Ένα «restart» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις φαίνεται πως επιδίωκαν - και πέτυχαν - ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν, που συναντήθηκαν στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, ακριβώς 16 μήνες μετά το τελευταίο τετ-α-τετ που είχαν στην Κωνσταντινούπολη. Είχε ακολουθήσει ο εκνευρισμός του προέδρου της Τουρκίας για μια σειρά από ζητήματα (την ομιλία του κ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο με αιχμές προς την Άγκυρα, τον εξοπλισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με φρεγάτες και μαχητικά αεροσκάφη τελευταίας γενιάς, κ.ά.) που οδήγησε στο περιβόητο «Μητσοτάκης γιοκ».

Ο σεισμός στη νοτιοανατολική Τουρκία στις αρχές Φεβρουαρίου και η άμεση ελληνική στήριξη και βοήθεια έφεραν προσωρινή νηνεμία στις σχέσεις των δύο χωρών, που εκφράστηκε και στο πεδίο, με ελαχιστοποίηση των υπερπτήσεων και των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου από τα τουρκικά μαχητικά. Κινήσεις υψηλού συμβολισμού έγιναν εκατέρωθεν, με την Τουρκία να υποστηρίζει την Ελλάδα για μια μη μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και την χώρα μας να υποστηρίξει τον Τούρκο υποψήφιο για τη θέση του Γενικού Γραμματέα στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό.

«Οι κκ. Μητσοτάκης και Erdogan συμφώνησαν ότι είναι προς όφελος των δύο χωρών το θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις διμερείς σχέσεις τους τελευταίους μήνες να έχει συνέχεια και συνέπεια», γράφει το κοινό ανακοινωθέν - που από μόνο του αποτελεί μια είδηση – ενώ η συνάντηση απέφερε και έμπρακτους καρπούς: Οι δύο πλευρές να οικοδομήσουν πάνω στο θετικό μομέντουμ και να ενεργοποιήσουν το επόμενο διάστημα πολλαπλούς διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως για παράδειγμα η συνάντηση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που είχε συμφωνηθεί νωρίτερα στο Βίλνιους από τους Υπουργούς Άμυνας Νίκο Δένδια και Γιασάρ Γκιουλέρ.

Μητσοτάκης και Ερντογάν συμφώνησαν επίσης η επόμενη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας να πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη. Η ίδια συμφωνία είχε γίνει μεταξύ τους τον Μάρτιο του 2022 στην Κωνσταντινούπολη, ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αφού ακολούθησε η κλιμάκωση της εμπρηστικής ρητορικής και επιθετικής συμπεριφοράς από την Άγκυρα. Πρόκειται για ένα κομμάτι της λεγόμενης θετικής ατζέντας, που, όπως σημείωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, «είναι μια δουλειά η οποία έχει γίνει από τον Υφυπουργό Εξωτερικών, τον κ. Φραγκογιάννη, η οποία είχε προετοιμαστεί και πριν από αυτή τη συνάντηση. Αφορά ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, ενεργειακής συνεργασίας, συνεργασίας ενδεχομένως σε τομείς όπως η πολιτική προστασία».

Το τρίτο πρακτικό αποτέλεσμα είναι η «εξουσιοδότηση» στους δύο Υπουργούς Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν – που ήταν παρόντες στην κλειστή συνάντηση - να καθοδηγούν τη διαδικασία και να ενημερώνουν τους ηγέτες για την πρόοδο που σημειώνεται. Σε αυτό το επίπεδο, όπως επεσήμανε ο κ. Μητσοτάκης, «θα τεθούν τα σημαντικά, τα βαριά γεωπολιτικά ζητήματα, με σημαντικότερο το βασικό ζήτημα το οποίο αναγνωρίζουμε ότι είναι η διαφορά μας με την Τουρκία, δηλαδή η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».

Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις δηλώσεις που έκανε μετά το πέρας της Συνόδου Κορυφής, «η σημερινή μας συνάντηση επαναβεβαίωσε τη διάθεση, και τη δική μου και του Προέδρου Ερντογάν, για μία νέα επανεκκίνηση ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και για έναν -θα έλεγα- πιο σαφή δίαυλο, οδικό χάρτη, για το πώς θα κινηθούμε τους επόμενους μήνες». Υπογράμμισε ωστόσο και το εξής: «Αυτό, προς Θεού, δεν σημαίνει ότι λύθηκαν ως δια μαγείας τα σημαντικά προβλήματα που έχουμε με την Τουρκία, αλλά πιστεύω ότι υποδηλώνει τη διάθεση και των δύο ηγεσιών να ξαναπροσεγγίσουμε το πλαίσιο των σχέσεών μας μέσα από μία πιο θετική σκοπιά και αυτό κρατώ ως το πιο σημαντικό συμπέρασμα της σημερινής συνάντησης.»