Ο θάνατος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου από πολυοργανική ανεπάρκεια το βράδυ της Τρίτης, 10 Ιανουαρίου 2023, στην ηλικία των 82, ήταν το τέλος μιας ζωής γεμάτης, αφού κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα υπήρξαν σημαντικές πολιτικές εξελίξεις, με τον ίδιο να διαδραματίζει κομβικό ρόλο. 

Πώς αλλιώς θα γινόταν, άλλωστε, για ένα παιδί που μόνο η είδηση της γέννησής του στα Ανάκτορα του Ψυχικού, στις 2 Ιουνίου 1940, θα συνοδευόταν από 101 κανονιοβολισμούς από το λόφο του Λυκαβηττού, μόνο και μόνο για να αναγγελθεί πως ο νέος πρίγκιπας ήταν αγόρι; Η Σοφία, αργότερα της Ισπανίας, είχε ήδη έρθει στον κόσμο, ενώ ο Κωνσταντίνος θα αποκτούσε ακόμα μία αδελφή, την Ειρήνη.  Ο ίδιος βαφτίστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών με ανάδοχο μέλη από τις Ένοπλες Δυνάμεις.



Λίγο καιρό αργότερα, η οικογένεια του Κωνσταντίνου ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια, η οποία κατέφυγε στη Νότια Αφρική, μέσω Κρήτης, λόγω της εισβολής των Γερμανών στην Αθήνα, και επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1946 με την παλινόρθωση της μοναρχίας και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’.

Σύμφωνα με τη βιογραφία του που είχε κυκλοφορήσει, «Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Χωρίς Τίτλο», ο ίδιος είχε περιγράψει ένα περιστατικό από τα χρόνια που ζούσε στη Νότια Αφρική. Το περιστατικό που είχε καταγραφεί έντονα στην παιδική του μνήμη συνέβη όταν βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια και κάποια στιγμή ένιωσε έντονους πόνους στην κοιλιά του. Ο γιατρός που τον εξέτασε είπε πως δεν έχει τίποτα και χρειαζόταν, απλώς, λίγη ξεκούραση. Όπως ανέφερε ο Κωνσταντίνος, αυτό που δεν γνώριζαν οι γονείς του ήταν πως ο γιατρός ήταν αντιβασιλικός και προφανώς ήθελε να τον αφήσει να πεθάνει, γιατί τελικά αποδείχθηκε πως είχε συμπτώματα σκωληκοειδίτιδας.



Όταν πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, το 1947, τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο αδελφός του πρίγκιπας Παύλος, πατέρας του Κωνσταντίνου, και ο ίδιος ορίστηκε διάδοχος του θρόνου. Μάλιστα, το 1955 του απονεμήθηκε ο τίτλος του δούκα της Σπάρτης. Ο συγκεκριμένος τίτλος δινόταν πάντα στο μεγαλύτερο γιο του μονάρχη και ο τελευταίος που τον έλαβε ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, Παύλος.

Από τη στιγμή που ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος θα γινόταν ο επόμενος διάδοχος του θρόνου ξεκίνησε η εκπαίδευσή του. Μάλιστα, την ίδια χρονιά που πήρε τον τίτλο του Δούκα της Σπάρτης ξεκίνησε μαθήματα φιλοσοφίας υπό την καθοδήγηση του λόγιου και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Τσάτσου. Τρία χρόνια αργότερα αποφοίτησε από το Εθνικό Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων, ενώ δημιούργησε ισχυρούς φιλικούς δεσμούς με τους συμμαθητές του.



Ο ίδιος, μέσα από τη βιογραφία του, είχε αναφέρει πως η σχέση με τους συμμαθητές του δεν άλλαξε ποτέ όταν ανέβηκε στο θρόνο και ο λόγος ήταν πως είχε μεριμνήσει ο πατέρας του, βασιλιάς Παύλος. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, οι συμμαθητές τού μιλούσαν πάντα στον πληθυντικό και τον προσφωνούσαν υψηλότατο, γιατί δεν θα ήταν εύκολο, όταν φτάσει η στιγμή που θα ανέβει στο θρόνο, ξαφνικά από τον ενικό να του απευθύνουν το λόγο στον πληθυντικό. Μάλιστα, είχε παραδεχθεί πως τα χρόνια που φοιτούσε στα Ανάβρυτα δεν είχε καμία άλλη ειδική μεταχείριση και όλα κυλούσαν φυσιολογικά στη σχολική κοινότητα.

Από την ηλικία των 15, ο Κωνσταντίνος εκπαιδευόταν για να υπηρετήσει το Στέμμα δίπλα στον πατέρα του, βασιλιά Παύλο. «Θυμάμαι, το 1955, ο πατέρας μου με είχε σε όλες τις ακροάσεις εφόσον έβγαινα από τα Ανάβρυτα. Σαββατοκύριακα, αν υπήρχε μια επείγουσα ανάγκη να είμαι μαζί του σε μια ακρόαση, πήγαινα. Μέχρι να κλείσω τα 18 και μπορούσα να αναλάβω τα ηνία του κράτους ως αντιβασιλέας δεν μίλαγα ποτέ. Μόνο όταν έγινα 18 ετών ζητούσα άδεια από τον πατέρα μου αν μπορώ να ρωτήσω κάτι», είχε πει σε μια σπάνια τηλεοπτική συνέντευξή του στην εκπομπή «Ιστορίες» με τον Αλέξη Παπαχελά και τη Σία Κοσιώνη.


Στην ίδια συνέντευξη είχε προσθέσει: «Ο βασιλιάς Παύλος είχε την αγωνία μην πάθει τίποτα πολύ νέος και αυτό σήμαινε πως θα αναλάβω εγώ. Ήθελε να ξέρω πως χειρίζεται αυτός τα θέματα. Αυτό το κατάλαβα αργότερα, εγώ έβγαλα αυτό το συμπέρασμα. Έχω την εντύπωση πως ήταν το 1955, εγώ τότε ήμουν πιτσιρίκος με κοντά παντελονάκια, και ήμουν σε μια από τις ακροάσεις των δύο αντιπροέδρων, του Κανελλόπουλου και του Στεφανόπουλου. Είχε την αγωνία ο βασιλιάς Παύλος πως η χώρα προχωρούσε χωρίς κατεύθυνση. Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να θυμώνει. Τρόμαξα κιόλας».



Το 1960, τέσσερα χρόνια πριν ανέβει στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος συμμετείχε με την ομάδα ιστιοπλοΐας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, κερδίζοντας το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία Ντράγκον. Ο ίδιος συμμετείχε ως πηδαλιούχος του σκάφους «Νηρεύς», όπου το πλήρωμα ήταν ο Οδυσσέας Εσκιτζόγλου και ο Γιώργος Ζαΐμης.

Ο τέως βασιλιάς, σε παλαιότερη συνέντευξή του, είχε δηλώσει πως ήταν μεγάλη του χαρά η απόκτηση του ολυμπιακού μεταλλίου, με το εθνικό ύμνο να παίζει στα μεγάφωνα. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας μαζί με τον βασιλιά της Νορβηγίας, Χάραλντ Ε'.

Το έτος 1964 είναι αξιομνημόνευτο και με σημαντικά γεγονότα για τον Κωνσταντίνο. Από την μία πεθαίνει ο πατέρας του και ο ίδιος ανεβαίνει στο θρόνο, από την άλλη παντρεύεται την Άννα-Μαρία, με την οποία έζησαν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του, δημιουργώντας μια δεμένη οικογένεια.

Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1963, ως διάδοχος του θρόνου, αρραβωνιάστηκε τη μικρότερη κόρη του βασιλιά της Δανίας, την 17χρονη πριγκίπισσα Άννα-Μαρία, στην Κοπεγχάγη. Και μπορεί να την αρραβωνιάστηκε ως πρίγκιπας, όμως ο γάμος πραγματοποιείται έχοντας γίνει βασιλιάς στις 18 Σεπτεμβρίου του 1964. Οι δυο τους απέκτησαν πέντε παιδιά, την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο, τη Θεοδώρα και τον Φίλιππο, και 9 εγγόνια.



Ο Κωνσταντίνος, στη βιογραφία του, είχε αναφερθεί στην πρόταση γάμου, αλλά και στον τρόπο που ζήτησε το χέρι της μέλλουσας συζύγου του, από τον πατέρα της, βασιλιά της Δανίας, Φρειδερίκο. «Θέλω να παντρευτώ την πριγκίπισσα Άννα-Μαρία. Ζητώ το χέρι της κόρης σας», με τον βασιλιά της Δανίας να τον κλειδώνει στην τουαλέτα του γραφείου του. Αργότερα, ο μελλοντικός πεθερός του θα του εξηγήσει πως τον κλείδωσε προκειμένου να μιλήσει με τη σύζυγό του, η οποία τον προέτρεψε να τον ξεκλειδώσει και να φέρει σαμπάνια για να γιορτάσουν το ευτυχές γεγονός.

Ξετυλίγοντας άγνωστες ιστορίες από την προσωπική ζωή του πριγκιπικού ζευγαριού, ο τέως βασιλιάς της Ελλάδας είχε σχολιάσει πως η πρόταση γάμου έγινε το καλοκαίρι του 1962 στην Ελλάδα, αλλά όχι με τον παραδοσιακό τρόπο. Απλώς, ξεκίνησε να περιγράφει στην πριγκίπισσα Άννα-Μαρία πώς θα ήταν η ζωή τους στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, πολύ πριν από το γάμο του Κωνσταντίνου με την Άννα-Μαρία υπήρξε έντονα η φήμη στους κοσμικούς κύκλους πως διατηρεί δεσμό με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ο ίδιος δεν έδωσε ποτέ διάσταση στη συγκεκριμένη φήμη ούτε καν κάποια απάντηση.

Στις 20 Φεβρουαρίου του 1964 ο Κωνσταντίνος γίνεται αντιβασιλέας και ο ρόλος του ήταν, κυρίως, να υπογράφει διατάγματα και νομοθετήματα, όπως ο διορισμός και η αποδοχή παραιτήσεων κυβερνητικών μελών.



Λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Μαρτίου, ο πατέρας του αφήνει την τελευταία του πνοή, και ο Κωνσταντίνος γίνεται «Βασιλιάς των Ελλήνων» σε ηλικία μόλις 24 ετών. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, θεωρούνταν άπειρος γι' αυτόν τον ρόλο και βαθιά επηρεασμένος από τη μητέρα του, βασίλισσα Φρειδερίκη.

Ο Κωνσταντίνος, ως «Βασιλέας των Ελλήνων», θα παραμείνει στο θρόνο μέχρι τον Ιούνιο του 1973. Η πρώτη σοβαρή κρίση στα χρόνια της βασιλείας του σημειώθηκε από πολύ νωρίς με την απαίτησή του να έχει τον τελευταίο λόγο στον διορισμό υπουργού Εθνικής Άμυνας και της ηγεσίας του στρατεύματος. Αυτή η διαφωνία του με τον τότε πρωθυπουργό οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 15 Ιουλίου. Τα λεγόμενα «Ιουλιανά» ακολούθησε μια περίοδος έντονης πολιτικής ανωμαλίας, που τελικά οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

«Η προσπάθεια η δική μου ήταν να βγάλω τη χούντα από τη μέση. Δεν ήξερα ότι υπάρχει χούντα», θα δηλώσει κατηγορηματικά στην τηλεοπτική του συνέντευξη.



Κατά τη περίοδο της δικτατορίας, τη χρονιά του 1973, καταργείται το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και η οικογένειά του, δηλαδή οι απόγονοι, να κηρυχθούν έκπτωτοι.

Μετά το τέλος της δικτατορίας διενεργήθηκε νέο δημοψήφισμα, στις 8 Δεκεμβρίου 1974, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, με το λαό να μη δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βασιλευόμενη Δημοκρατία.

Όσο για τον λόγο που αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό; «Εκείνη την εποχή σκεφτόμουν πως πρέπει να γίνει αυτό το πράγμα χωρίς να χυθεί αίμα. Αν έμενα, έπρεπε να πάω στα άκρα» είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, στις δηλώσεις του.

Ο Κωνσταντίνος και η οικογένειά του έζησαν ως αυτοεξόριστοι στη Ρώμη και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ το 2013 ήρθε μόνιμα να ζήσει στην Ελλάδα, επιλέγοντας ως τόπο κατοικίας του το Πόρτο Χέλι.

«Χωρίς τη βασίλισσα Άννα-Μαρία δεν θα τα είχα βγάλει πέρα. Ήταν συμπαραστάτης μου. Δεν κάναμε πολιτική συζήτηση. Την ευθύνη την είχα εγώ, δεν θα τη μοιραστώ από εδώ κι από εκεί. Ήξερε τι θα κάνω, τις αποφάσεις μου, δεν επενέβαινε. Δεν ήταν και στις ακροάσεις. Μόνο σε μια ακρόαση ήταν παρούσα», είχε δηλώσει ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος στην ίδια τηλεοπτική συνέντευξη.



Πριν από τη μόνιμη εγκατάστασή του, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1981 για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του, Φρειδερίκης. Η ίδια είχε ζητήσει να ταφεί στους βασιλικούς τάφους στα ανάκτορα του Τατοΐου και η κηδεία πήρε πολιτική διάσταση. Ο έκπτωτος μονάρχης με την οικογένειά του επιστρέφει μόνο για λίγες ώρες στην Ελλάδα, γιατί δεν τους επιτράπηκε να μείνουν παραπάνω, για να μην υπάρξουν επεισόδια.

Όταν ο τέως βασιλιάς της Ελλάδας επέστρεψε μετά από χρόνια για την κηδεία της μητέρας του, η φωτογραφία του που φιλάει τα ελληνικά χώματα μόλις προσγειώθηκε στο Ελληνικό έκανε τον γύρο του κόσμου. Για τους βασιλόφρονες ήταν μια ένδειξη αγάπης και για τους αντιβασιλικούς ένα επικοινωνιακό παιχνίδι.

Για τα χρόνια της εξορίας είχε δηλώσει στη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ: «Αν διαβάσετε τα αρχαία κείμενα, θα δείτε όλοι οι Έλληνες που πάνε στην εξορία υποφέρουν. Δεν έχετε κάνει εξορία και δεν το εύχομαι ποτέ. Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί. Δεν ήταν πολύ ωραίο».

Στην ίδια συνέντευξη είχε δώσει απάντηση και στα σενάρια που τον ήθελαν τόσο τον ίδιο όσο και το γιο του, Νικόλαο, ο οποίος έχει επιλέξει να ζει μόνιμα στην Ελλάδα, να ασχολούνται με την πολιτική, ιδρύοντας πολιτικό κόμμα. «Δεν ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική. Δεν ήρθα εδώ για να αναστατώσω κανέναν. Ήρθα εδώ να δείξω στα παιδιά μου την Ελλάδα. Δεν βλέπω το λόγο να ασχοληθώ με την πολιτική. Η Ελλάς έχει πάρα πολλούς πολιτικούς. Έχει μπουχτίσει από πολιτικούς. Τι θέλουν παραπάνω; Κι αυτός να σώσει την πατρίδα; Ούτε εγώ ούτε ο γιος μου, Νικόλαος, θέλουμε να ασχοληθούμε με την πολιτική. Δεν νομίζω ότι αρμόζει. Δεν είμαστε πολιτικάντηδες, δεν ξέρουμε αυτή τη δουλειά».

Από την αρχή που σταμάτησε να υφίσταται ο θεσμός της μοναρχίας στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος είχε διαφορές με το κράτος για την πρώην βασιλική περιουσία των τριών κτημάτων του: το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, στο οποίο γεννήθηκε η πρωτότοκη κόρη του, Αλεξία, το Κτήμα Τατοΐου και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί στα δικαστήρια.



Το 1992 ο τέως βασιλιάς της Ελλάδας σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όπου εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα, συγκεκριμένα σε μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα. Στην κηδεία του πρωθυπουργού της Ελλάδας από το 1990 έως το 1993, ο Κωνσταντίνος υπήρξε ιδιαιτέρως ευσυγκίνητος. 

Επιπλέον, την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε με κοντέινερ όλη η κινητή περιουσία που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου και, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, προκλήθηκε αντίδραση του ελληνικού λαού.

Δύο χρόνια αργότερα, όταν θα γίνει πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου, ακυρώνεται η συμφωνία του 1992, αφαιρώντας από τον τέως βασιλιά την ιδιοκτησία του στη χώρα μας και την ελληνική ιθαγένεια.



Με την τροπή που πήραν τα πράγματα, το επόμενο βήμα της τέως βασιλικής οικογένειας ήταν να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια και στο ΣτΕ.

Επειτα από έξι περίπου χρόνια, με πολλά δικαστήρια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τον Νοέμβριο του 2000, καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου και επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αποδόθηκαν στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Αξίζει να αναφέρουμε πως τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του εκτιμούσαν πως η βασιλική περιουσία αγγίζει τα 161 εκατομμύρια.

Για τον τίτλο και το επώνυμό του έχουν γραφτεί πολλά δημοσιεύματα. Ο ίδιος στη συνέντευξη που είχε δώσει στους δημοσιογράφους Παπαχελά και Κοσιώνη δήλωσε το εξής: «Εγώ δεν είμαι ο πρώην βασιλιάς Κωνσταντίνος. Είμαι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Τελεία και παύλα. Είμαι ο πρώην ή ο τέως, ό,τι προτιμάτε, βασιλεύς της Ελλάδας, ναι. Ότι είμαι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν πρόκειται να το αλλάξω ποτέ».