Με γνώµονα την καλύτερη δυνατή προστασία της δηµόσιας υγείας και την καλύτερη δυνατή λειτουργία της οικονοµίας κινείται η κυβέρνηση, µε φόντο την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.

Η σκέψη για υποχρεωτικό εµβολιασµό όλων των πολιτών άνω των 60 ετών υπήρχε στο τραπέζι από τις αρχές Νοεµβρίου, αλλά αποφασίστηκε τελικά να γίνει πράξη την περασµένη ∆ευτέρα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη για µια σειρά από λόγους.

Ο πρώτος είναι η εµφάνιση της µετάλλαξης Οµικρον του κορονοϊού SARS-CΟV-2, που είχε άγνωστες και απρόβλεπτες συνέπειες. Ο πρωθυπουργός ήθελε να κινηθεί γρήγορα ώστε να βρεθεί η χώρα µας µπροστά από τις εξελίξεις και όχι να προσπαθεί εκ των υστέρων να πάρει µέτρα για να καλύψει τις επιπτώσεις µιας ενδεχοµένως φονικότερης µετάλλαξης.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι «η συγκεκριµένη υποχρεωτικότητα χτυπάει το κακό στη ρίζα του», όπως τονίζει στα «Π» υψηλόβαθµος κυβερνητικός παράγοντας. Η πλειονότητα όσων διασωληνώνονται ή χάνουν τη ζωή τους από τον κορονοϊό (σε ποσοστό 90%) ανήκουν στην ηλικιακή αυτή οµάδα.

Ταυτόχρονα, η ίδια ηλικιακή οµάδα είχε τη χαµηλότερη ανταπόκριση στα νέα ραντεβού για εµβολιασµό µετά τα µέτρα που έλαβε η κυβέρνηση. Ενώ στις υπόλοιπες ηλικιακές κατηγορίες από τα τέλη Οκτωβρίου και µετά η αύξηση των νέων ραντεβού εµβολιασµού κυµαινόταν από 5%-15% στους άνω των 60 ετών, που είναι και οι πιο ευάλωτοι, η αύξηση τώρα ήταν µόλις 3%. Ο τρίτος λόγος ήταν ότι, αν η απόφαση αυτή είχε ληφθεί νωρίτερα, πιθανώς να είχε κριθεί αντισυνταγµατική.

Κι αυτό διότι η Πολιτεία δεν είχε εξαντλήσει προηγουµένως κάθε πρόσφορο µέσο για να πείσει τους ανεµβολίαστους, όπως είχε γίνει πλέον στα τέλη Νοεµβρίου µετά τις καµπάνιες ενηµέρωσης, τους κατ’ οίκον εµβολιασµούς και τα τελευταία µέτρα απαγορεύσεων. Ετσι όπως συµβούλευσαν τον κ. Μητσοτάκη ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης –ο οποίος έχει και τον πρώτο λόγο σε τέτοιας φύσης ζητήµατα–, και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (και πρώην πρόεδρος του ΣτΕ) Παναγιώτης Πικραµµένος, πλέον το µέτρο της υποχρεωτικότητας που θεσµοθετήθηκε είναι και αναγκαίο και κατάλληλο και, συνεπώς, συνταγµατικό.

Τι µέλλει γενέσθαι; «Από την αρχή της πανδηµίας ακολουθούµε µια συγκεκριµένη στρατηγική», επισηµαίνει συνεργάτης του πρωθυπουργού, αναλύοντας την ενίσχυση του ΕΣΥ µε κλίνες ΜΕΘ και µε προσωπικό, τη µαζική προµήθεια µέσων προστασίας, την οργάνωση και υλοποίηση της διαδικασίας εµβολιασµού και τις παρεµβάσεις –όπως την παροχή κινήτρων στους νέους– όταν αυτή «κόλλαγε».

Πλέον «πρέπει και να προστατεύσουµε τους άνω των 60 και να θωρακίσουµε το ΕΣΥ και να πάµε στις γιορτές µε ανοιχτή οικονοµία», τονίζει ο ίδιος συνεργάτης, που αποκλείει κατηγορηµατικά το ενδεχόµενο τόσο εθνικού όσο και τοπικών lockdowns. Οι επόµενοι «άσοι» που σχεδιάζει να ρίξει η κυβέρνηση είναι η µείωση του χρόνου για την τρίτη δόση από τους έξι στους τέσσερις µήνες, η αύξηση των τεστ, η εντατικοποίηση των ελέγχων, η έναρξη εµβολιασµών των παιδιών 5-11 ετών πριν από τα Χριστούγεννα (ακόµα και από τις 18 ∆εκεµβρίου αν καταστεί εφικτό) και η διασφάλιση της επάρκειας τόσο των εµβολίων όσο και των εµβολιαστικών κέντρων σε όλη την επικράτεια.

Αλλα δύο «όπλα» στη φαρέτρα του Μεγάρου Μαξίµου είναι οι αυστηρότεροι και καλύτεροι έλεγχοι στα σύνορα για τον περιορισµό των «εισαγόµενων» κρουσµάτων, καθώς η χώρα µας συνορεύει στον βορρά µε ορισµένα από τα κράτη µε τη χαµηλότερη εµβολιαστική κάλυψη σε όλη την Ευρώπη.

Το δεύτερο «όπλο» θα ενεργοποιηθεί στην καρδιά της εορταστικής περιόδου και θα αφορά αυστηρότερο πλαίσιο για τους ανεµβολίαστους, στους οποίους ήδη απαγορεύτηκε η είσοδος στα λεγόµενα χριστουγεννιάτικα πάρκα ή «χωριά».

Ενδέχεται στη συνέχεια να µην τους επιτραπεί η είσοδος σε οποιονδήποτε περιφραγµένο χώρο εορταστικών εκδηλώσεων και σε οποιαδήποτε γιορτή για το ρεβεγιόν Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς – εκτός βέβαια από αυτές που γίνονται σε σπίτια, όπου θα υπάρχει σύσταση για διενέργεια rapid test.

Αλλα µέτρα δεν είναι στον σχεδιασµό της κυβέρνησης επί του παρόντος, καθώς εκτιµούν ότι τα υφιστάµενα έχουν ήδη αρχίσει και αποδίδουν – µόνο προχθές, Πέµπτη, έγιναν σχεδόν 95.000 εµβολιασµοί.

Η εκτίµηση -και ελπίδα- είναι ότι η πολύ µεγάλη πίεση στο ΕΣΥ και ο υψηλός δείκτης θετικότητας θα διατηρηθούν για τις επόµενες δύο εβδοµάδες και στη συνέχεια θα ξεκινήσει σταδιακή αποκλιµάκωση. Ορόσηµο είναι και η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις 16 και 17 ∆εκεµβρίου και οι αποφάσεις που τυχόν θα ληφθούν σχετικά µε την υποχρεωτικότητα των εµβολιασµών, καθώς ήδη αρκετά κράτη-µέλη της Ε.Ε. κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.

Εξάλλου, κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης έχουν αφήσει τις τελευταίες ηµέρες ανοιχτό το ενδεχόµενο επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εµβολιασµού, κάτι που, αν τελικά αποφασιστεί, δεν θα αφορά σε επαγγελµατικές κατηγορίες, αλλά στην επόµενη ηλικιακή οµάδα, των 50-59 ετών.