Με πολιτική πρόταση, εκ προσωπικοτήτων, ο Λευκός Οίκος προτείνει τον Ελληνοαμερικανό Τζορτζ Τσούνη (George Tsounis) ως διάδοχο του σπουδαίου και απολύτως δημοφιλούς ως προς το έργο που αφήνει πίσω του στο πεδίο των σχέσεων Ελλάδας - ΗΠΑ, Τζέφρι Πάιατ, για την πρεσβεία των Αθηνών. Η σχετική ανακοίνωση από την Ουάσινγκτον εκδόθηκε την προηγούμενη Παρασκευή, ελάχιστες ημέρες πριν από την υπογραφή της διμερούς στρατηγικής συμφωνίας στην Ουάσινγκτον (MDCA), από τους δύο υπουργούς Εξωτερικών Δένδια και Μπλίνκεν, που αποτελεί την «κορωνίδα» των προσπαθειών του σημερινού Αμερικανού πρέσβη για τη στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεων των δύο παραδοσιακά συμμαχικών χωρών.

Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία στις ΗΠΑ, η υποψηφιότητα του κ. Τσούνη πρέπει να εγκριθεί κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας από την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, στην οποία προεδρεύει ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ. Σημειώνεται πάντως ότι οι σχέσεις του προέδρου της Επιτροπής, κ. Μενέντεζ, και του υποψήφιου πρεσβευτή είναι πολύ στενές, ενώ κύκλοι της Ουάσινγκτον και της Νέας Υόρκης διαρρέουν ότι την πρόταση για Τσούνη την εισηγήθηκε ο γερουσιαστής Μενέντεζ στον πρόεδρο Μπάιντεν, απέναντι σε μια άλλη υποψηφιότητα Αμερικανίδας διπλωματικού καριέρας, που υπηρετεί τα τελευταία χρόνια σε πρεσβεία της Βορείου Αφρικής, και, μεταξύ άλλων, φέρεται ότι υποστηρίζει ως διάδοχό του και ο σημερινός πρέσβης στην Αθήνα, Τζ. Πάιατ. Ταυτόχρονα φέρεται ότι ο κ. Τσούνης διατηρεί καλές σχέσεις και με τον σημερινό επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, κ. Μπλίνκεν, αλλά και την υφυπουργό Βικτόρια Νούλαντ και αυτό χαρακτηρίζεται ως σημαντικό.

Η μακροχρόνια σχέση του με τον πρόεδρο Μπάιντεν

Η υποψηφιότητα του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία και νομικού δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία», συζητείτο αρκετούς μήνες τώρα, ενώ είχε προαναγγελθεί από το διεθνές πρακτορείο Associated Press σε σχετική ανάρτηση τον Σεπτέμβριο, με την υπόμνηση ότι ο εν λόγω Ελληνοαμερικανός, πολύ στενός υποστηρικτής του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, είχε βρεθεί σε ανάλογη θέση το 2013, επί προεδρίας του προέδρου Ομπάμα, για πρέσβης στη Νορβηγία, χωρίς όμως τότε να κατορθώσει να περάσει τον «σκόπελο» της Γερουσίας για να επικυρωθεί ο διορισμός του. Φυσικά τώρα τα δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά και η γνώση του επί των θεμάτων που σχετίζονται με την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και τις ευρύτερες γεωπολιτικές περιοχές είναι πολύ πιο ευρεία και συγκροτημένη.

Σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, η επιλογή Τσούνη συσχετίζεται με μια περίοδο που η Ελλάδα θα έχει την ευχέρεια και τη στήριξη να παίξει ηγετικό ρόλο σε θέματα Τεχνολογίας και Ανάπτυξης τόσο προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, μέσω Βαλκανίων, όσο και στη Μεσόγειο - Εγγύς Ανατολή - Αφρική, κάτι που ως προς το πρώτο σκέλος της είχε προταθεί ως προοπτική από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Κλίντον (στην τότε αποστολή κυρίαρχος διπλωμάτης ήταν ο σημερινός επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Α. Μπλίνκεν), στον τότε Έλληνα πρωθυπουργό, Σημίτη, κατά τη συνάντησή τους το 1999 στην Αθήνα, χωρίς η κυβέρνηση του δεύτερου να ενθαρρύνει στη συνέχεια την ελληνοαμερικανική συνεργασία, πλήρως προσαρμοσμένος στα πλάνα της «γερμανοκεντρικής» Ευρώπης.

Ισχυρή παρουσία στον κλάδο της τουριστικής βιομηχανίας

Ο κ. Τσούνης έχει εκτεταμένη εμπειρία στον κλάδο της τουριστικής βιομηχανίας, καθώς είναι ο ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του ξενοδοχειακού ομίλου Chartwell Hotels. Η συγκεκριμένη εταιρεία έχει ισχυρή παρουσία σε όλες τις βορειοανατολικές Πολιτείες των ΗΠΑ και συνεργάζεται με σημαντικά ονόματα του χώρου, όπως Hilton, Marriott και Intercontinental.

Θεωρείται γέννημα θρέμμα του Μεγάλου Μήλου, της πόλης στην οποία μεγάλωσε και σπούδασε, ξεκινώντας από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και, στη συνέχεια, αποκτώντας πτυχίο Νομικής από το St. John’s University. Αμέσως μετά τις σπουδές του εργάστηκε στη μεγαλύτερη νομική εταιρεία του Λονγκ Αϊλαντ, ενώ μέχρι και σήμερα συνεχίζει να μένει στη συγκεκριμένη περιοχή με τη γυναίκα του Όλγα και τα τρία παιδιά τους.

Τα τελευταία χρόνια ο κ. Τσούνης είχε την ευκαιρία να αναλάβει επίσης τη διεύθυνση της Arbor Realty Trust και της New York’s Signature Bank, δύο εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και του έχουν δώσει τη δυνατότητα να αναπτύξει σημαντικές επαφές στα υψηλότερα κλιμάκια της επενδυτικής κοινότητας της Νέας Υόρκης.

Εξίσου, όμως, σημαντικές θεωρούνται και οι πολιτικές διασυνδέσεις που διατηρεί ο 53χρονος ομογενής στην αμερικανική πρωτεύουσα, όπως η μακροχρόνια σχέση με τον πρόεδρο Μπάιντεν, καθώς στην προεκλογική μάχη του 2012 είχε διατελέσει πρόεδρος των «Ελληνοαμερικανών για τους Ομπάμα - Μπάιντεν».

Στην περίπτωση που επικυρωθεί η υποψηφιότητα του Τζ. Τσούνη ως πρεσβευτή στην Αθήνα, κάτι που θεωρείται σχεδόν βέβαιο, αφού και τους προηγούμενους μήνες ο Ελληνοαμερικανός ομογενής ενημερωνόταν σχετικά με την άσκηση των νέων καθηκόντων του, θα είναι ο πρώτος Ελληνοαμερικανός σε τέτοιο ρόλο μετά τον Μάικλ Σωτήρχο (1989-1993).