Στις προκλήσεις και στις απειλές που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση το προσεχές διάστημα αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης Νίκος Χαρδαλιάς, κηρύσσοντας σήμερα την έναρξη των εργασιών της 7ης Συνόδου των Αρχηγών των Ευρωπαϊκών Χερσαίων Δυνάμεων (7th Forum of the Commanders of European Land Forces), που για πρώτη φορά πραγματοποιείται στην Ελλάδα και διοργανώνεται από το Γενικό Επιτελείο Στρατού.

«Καθίσταται δεδομένο ότι οι προκλήσεις και οι απειλές που όλοι έχουμε μπροστά μας είναι τόσο σύνθετες, που καμία χώρα δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνη της. Απαιτείται συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μας, ώστε να διασφαλισθεί διαχρονικά το κοινό εγχείρημά μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση», τόνισε χαρακτηριστικώς ο ΥΦΕΘΑ κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου, που φέτος έχει ως κύριο θέμα της «Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαϊκοί Στρατοί - Δυνατότητες συνεργατικής ασφάλειας για την αντιμετώπισή τους».

Στη σύνοδο, στην οποία προεδρεύει ο Αρχηγός ΓΕΣ και Αμφιτρύων της εκδηλώσεως Αντιστράτηγος Χαράλαμπος Λαλούσης, συμμετέχουν 28 Αρχηγοί Στρατών των κρατών - μελών της Ε.Ε., λοιπών ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και Διοικητών άλλων στρατιωτικών δομών, όπως της Αμερικανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Ευρώπης και Αφρικής (USAREUR-AF), της Ευρωπαϊκής Στρατιωτικής Επιτροπής (EUMC) και του Στρατηγείου Χερσαίων Δυνάμεων του ΝΑΤΟ (LANDCOM). Τις εργασίες της Συνόδου παρακολουθούν τιμητικώς ο Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ και πρώην Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της ΕΕ Στρατηγός ε.α. Μιχαήλ Κωσταράκος, και ο Επίτιμος Διοικητής 1ης Στρατιάς και πρώην Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος ε.α. Ηλίας Λεοντάρης και άλλοι.



Στην ομιλία του ο ΥΦΕΘΑ επισήμανε επίσης ότι «Είναι κοινή πλέον η εκτίμηση, ότι η Ε.Ε. οφείλει να επαναπροσδιορίσει τη θέση της και να αποφασίσει αν θα παραμείνει μόνο μια μεγάλη οικονομική αγορά ή αν θα αναλάβει το ρόλο που της αντιστοιχεί ως γεωπολιτική υπερδύναμη και πάροχος ασφάλειας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την περαιτέρω ανάπτυξη των δυνατοτήτων της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνάς της, ως μια ουσιαστική πτυχή της εξωτερικής της δράσης, η οποία θα αναδείξει τον παγκόσμιο στρατηγικό της ρόλο, αλλά και την ικανότητά της να ενεργεί αυτόνομα, όταν και όπου κριθεί απαραίτητο». Και πρόσθεσε: «Τούτο βέβαια συνεπάγεται ότι, χρειαζόμαστε μια πιο ολοκληρωμένη και συνεκτική προσέγγιση στις επιμέρους εθνικές πολιτικές μας, μια προσέγγιση που θα συμβάλλει στην καλύτερη επιδίωξη των στρατηγικών μας συμφερόντων, στο πλαίσιο πάντα της αυξημένης αμοιβαιότητας και των ισότιμων όρων ανταγωνισμού στις σχέσεις μας με τους λοιπούς παγκόσμιους δρώντες».

Ο ίδιος σε άλλο σημείο της τοποθετήσεώς του επισήμανε ότι μία ισχυρή στρατιωτικά Ευρώπη «…είναι δεδομένο ότι θα λειτουργήσει ενισχυτικά προς το ΝΑΤΟ, επιλύοντας χρόνια ζητήματα των ευρωπαϊκών κρατών στους τομείς της διαλειτουργικότητας, της στρατιωτικής κινητικότητας, αλλά και των χαμηλών αμυντικών προϋπολογισμών τους. Πρέπει να αποσαφηνιστεί πλήρως, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ανταγωνιστή του ΝΑΤΟ, αντίθετα συνιστά αναντικατάστατο εταίρο, ο οποίος συμβάλλει στην ευρύτερη δυνατότητα άμυνας και ασφάλειας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, συμπληρώνοντας και ενισχύοντάς την».

Αναφερόμενος στη θέση της Ελλάδος μέσα σε αυτό το διεθνές πλέγμα, ο ΥΦΕΘΑ τόνισε ότι «Η Ελλάδα, συνιστά ανεπιφύλακτα θιασώτη της πολυμερούς προσέγγισης, σε ό,τι αφορά τις περίπλοκες, παγκόσμιες προκλήσεις της εποχής μας και παράλληλα σταθερό υποστηρικτή της απόλυτης ανάγκης για στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, χωρίς αυτό να σημαίνει διασάλευση των διατλαντικών δεσμών μας. Ως χώρα, στηρίζουμε απερίφραστα μια ισχυρή, στενότερη, συνεργατική και αμοιβαία επωφελή σχέση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.».