Η φράση «Ολοι ίδιοι είναι» στοίχειωνε τις τελευταίες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης τις δημόσιες συζητήσεις μεγάλου μέρους των πολιτών για τα κοινά. Η συγκεκριμένη άποψη είχε καταστεί αξίωμα - τις περισσότερες φορές άδικα και ισοπεδωτικά και κάποιες άλλες δικαίως, με τις ανάλογες αφορμές από την πλευρά του πολιτικού προσωπικού. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω ότι η χώρα έχει κάνει άλματα και δεν είναι η ίδια Ελλάδα των αρχών της Μεταπολίτευσης.

Το ερώτημα αν χάσαμε ευκαιρίες και αν πράξαμε όσα έπρεπε επίσης έχει απαντηθεί. Ασφαλώς και μπορούσαμε περισσότερα. Τι συμβαίνει, όμως, την τελευταία διετία και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρεί την πολιτική πρωτοκαθεδρία έναντι των αντιπάλων της, και μάλιστα με αυξημένη πολιτική απήχηση σε σχέση με το προ διετίας εκλογικό αποτέλεσμα;

Το πρωτόγνωρο πολιτικό φαινόμενο που καταγράφηκε στο πλαίσιο μιας πολιτικά σκληρής διετίας επιδέχεται λογική προσέγγιση και εξήγηση. Στη διάρκεια μιας διετίας που η χώρα δοκιμάστηκε κυρίως από τις εξ ανατολών προκλήσεις και την πανδημία, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας διατηρεί τις δυνάμεις της αναλλοίωτες. Αξιόπιστη και σύγχρονη διακυβέρνηση είναι η εξήγηση. Η χώρα διά του πρωθυπουργού κατόρθωσε να κερδίσει τη μάχη με τον κακό της εαυτό. Αποτέλεσμα ήταν να αλλάξει η εικόνα της Ελλάδας στα μάτια των συμμάχων της, αλλά και της διεθνούς κοινότητας.

Ο μέχρι πρότινος αποσυνάγωγος εταίρος κατέστη αξιόπιστος συνομιλητής. Είναι αυτή η σπουδαιότερη εξέλιξη, κυρίως διότι οδήγησε στην άντληση κεφαλαίων με πολύ ευνοϊκούς όρους και διότι ο λόγος της χώρας ακούστηκε με θετικό τρόπο. Αποτέλεσμα της ενίσχυσης της αξιοπιστίας υπήρξε η δυνατότητα να συνεχιστούν τα εξοπλιστικά προγράμματα και να συνεχιστεί η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, για πρώτη φορά μετά τα χρόνια της κρίσης, με ισχυρό και αποτελεσματικό τρόπο. Η αντιμετώπιση της επίθεσης στα σύνορα του Εβρου, η επιτυχής αναχαίτιση των τουρκικών προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και η αναγκαστική στροφή του Ερντογάν τους τελευταίους μήνες είναι ενδείξεις αδιαπραγμάτευτης ισχύος.

Το οικονομικό στήριγμα από τις αγορές και από την Ευρωπαϊκή Ενωση υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πρωτόγνωρης πανδημίας.

Ο σύγχρονος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το πολυσύνθετο πρόβλημα της συγκεκριμένης εποχής εδραίωσε την πεποίθηση στον ελληνικό λαό και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα αλλάζει και έχει τη δυνατότητα, ιδιαίτερα σε ορισμένους τομείς, από «πτωχός συγγενής» να μεταβληθεί σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Τα άλματα στον τομέα της ψηφιακής διακυβέρνησης, το κορυφαίο στην Ευρώπη σύστημα εμβολιασμού, η ενίσχυση φυσικών και νομικών προσώπων με τρόπο αυτοματοποιημένο και αδιάβλητο είναι μόνο ορισμένες από τις ενδείξεις ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της χώρας.

Μπορεί να έγιναν λάθη, να υπήρξαν παραλείψεις, δεν διανοείται όμως κανείς να σκεφθεί τι θα είχε συμβεί, αν η χώρα παρέμενε καθηλωμένη και αποφάσιζε να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα ακανθώδη ζητήματα με τον παλιό, ελληνικό και γραφειοκρατικό τρόπο. Η σύγχρονη και αξιόπιστη διακυβέρνηση ξεπέρασε με τις λιγότερες δυνατές απώλειες τη διετία της φωτιάς.

Αναντίρρητα, αποτελεί αντικειμενική εκτίμηση να προβλέψουμε ότι τώρα, που η χώρα βγαίνει σιγά-σιγά στο ξέφωτο, την επόμενη διετία, όταν το εκλογικό σώμα θα κληθεί και πάλι για την ετυμηγορία του, το αποτέλεσμα θα είναι ικανοποιητικό για όλους μας.

Ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας γαλβανίστηκαν από τα πελώρια και απρόβλεπτα προβλήματα της τελευταίας διετίας. Τώρα, όμως, έμπειροι και ετοιμοπόλεμοι, όλοι μαζί μπορούμε να δώσουμε με αποφασιστικότητα τη μάχη της ανάπτυξης και της καθημερινότητας. Θα είναι αυτή η δεύτερη μάχη εξίσου κρίσιμη με τις μάχες της πρώτης διετίας και η έκβασή της θα γυρίσει οριστικά τη σελίδα της κρίσης και της οπισθοδρόμησης, για να έχουν τη δυνατότητα ο ελληνικός λαός και, κυρίως, η νέα γενιά να γράψουν με αυτοπεποίθηση μια νέα σελίδα ανασυγκρότησης, εκσυγχρονισμού και προκοπής.