Το αµέσως επόµενο διάστηµα, στους διαδρόµους του State Department, του πανίσχυρου υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, θα κινείται ένας άνθρωπος ο οποίος µπορεί να καταλάβει την ελληνική γλώσσα και να απαντήσει µε σπαστά ελληνικά, αν κάποιος του απευθύνει τον λόγο. Ο Τζέφρι Πάιατ, ο απερχόµενος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, όπως έγινε γνωστό στις 22 Απριλίου από τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, προτάθηκε για τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών, αρµόδιου για θέµατα Ενέργειας, και το µόνο που αποµένει είναι η τυπική έγκριση της Γερουσίας.

Με το ζήτηµα της ενέργειας να βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσµιας ατζέντας µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Μόσχα, η ανάληψη των συγκεκριµένων καθηκόντων από έναν εµβληµατικό διπλωµάτη για τις ελληνοαµερικανικές σχέσεις αυτοµάτως εκτιµάται ότι αναβαθµίζει τον ρόλο της Ελλάδας στη νέα αρχιτεκτονική στον κρίσιµο τοµέα της ενέργειας, χωρίς τη Ρωσία στην εξίσωση. Παράλληλα, αναδεικνύει την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σε ενεργειακό κόµβο για ολόκληρη την Ευρασία, µε την Ελλάδα να είναι στο επίκεντρο. Το γεγονός ότι ο κ. Πάιατ, πριν τοποθετηθεί στη θέση του πρέσβη στην Αθήνα, ήταν στην Ουκρανία τον καθιστά τον πλέον κατάλληλο άνθρωπο για να διαχειριστεί έναν τόσο δυσεπίλυτο γεωπολιτικό γρίφο. Ο ίδιος ο κ. Πάιατ, πάντως, στο τελευταίο ταξίδι που πραγµατοποίησε ως πρέσβης στη Θεσσαλονίκη είχε περιγράψει τα σηµεία ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Το ερώτηµα το οποίο τίθεται πλέον είναι κατά πόσο µπορεί να δοθεί εκ νέου ελπίδα για τον αγωγό EastMed, που αποτελεί εναλλακτική διαδροµή αερίου, µε πλήρη παράκαµψη της Ρωσίας
«Η Ελλάδα έχει τον αγωγό TAP, έχει τη Ρεβυθούσα, έχει τον IGB κοντά στην ολοκλήρωση, όπως και τον FSRU της Αλεξανδρούπολης. Η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από ορισµένες πολύ µεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, που δεν έλαβαν την έγκαιρη απόφαση που πήρε η ελληνική κυβέρνηση για να τερµατίσει την εξάρτηση και την ευαλωτότητα από τη Ρωσία», ανέφερε ο Αµερικανός διπλωµάτης σε δηµοσιογράφους. Παράλληλα, είχε τονίσει τις ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μακάρι οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να έβλεπαν τόσο µπροστά όσο η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τα βήµατα που έχει κάνει πάνω από µία δεκαετία τώρα για να διαφοροποιηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο».

Η ενέργεια, άλλωστε, αποτελεί, σύµφωνα µε διπλωµατικές πηγές, έναν από τους πυλώνες πάνω στους οποίους δοµείται η συνεργασία ΗΠΑ - Ελλάδας. Η ανάληψη του συγκεκριµένου χαρτοφυλακίου από τον κ. Πάιατ, σε µια ειδική περίοδο, όπως αυτή που διανύουµε, εκτιµάται, σύµφωνα µε τους ίδιους κύκλους, ότι µπορεί να ισχυροποιήσει ακόµα περισσότερο τον συγκεκριµένο πυλώνα. Το ερώτηµα το οποίο τίθεται πλέον είναι κατά πόσο µπορεί να δοθεί εκ νέου ελπίδα για τον αγωγό EastMed, ο οποίος έχει µεν παγώσει, αποτελεί ωστόσο µια εναλλακτική διαδροµή αερίου, παρακάµπτοντας πλήρως τη Ρωσία. Επιπλέον, εκτιµάται ότι η παρουσία του Αµερικανού διπλωµάτη στο State Department θα είναι ενισχυτική των διακρατικών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Τέτοιες συνεργασίες είναι το σχήµα «3+1» (Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρος + ΗΠΑ), αλλά και η συνεργασία της Ελλάδας µε την Αίγυπτο και την Κύπρο.

Στις αρχές Μαρτίου, µιλώντας στο 7ο Οικονοµικό Φόρουµ των ∆ελφών και πριν γίνουν γνωστές οι προθέσεις του προέδρου των ΗΠΑ για τον ίδιο, ο απερχόµενος πρέσβης είχε περιγράψει τον σηµαίνοντα ρόλο της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, τόσο για την ενέργεια όσο και για το ΝΑΤΟ. «Ποιος θα περίµενε ότι η Ελλάδα θα έπαιζε κορυφαίο ρόλο σε αυτόν τον τοµέα;», είχε σηµειώσει ο διπλωµάτης αναφερόµενος στα ζητήµατα της ενέργειας, σχολιάζοντας τα εγκαίνια του φωτοβολταϊκού πάρκου στην Κοζάνη και τον «αγώνα δρόµου» για την ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία.

«Συνεχίζουµε τη συνεργασία στους τοµείς της ενέργειας. Η Ελλάδα ενισχύει τις σχέσεις µε Αίγυπτο, Ισραήλ, Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα και Ινδία. Πρόκειται για ένα τόξο όπου τα συµφέροντά µας συµπίπτουν και µπορούµε να οικοδοµήσουµε ένα κλίµα εµπιστοσύνης», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, µε όσα δήλωσε να αποτελούν ένα περίγραµµα της ατζέντας του για την περιοχή και των προτεραιοτήτων που έχει η Ουάσινγκτον ειδικά µετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τον συνεχιζόµενο πόλεµο.