Οι εθνικές εκλογές που διεξάγονται σε μία χώρα αποτελούν την πιο θεμελιώδη διαδικασία της Δημοκρατίας. Οι πολίτες, μέσω της ψήφου τους, έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν τις προτιμήσεις τους και να επηρεάσουν το πολιτικό τοπίο της χώρας τους. Οι εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου αποτελούν μια σημαντική στιγμή για την ελληνική κοινωνία και οι αποφάσεις που θα πάρουν σε λίγα εικοσιτετράωρα οι πολίτες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο μέλλον της χώρας. Συγκεκριμένα θα κρίνουν, εάν η Ελλάδα θα προχωρήσει μπροστά ή θα γυρίσει πίσω στις παλιές περιπέτειες που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις και αλλεπάλληλες κρίσεις. Η κρίση στον Έβρο με την Τουρκία, η πανδημία, ο πόλεμος στην ευρύτερη γειτονιά μας, στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, η ακρίβεια και η πληθωριστική κρίση, τα αποτελέσματα των οποίων τα γνωρίζουμε όλοι. Παρά τις κρίσεις, η Ελλάδα άντεξε. Και όχι μόνο άντεξε, αλλά προχώρησε μπροστά ακόμα πιο δυναμικά με πολλές επιτυχίες στο εξωτερικό, στη ρύθμιση του χρέους, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στη μείωση φόρων και εισφορών, στη στήριξη των συμπολιτών μας που το έχουν περισσότερο ανάγκη, στη θωράκιση των συνόρων μας από στεριά και θάλασσα, στην αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019 σύναψε με τους πολίτες τη «Συμφωνία Αλήθειας». Πράγματι είχε υποσχεθεί στους πολίτες συγκεκριμένα πράγματα και ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο σε πολλούς φάνταζε ουτοπικό. Ακούγαμε: «Σιγά μη γίνει αυτό στην Ελλάδα» ή «Παιδιά ηρεμήστε, Ελλάδα είμαστε». Προς πείσμα όλων αυτών των φωνών, απέδειξε ότι η Ελλάδα μπορεί να πρωτοπορεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπορεί να κάνει τη διαφορά και να αποτελεί πρότυπο που άλλες χώρες θα αντιγράφουν σε πολλά και διαφορετικά πεδία πολιτικής. Μάλιστα, πολλές ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες ζητούσαν να τους «εξάγουμε» τεχνογνωσία σε συγκεκριμένους τομείς, όπως το 112, το πρόγραμμα εμβολιασμού, την ψηφιοποίηση του κράτους.

Πράγματι, αυτά τα 4 χρόνια έγιναν πολλά. Θέλουμε όλοι να γίνουν ακόμα περισσότερα. Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες και πάντα θα είναι, ιδιαίτερα σε μία προεκλογική περίοδο. Σημασία έχει ποιος μπορεί, ποιος έχει τη θέληση, το πρόγραμμα και τις ικανότητες να τα καταφέρει. Ποιος είναι ο εκφραστής των πολλών, ο εκφραστής μίας γενιάς που δεν θέλει να δει την Ελλάδα να γυρίζει πίσω αλλά να κάνει βήματα προόδου. Βήματα προς το μέλλον. Οι νέοι θέλουμε μία Ελλάδα παραγωγική, μία Ελλάδα σύγχρονη, κοινωνικά δίκαιη, μία Ελλάδα, στην οποία θα γίνονται επενδύσεις, θα δημιουργούνται καλές και νέες δουλειές. Θέλουμε, οι φωνές τις οποίες περιέγραψα παραπάνω να πάψουν να ακούγονται, όχι από αλαζονεία, αλλά γιατί στην πράξη γίνονται ενέργειες και κινήσεις που αποφέρουν ορατά αποτελέσματα.

Το δίλημμα, λοιπόν, είναι σαφές: Θέλουμε να προχωρήσουμε με ορμή μπροστά ή πίσω στην αβεβαιότητα και στην ανασφάλεια, με κυβερνήσεις συνεργασίας, ειδικού σκοπού ή όπως αλλιώς θέλουν να τις βαφτίσουν οι δυνάμεις παρακμής και οπισθοδρόμησης της χώρας.

Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Στις 21 Μαΐου οι Έλληνες πολίτες έχουμε μόνο μία επιλογή. Αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία με Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Έχει αποδείξει ότι μόνο εκείνος έχει και συγκεκριμένο και κοστολογημένο και υλοποιήσιμο πρόγραμμα, ένα ρεαλιστικό σχέδιο για να το πετύχει, αλλά και όραμα για την Ελλάδα μας.

*Δημήτρης Ράπτης
Υπεύθυνος Πολιτικού Σχεδιασμού της ΟΝΝΕΔ