Την ώρα που η Βουλή που προέκυψε από τις κάλπες της 25ης Ιουνίου επιχειρεί ακόµη να βρει τα πατήµατά της και τα στελέχη που συνθέτουν το παζλ της νέας κυβέρνησης κάθε άλλο παρά έχουν προσαρµοστεί στις ανάγκες των καθηκόντων τους, η πολιτική επικαιρότητα επικεντρώνεται εκ νέου σε εκλογικού χαρακτήρα αναλύσεις και αναζητήσεις, µε φόντο τη νέα πραγµατικότητα που διαµορφώθηκε στον κοινοβουλευτικό χάρτη της χώρας.

Βλέπετε, πέραν της παραµέτρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, που θέτουν τους κοµµατικούς µηχανισµούς σε έναν µίνι καλοκαιρινό συναγερµό, πριν προλάβουν να συνέλθουν από τη µακρά προεκλογική εκστρατεία για τις δύο διαδοχικές αναµετρήσεις του προηγούµενου διαστήµατος, η είσοδος στο Κοινοβούλιο σχηµατισµών που είτε αντιπροσωπεύουν ξεκάθαρα είτε φλερτάρουν µε ακραίες ιδεολογικές αντιλήψεις και αµφιλεγόµενες πολιτικές πρακτικές έχει προκαλέσει ήδη σκεπτικισµό στις τάξεις του στενού συστήµατος Μητσοτάκη. ∆εν είναι τυχαίο ότι στη δίνη των συζητήσεων που προκαλεί η εµπλοκή των εν λόγω σχηµατισµών στην εξίσωση της νέας Βουλής κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες δεν διστάζουν να σκέφτονται φωναχτά το ενδεχόµενο µετασχηµατισµού της εκλογικής νοµοθεσίας σε ό,τι αφορά το όριο εισόδου των κοµµάτων στο Κοινοβούλιο.

Πρόκειται για το γνωστό πλέον σενάριο της αύξησης του σχετικού ποσοστού από το 3%, που ισχύει σήµερα, στο 5%, µε προφανή στόχο το ανέβασµα του κοινοβουλευτικού πήχη για τα κόµµατα αυτά.

Όπως είναι σε θέση να γνωρίζουν τα «Π», το συγκεκριµένο θέµα έχει φθάσει και στο πρωθυπουργικό γραφείο, µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ακούει µεν µε προσοχή και να ενστερνίζεται τις συγκεκριμένες ανησυχίες, αλλά από την άλλη να συστήνει ψυχραιμία και σύνεση. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείτο άλλωστε και η σαφέστατη απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη (η µοναδική επίσηµη µέχρι τώρα), σε ερώτηση για το αν η αντιμετώπιση της περίπτωσης των «Σπαρτιατών» και η οποιασδήποτε µορφής σύνδεσή τους µε τον Ηλία Κασιδιάρη θα έπρεπε να ιδωθούν τόσο στο πεδίο της πολιτικής όσο και σε αυτό της ∆ικαιοσύνης µέσω πιθανών προσφυγών. «Οι “Σπαρτιάτες” θα αντιμετωπιστούν στη Βουλή κοινοβουλευτικά και πολιτικά», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Δύο οι διαστάσεις στο Μέγαρο Μαξίμου

Το µόνο βέβαιο σε αυτή τη συγκυρία είναι ότι ευδοκιµούν δύο τάσεις στο Μέγαρο Μαξίµου αναφορικά µε το µέτωπο του 5%. Από τη µια έχει εκφραστεί η θέση ότι θα έπρεπε να ιχνηλατηθεί το πεδίο προκειµένου να περάσει µια τέτοιου είδους ρύθµιση πριν από τις ευρωεκλογές και στο πρώτο διάστηµα της νέας διακυβέρνησης, ώστε να απορροφηθούν πιο εύκολα οι όποιοι κραδασµοί. Υποστηρίζεται, δε, ότι οι κάλπες για την Ευρώπη θα µπορούσαν να αποτελέσουν την τέλεια ευκαιρία για να δοκιµαστεί η εν λόγω συνταγή, σε µια απόσταση ασφαλείας από τις επόµενες εθνικές εκλογές. Aλλωστε, όπως ερµηνεύουν τις σχετικές προβλέψεις µια σειρά από έµπειρους συνταγµατολόγους, για να αλλάξει το όριο εισόδου στην Ευρωβουλή και να ισχύσει από την επερχόµενη κιόλας αναµέτρηση, δεν απαιτούνται τα 2/3 της Βουλής, όπως συμβαίνει µε τις εθνικές εκλογές, για τις οποίες θα χρειαστεί ξεχωριστή ρύθμιση, αλλά απλή πλειοψηφία. Μοναδική παράµετρος που θα έπρεπε να εξαταστεί θα ήταν η µη παραβίαση της αρχής αναλογικότητας, όπως αυτή περιγράφεται στο Αρθρο 14 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρεται στην εκλογική διαδικασία (και η οποία προσδιορίζει το όριο εισόδου µεταξύ 2% και 5%). Ωστόσο, αξίζει να σηµειωθεί ότι υπάρχουν φωνές που θεωρούν ότι η εξεύρεση 200 βουλευτών θα ήταν απαραίτητη και σε αυτή την περίπτωση, οπότε οι όποιες παρεµβάσεις θα έρχονταν σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Ενα ακόµα κεντρικό επιχείρηµα της οµάδας αυτής είναι πως µε την πρωτοβουλία αυτή θα ενισχυθεί ακόµα περισσότερο το θεσµικό και κεντρώο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη, αφού δεδοµένα θα συσπειρωθούν γύρω του τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ταυτόχρονα θα δηµιουργηθεί η συνθήκη για µια πιο ισορροπηµένη κοινοβουλευτική σύνθεση στο µέλλον, προοπτική που θα αποδοθεί απευθείας στο πρόσωπο του πρωθυπουργού.

Στον αντίποδα, υπάρχουν οι απόψεις εκείνες που βασίζονται στην ανάλυση ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να κινηθεί η όποια αντίστοιχη διαδικασία, µε τη διατήρηση στάσης αναµονής να είναι η πλέον ενδεδειγµένη λύση γι’ αυτή την περίοδο. Οι υπέρµαχοι της στρατηγικής αυτής τονίζουν πως η κυβέρνηση δεν έχει κανέναν λόγο να ανεβάσει τους τόνους στον δρόµο προς τις ευρωκάλπες, αφού ούτως ή άλλως δεν έχουν δοθεί ακόµη ισχυρά δείγµατα γραφής για την κοινοβουλευτική συµπεριφορά κυρίως των «Σπαρτιατών». Χώρια που πίσω από την οποιαδήποτε θεσµική προσπάθεια αναχαίτισης λίγους µόνο µήνες µετά τις κάλπες κρύβεται πάντα ο κίνδυνος ενεργοποίησης αντίθετων ανακλαστικών στους κόλπους της κοινωνίας και συνεπακόλουθης ενίσχυσης των σχηµατισµών αυτών. Παράλληλα, µε βάση τις αναλύσεις τους, δεν υπάρχει πιο πρόσφορο έδαφος για τη διαρκή υπενθύµιση της θεσµικής υπεροχής του Κυριάκου Μητσοτάκη και την αναγνώρισή του ως εγγυητή της οµαλότητας από την ίδια τη γενικότερη παρουσία και δράση του, αλλά και την απόκρουση από κυβερνητικής πλευράς κάθε προσπάθειας δηµιουργίας πολιτικών αναταραχών στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Κοινός τόπος, πάντως, και των δύο τάσεων είναι πως, αν και όταν αποφασιστεί να έρθει στη Βουλή το θέµα του ορίου του 5%, κυρίως για τις εθνικές εκλογές, είναι ιδιαίτερο πιθανό να εξασφαλιστεί η εφαρµογή του από τις επόµενες εκλογές, καθώς ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θα έδιναν πολύ πιο εύκολα την κοινοβουλευτική τους συγκατάθεση µετά το πολιτικό περιβάλλον που διαµορφώθηκε τον Ιούνιο.

Ποιοι θα κληθούν να εκπροσωπήσουν τη Ν.∆. στην Ευρωβουλή την επόµενη πενταετία

 Όπως και να έχει, πάντως, και µε δεδοµένο ότι στις επερχόµενες αυτοδιοικητικές κάλπες είναι µάλλον αδύνατο να έχουν προκύψει δραµατικές αλλαγές των συσχετισµών, το επόµενο crash test για την κυβέρνηση θα είναι η... παραδοσιακά χαλαρή ψήφος των ευρωεκλογών, που αυτή τη φορά -και µετά το διάλειµµα των τελευταίων δύο αναµετρήσεων- θα διεξαχθούν µε λίστα και όχι µε τη µέθοδο της σταυροδοσίας. Και µόνον η παράµετρος αυτή (αφού θα εκλείψει το στοιχείο του προσωπικού αγώνα, που πάντα είχε τη σηµασία του σε ένα κόµµα µε τόσο ισχυρές παραδόσεις σε επίπεδο µηχανισµού), σε συνδυασµό µε την άνοδο των µικρότερων κοµµάτων την 25η Ιουνίου, είναι αρκετή για να φέρει την ηγεσία της κυβέρνησης προ της ανάγκης αποτελεσµατικής και άµεσης προετοιµασίας για την επικείµενη εκλογική µάχη του επόµενου έτους. Στο πλαίσιο αυτό και µετά και τις προβλεπόµενες κοινοβουλευτικές ενέργειες για την ολική επαναφορά της λίστας (σε αυτό το µέτωπο χρειάζεται ξεκάθαρα απλή πλειοψηφία), θα ξεκινήσουν οι ζυµώσεις για τα πρόσωπα που θα κληθούν να εκπροσωπήσουν τη Ν.∆. στην Ευρωβουλή την επόµενη πενταετία. Από τους υπάρχοντες ευρωβουλευτές θα φιγουράρουν στο σχετικό κάδρο µόνο τα ονόµατα των Βαγγέλη Μεϊµαράκη και Αννας Ασηµακοπούλου, ενώ εδώ και καιρό παίζουν στα «γαλάζια» ρεπορτάζ ο υφυπουργός Αµυνας, Νίκος Χαρδαλιάς, ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού, ∆ηµήτρης Τσιόδρας, αλλά και η επίσης συνεργάτιδα της επικοινωνίας του Μαξίµου, Αριστοτελία Πελώνη (όπως γίνεται αντιληπτό, εκ των δύο τελευταίων θα επιλεγεί ο ένας ή η µία).

Επιπλέον, όπως είχαν αποκαλύψει τα «Π», το πρόσωπο που θα κληθεί να συµβολίσει το περαιτέρω άνοιγµα στην Κεντροαριστερά και σε αυτό το πεδίο είναι ο Ολυµπιονίκης και πρώην βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, Πύρρος ∆ήµας, µε τις δύο... γιατρίνες που έγιναν γνωστές στο ευρύ κοινό από την περίοδο της πανδηµίας, Μίνα Γκάγκα και Ματίνα Παγώνη, να βρίσκονται εξαρχής στην εξίσωση των ζυµώσεων του Μαξίµου. Ενδιαφέρον επιδεικνύει εκ νέου ο πρώην υφυπουργός Γιώργος Αµυράς (που ούτως ή άλλως είναι πρώτος επιλαχών του 2019), ενώ µε θετικό µάτι θα έβλεπαν τη συγκεκριµένη προοπτική τόσο ο βουλευτής του Βόρειου Τοµέα και άλλοτε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Γιώργος Κουµουτσάκος όσο και ο πρώην υπουργός Κωστής Μουσουρούλης, ο οποίος υπήρξε υπάλληλος της Κοµισιόν.

Τέλος, είναι κοινό µυστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης τρέφει ιδιαίτερη εκτίµηση στον διευθυντή MediaLab του MIT, Μιχάλη Μπλέτσα, ο οποίος θα µπορούσε να συνιστά µία από τις κεντρικές επιλογές του για µία από τις εκλόγιµες θέσεις του «γαλάζιου» ευρωψηφοδελτίου.

Κώστας Μπουτόπουλος: «Επιστροφή στη λίστα µε ασφαλιστικές δικλίδες»

Ο έγκριτος συνταγµατολόγος Κώστας Μποτόπουλος µιλάει σήµερα στα «Π» σχετικά µε την αλλαγή του ορίου εισόδου των κοµµάτων στη Βουλή, αλλά και την επαναφορά της εκλογής των ευρωβουλευτών µε λίστα, όπως συνέβαινε από τις ευρωεκλογές του 1981 έως και αυτές του 2009.

Κύριε Μποτόπουλε, θεωρείτε ότι υπάρχουν λόγοι που υπαγορεύουν την αύξηση του ορίου εισόδου ενός κόµµατος στη Βουλή;

Η αύξηση δεν είναι, κατά τη γνώµη µου, σκόπιµη, κυρίως για τους ακόλουθους δύο λόγους: Πρώτον, η όσο το δυνατόν µεγαλύτερη εκπροσώπηση του εκλογικού σώµατος ενδυναµώνει τη δηµοκρατία, όσο και αν ενέχει την πιθανότητα/«κίνδυνο» να εισέλθουν στη Βουλή ακραία ή «παράξενα» κόµµατα. Και, δεύτερον, δεδοµένου ότι το όριο του 3% ισχύει στην Ελλάδα από το 1989, ενδεχόµενη αύξησή του θα φαινόταν σήµερα ως δηµοκρατική υποχώρηση (άλλο να έχεις παγίως όριο 5% κι άλλο να περνάς από το 3% στο 5%) και θα ανέτρεπε προσδοκίες κοµµάτων και κοινωνίας. Γενικώς, δεν πιστεύω ότι ζητήµατα δηµοκρατίας είναι ορθό να αντιµετωπίζονται µε διοικητικά µέτρα και υπό την πίεση της συγκυρίας.

Όταν θεσπίστηκε το όριο του 3%, υπήρχε συγκεκριµένη σκοπιµότητα. Μια ενδεχόµενη αλλαγή του ορίου για ποιους λόγους θα µπορούσε να κριθεί απαραίτητη;

Η συγκυρία, για την οποία µόλις έκανα λόγο, είναι γνωστή: Το κοµµατικό σύστηµα σήµερα έχει κατακερµατιστεί -υπάρχει ένα µεγάλο κόµµα και πολλά πολύ µικρότερα-, ενώ εκπρόσωποι µιας εθνικιστικής και µιας θρησκόληπτης ∆εξιάς, καθώς και µιας αρχηγικής, δήθεν ριζοσπαστικής και σίγουρα ρεβανσιστικής Αριστεράς µόλις εισήλθαν, βοηθούµενα και από την υψηλή αποχή, στο Κοινοβούλιο. Επιµένω όµως: Τέτοια φαινόµενα δεν δικαιολογούν από µόνα τους αλλαγές που επηρεάζουν την εν γένει λειτουργία του δηµοκρατικού συστήµατος.

Υπάρχει ο κίνδυνος πολιτικής εκµετάλλευσης του ορίου εισόδου; Τι συνέπειες θα υπήρχαν εάν η εκάστοτε κυβέρνηση το άλλαζε κάθε τετραετία;

∆εν µπορεί να αλλάζει διαρκώς λόγω της συνταγµατικής πρόβλεψης του Αρθρου 54, παρ. 1: Εφόσον πρόκειται για αλλαγή στον εκλογικό νόµο, για να ίσχυε στις αµέσως επόµενες εκλογές, θα έπρεπε η αλλαγή του ορίου να είχε ψηφιστεί από 200 βουλευτές, αλλιώς θα ίσχυε από τις µεθεπόµενες εκλογές. Αλλά και από πολιτική άποψη πιστεύω ότι δεν δικαιολογείται να αποτελεί µόνιµο αντικείµενο διαπραγµάτευσης στη Βουλή και την κοινωνία. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητική επίπτωση στην ήδη κλονισµένη αξιοπιστία του πολιτικού συστήµατος. 

Ενόψει των ευρωεκλογών, έχει ανοίξει η συζήτηση για επιστροφή στη λίστα. Ποια είναι η άποψή σας;

Είµαι υπέρ. Παρατήρησα, όπως όλοι µας, την ασυµβατότητα µεταξύ του κριτηρίου της «αναγνωρισιµότητας», σε πανελλήνιο µάλιστα επίπεδο, µε τα προσόντα που απαιτούνται για επάξια εκπροσώπηση της χώρας µας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σε όλες τις ευρωεκλογές που διεξήχθησαν µε σταυρό η επίπτωση αυτής της ασυµβατότητας επί της ποιότητας ήταν καταλυτική. Θεωρώ, πάντως, ότι ενδεχόμενη επιστροφή στη λίστα θα πρέπει να συνοδεύεται από ασφαλιστικές δικλίδες εσωκοµµατικής δηµοκρατίας. Για παράδειγµα, πρόβλεψη συνεδριακής διαδικασίας για την επιλογή, ή έστω την προεπιλογή, των υποψηφίων, ώστε να µην αποτελεί αποκλειστικά αρχηγικό προνόµιο.

Κώστας Χρυσόγονος: Το κρίσιµο ερώτηµα για αύξηση του ορίου

Οι εκλογές της 25ης/6/2023, µε τον κατακερµατισµό της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης σε επτά (και παραλίγο οκτώ) κόµµατα, κανένα από τα οποία δεν έφθασε το 18% των έγκυρων ψήφων ή τις 50 έδρες, έθεσαν επί τάπητος το ζήτηµα της λειτουργικότητας της Βουλής.

∆εδοµένου ότι η τελευταία δεν είναι µόνο λαϊκή αντιπροσωπεία, αλλά και κρατικό όργανο, εξοπλισµένο µε αρµοδιότητες καίριας σηµασίας για τη λειτουργία του πολιτεύµατος, η διασφάλιση της δυνατότητας άσκησης των αρµοδιοτήτων αυτών συνιστά συνταγµατική επιταγή, ως απόρροια της κοινοβουλευτικής αρχής και της νδιάκρισης των λειτουργιών (βλ. αναλυτικότερα Κ. Χρυσόγονου, «Εκλογικό σύστηµα και Σύνταγµα», 1996, σ. 217 επ.).

Στην προκειµένη περίπτωση, µάλιστα, το ζήτηµα προκύπτει όχι υπό την έκφανση της διακινδύνευσης της κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά της δυσχέρειας άσκησης των ελεγκτικών δικαιωµάτων της αντιπολίτευσης, λόγω ακριβώς του κατακερµατισµού της (π.χ. αδυναµία κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας µε τις απαιτούµενες 50 υπογραφές κ.ά.). Ανακύπτει έτσι εύλογα το ερώτηµα µήπως θα ήταν σκόπιµο να αυξηθεί το απαιτούµενο όριο για τη συµµετοχή ενός κόµµατος (ή συνασπισµού) στην κατανοµή των εδρών από το 3% των έγκυρων ψήφων πανελλαδικά (Αρθρο 99, παρ. 1 του Εκλογικού Κώδικα, Π.∆. 26/2012), π.χ. στο 5%.

Το ερώτηµα τούτο µπορεί να καταστεί πιεστικότερο στο µέλλον, εφόσον στις επόµενες εκλογικές αναµετρήσεις µειωθεί αισθητά το ποσοστό ψήφων (και) του πρώτου κόµµατος, ως αποτέλεσµα της συνήθους φθοράς από την άσκηση εξουσίας. Τότε ενδέχεται να τεθεί και ζήτηµα κυβερνητικής σταθερότητας, δεδοµένου ότι το πολιτικό σκηνικό εµφανίζεται άκρως πολωµένο, αφού κανείς από τους οκτώ κοινοβουλευτικούς σχηµατισµούς δεν φαίνεται να έχει µελλοντική διάθεση κυβερνητικής συνεργασίας µε κανέναν. Μια µατιά στα συγκριτικά δεδοµένα δείχνει ότι από τα άλλα 26 κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα τέσσερα υπάρχει όριο 4%, σε ένδεκα το όριο είναι 5%, ενώ υπάρχουν και κράτη-µέλη (π.χ. Γαλλία, Ιρλανδία, Μάλτα, Πορτογαλία) όπου το όριο µπορεί να καταλήγει κατ’ αποτέλεσµα να τίθεται ακόµα υψηλότερα λόγω της εφαρµογής πλειοψηφικού συστήµατος ή της κατανοµής των εδρών σε επίπεδο ελάσσονος περιφέρειας. Μόνο η ∆ανία και η Ολλανδία φαίνονται να έχουν τελικά χαµηλότερο εκλογικό «κατώφλι» από την Ελλάδα.

Πρόκειται πάντως για θέµα αναγόµενο στο εκλογικό σύστηµα και έτσι µια τυχόν αλλαγή εδώ θα χρειαζόταν να υπερψηφιστεί µε πλειοψηφία 200 βουλευτών, προκειµένου να ισχύσει από τις επόµενες εκλογές (Αρθρο 54, παρ. 1 Συντ.), αλλιώς θα πρέπει να περιµένει έως τις µεθεπόµενες. Ο περιορισµός όµως αυτός αφορά (µόνο) τις εθνικές εκλογές, ενώ για τις ευρωεκλογές ο νοµοθέτης δεν κωλύεται συνταγµατικά να θεσπίσει την αύξηση του ορίου συµµετοχής στην κατανοµή των εδρών µε άµεση ισχύ.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» το Σάββατο 8 Ιουλίου 2023