Το σύστημα που υπάρχει σήμερα, αλλά ουσιαστικά είναι ανενεργό, περιγράφεται στον νόμο για τη δημόσια διοίκηση που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. στις αρχές του 2016 και αφορά την ταχεία εξέλιξη του υπαλλήλου που αξιολογείται με άριστα. «Για τον υπάλληλο που λαμβάνει στην αξιολόγηση για δύο (2) συνεχείς περιόδους βαθμολογία μεγαλύτερη ή ίση του βαθμού 90, μειώνεται ο απαιτούμενος χρόνος για προαγωγή κατά ένα (1) έτος. Αν η βαθμολογία αυτή αφορά το τελευταίο έτος που διανύει στον βαθμό, το ένα (1) έτος προσμετράται ως πλεονάζων χρόνος στον επόμενο βαθμό».

Πώς να εφαρμοστεί, εξάλλου, στην πράξη, όταν κατά μέσο όρο, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ετησίως πάνω από τους μισούς δημοσίους υπαλλήλους που αξιολογούνται λαμβάνουν βαθμό άριστα; Το σύστημα που επεξεργάζεται η κυβέρνηση θα επιβραβεύει τους δημοσίους υπαλλήλους που θα έχουν εξαιρετικές επιδόσεις, εφόσον όμως ταυτόχρονα η οργανική μονάδα στην οποία εντάσσονται έχει πετύχει τους στόχους της. Θα δίνει κίνητρα, δηλαδή, παράλληλα και για ατομική προσπάθεια αλλά και για συλλογική δουλειά.

Οι στόχοι αυτοί δεν θα είναι απαραίτητα δημοσιονομικοί, αλλά στόχοι πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση αυτή είναι ιδιαίτερα σύνθετη και ευαίσθητη, συνεπώς αναμένεται να πάρει αρκετούς μήνες για να ολοκληρωθεί, σε συνεργασία ΥΠ.ΕΣ. και ΥΠ.ΟΙΚ., και το αποτέλεσμα να παρουσιαστεί στη συνέχεια στην Προεδρία της Κυβέρνησης.