«Περσινά, ξινά σταφύλια». Είναι μια φράση που αποτυπώνει με ακρίβεια την επανάκαμψη του Γ. Παπανδρέου στο προσκήνιο της Κεντροαριστεράς.

Η αιφνίδια ασθένεια της Φώφης Γεννηματά αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ενεργοποιηθεί ένα
σχέδιο που πολύ απασχόλησε κάποια λαμπρά «σαλόνια» των βορείων και, ενδεχομένως, των νοτίων προαστίων των Αθηνών. Ας μην ψάξουμε για ξένες παρεμβάσεις, επίκαιρες εξαιτίας της έκδοσης κάποιων συγγραμμάτων των ημερών, αφού το «εργόχειρο» είναι
εγχώριο και «παραδοσιακό».

Ο Γ. Παπανδρέου είναι μια προσφιλής πολιτική προσωπικότητα στους Ελληνες πολίτες, όχι μόνον της Κεντροαριστεράς ή του ΠΑΣΟΚ. Είχε, όμως, την ευκαιρία του και μετά τη θριαμβευτική εκλογή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 2004, αλλά και με την υπερψήφιση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2009 με το ισχυρό ποσοστό του 44%.

Ο Γ. Παπανδρέου, χωρίς να έχει υπαιτιότητα για την οικονομική κατάρρευση της χώρας, αλλά με το κόμμα του να φέρει την κύρια ευθύνη από το 1985 και μετά, όταν ήταν ορατό το μακροπρόθεσμο αδιέξοδο, «έκαψε το χαρτί» του.

Από τη λανθασμένη ευθυγράμμισή του με τον Στρος Καν στο διεθνές παρασκήνιο. Από την αποτυχία του να συγκροτήσει κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης με τον παλιό του συμφοιτητή στο Χάρβαρντ, Αντ. Σαμαρά -είχε εκλεγεί πρόεδρος της Ν.Δ-, που θα
μπορούσε να αναλάβει τον οικονομικό κύκλο και να διαφύγουμε από τη «μοίρα» των καταστροφικών μνημονίων που οργάνωναν η Γερμανία και η εδώ «ιντελιγκέντσια» των «Ευρωπαίων εκσυγχρονιστών» (λέγε με Σημίτη).

Από την αδυναμία του να συγκροτήσει κυβερνητικές δομές και από την «ανεμελιά» του ως προς τη στρατηγική αναδόμησης της χώρας, που ήταν επιβεβλημένη και που νόμισε ότι θα την πετύχει αναθέτοντας τη «βαριά δουλειά» -κάτι που δεν ταίριαζε με την παράδοση και τις παρακαταθήκες του ΠΑΣΟΚ της οικογένειας Παπανδρέου- στους επονομαζόμενους στη συνέχεια «θεσμούς» (ΔΝΤ, Κομισιόν, ΕΚΤ), προκειμένου να του παραδώσουν τη χώρα «καθαρή» μέσα σε μία διετία και να επανεκλεγεί το ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές του 2012.

Αλλά ας αφήσουμε τα παλιά. Σήμερα ο Γ. Παπανδρέου, ο πλέον πιθανός νικητής στην εσωκομματική εκλογική κούρσα, δεν έχει να προσφέρει τίποτα σε επίπεδο ιδεών, πολιτικής ή σχεδίου για την Ελλάδα 2030-2050. Το μόνο που μπορεί να επηρεάσει είναι αρχικά να επαναφέρει το ΚΙΝ.ΑΛ. στην επικαιρότητα, να ανοίξει μια συζήτηση για το παρελθόν απέναντι στην οικογένεια Καραμανλή και να αναθερμανθούν οι «εμφύλιοι» με Βενιζέλο και Σία στην Κεντροαριστερά.

Ποιο είναι, λοιπόν, το ζητούμενο, πέρα από ένα παιχνίδι ματαιοδοξίας; Οι επονομαζόμενοι «προεδρικοί» στον ΣΥΡΙΖΑ και ο επικεφαλής, Αλ. Τσίπρας, δεν μπορούν να πετύχουν το άνοιγμα στην Κεντροαριστερά και να συγκροτήσουν την επονομαζόμενη «Προοδευτική, Πατριωτική Παράταξη». Πέραν των άλλων, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε δραματική στρατηγική αμηχανία, με τον Θ. Καρτερό, τον Πολάκη ή τον «κύκλο Μπανιά» να κυριαρχούν στις πολιτικές του επιλογές, φθάνοντας στο όριο της ιλαροτραγωδίας ακόμα και για απολύτως σοβαρές υποθέσεις, όπως οι αμυντικές συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ.

Η Ιστορία στην Ελλάδα, σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές, γράφεται από «πρόσωπα και κόμματα».

Ο Αλ. Τσίπρας θέλει με κάθε θυσία να μείνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και αν χάσει τέσσερις φορές ακόμα από τη Ν.Δ. Ο Παπανδρέου αναζητεί μια «παρακαταθήκη» που θα συνεχίσει τον μύθο της πολιτικής οικογένειας. Η απλή αναλογική στις επόμενες εκλογές δίνει μια ευκαιρία, στην τρίτη εντολή, να υπάρξει προσπάθεια «προοδευτικού συνασπισμού» με το ΚΙΝ.ΑΛ. - ΠΑΣΟΚ στο 12%-15% με τον σχεδιασμό αυτόν, τον ΣΥΡΙΖΑ 20%-22% και το ΜέΡΑ25 στο 3%-3,5%, με ενδεχόμενο πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου, αν οι έδρες φθάσουν στις 151. Απίθανο!

Το πιο πιθανό: Στις δεύτερες εκλογές, με ενισχυμένη αναλογική, ο συνασπισμός αυτός να ενσωματωθεί σε «προοδευτικό μέτωπο» (λέγε με Δημοκρατική Παράταξη) απέναντι στην Κεντροδεξιά-Δεξιά του Κ. Μητσοτάκη, με τον Αλ. Τσίπρα αρχηγό και τον Γ. Παπανδρέου «εγγυητή». Για μια συμμαχία «κουρελού», δηλαδή, γίνονται όλα.