Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες αποστροφές του Κυριάκου Μητσοτάκη επί γερµανικού εδάφους ήταν οι προϋποθέσεις που ο ίδιος έθεσε, προκειµένου να διατηρηθεί ο «ενάρετος κύκλος ανάπτυξης» που εγκαινιάστηκε στη χώρα το καλοκαίρι του 2019: «Ακλόνητη προσήλωση στις µεταρρυθµίσεις και πολιτική σταθερότητα». Οχι, ο Ελληνας πρωθυπουργός επ’ ουδενί λόγω επιθυµούσε να... πικάρει τον Γερµανό καγκελάριο, του οποίου η τρικοµµατική κυβέρνηση πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί σταθερή, πολλώ δε µάλλον ευηµερούσα.

Απλώς ήθελε να υπογραµµίσει εκ νέου τον µεγαλεπήβολο στόχο της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του: να επιτύχει, µέσω της ταχείας δροµολόγησης των απαιτούµενων ανά πεδίο µεταρρυθµίσεων, την πολυπόθητη σύγκλιση µε την Ευρώπη, δίνοντας σάρκα και οστά σε αυτό που ο ίδιος βάφτισε «πολυδύναµο εκσυγχρονισµό». Και πράγµατι, κυβερνητικοί αξιωµατούχοι παρατηρούν ότι το timing και οι πολιτικές ισορροπίες της συγκυρίας προσφέρουν στο Μέγαρο Μαξίµου την ευχέρεια να αναζητήσει µε επιµονή, αλλά και υποµονή κοινωνικές, ου µην και πολιτικές συγκλίσεις, αλλά και την επιλογή να επιστρατεύσει το πολιτικό κεφάλαιο του 40% εκεί όπου οι αλλαγές δείχνουν να ξεβολεύουν κατεστηµένα συντεχνιακά συµφέροντα δεκαετιών.

Οποιος συνοµιλεί µε τα πρόσωπα που συγκροτούν την ηγετική οµάδα στο Μέγαρο Μαξίµου αντιλαµβάνεται την αγωνία τους να «τρέξει» το όλο εγχείρηµα. Οι πλέον «µπαρουτοκαπνισµένοι» γνωρίζουν ότι µία κυβέρνηση υλοποιεί ευκολότερα σηµαντικές µεταρρυθµίσεις στους πρώτους µήνες της θητείας της, πολλώ δε µάλλον όταν αυτοί βρίσκουν την αντιπολίτευση, µείζονα και ελάσσονα, σε συνθήκες πρωτοφανούς στρατηγικού αδιεξόδου.

Να κερδηθεί χρόνος

Σε αυτό το πλαίσιο -και ύστερα από τις γνωστές δυσκολίες και αστοχίες του πρώτου χρονικού διαστήµατος- στο Μέγαρο Μαξίµου έχουν πλέον ανασκουµπωθεί µε στόχο να κερδίσουν τον χαµένο χρόνο. Και ήδη τα πρώτα δείγµατα γραφής έρχονται να αντικρούσουν, όπως σηµειώνουν συνεργάτες του πρωθυπουργού, όλους όσοι έσπευσαν να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για απουσία µεταρρυθµιστικού οίστρου. Εντός ∆εκεµβρίου, άλλωστε, είναι προγραµµατισµένο να τεθούν προς ψηφοφορία στη Βουλή δύο νοµοσχέδια, που σηµατοδοτούν εν πολλοίς τον στρατηγικό προσανατολισµό της κυβέρνησης Μητσοτάκη: το νοµοσχέδιο για τους servicers και το πλαίσιο διαφάνειας των οφειλετών, αλλά και αυτό για τη φορολογική µεταρρύθµιση.

Και εάν το πρώτο, ήτοι η θέσπιση ασφαλιστικών δικλίδων αλλά και κανόνων στα funds, που διαχειρίζονται ιδιωτικό χρέος, ήταν σε µεγάλο βαθµό ένα ζητούµενο εδώ και καιρό, το δεύτερο -και δη ο εξορθολογισµός του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελµατιών- φέρνει αντιµέτωπο το Μέγαρο Μαξίµου µε συστατικά στοιχεία της πολιτικοκοινωνικής συµµαχίας, που σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναµετρήσεις του έχουν χαρίσει «θηριώδη» ποσοστά σε ευρωπαϊκό επίπεδο για µονοκοµµατική κυβέρνηση.

Η εναντίωση δικηγόρων, αλλά και άλλων επαγγελµατικών οµάδων στην επιβολή τεκµαρτού εισοδήµατος ίσου µε τον κατώτατο µισθό δεν περνά απαρατήρητη από το Μέγαρο Μαξίµου. Τουναντίον, στις κυβερνητικές συσκέψεις των τελευταίων ηµερών καταγράφεται η επιδίωξη να επέλθουν βελτιώσεις, «ώστε να µην περάσει το µήνυµα ότι η κυβέρνηση κάνει διακρίσεις κατά των ελεύθερων επαγγελµατιών, βάζοντάς τους όλους σε ένα τσουβάλι», όπως επισηµαίνει ανώτερο κυβερνητικό στέλεχος. Εξού και θεωρείται µάλλον βέβαιο πως κατά την εν εξελίξει διαδικασία της δηµόσιας διαβούλευσης αναµένεται να «κλειδώσουν» περισσότερες εξαιρέσεις, όπου το όριο των 10.920 ευρώ θα χαµηλώσει για όλους όσοι µπορούν να αποδείξουν πως έχουν και άλλη πηγή εισοδήµατος για την οποία φορολογούνται, αλλά και για άλλες κατηγορίες, όπως οι αγρότες. Ωστόσο, το µήνυµα, όπως το µεταφέρουν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και κορυφαίοι υπουργοί, όπως ο Κωστής Χατζηδάκης και ο Ακης Σκέρτσος, είναι ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται να υπαναχωρήσει σε ό,τι αφορά τον «πυρήνα» του νοµοσχεδίου, καθώς, όπως λέγεται, η επιβάρυνση που προκύπτει για τµήµα των ελεύθερων επαγγελµατιών είναι περιορισµένη και εν πολλοίς αντισταθµίζεται από κίνητρα, όπως η σηµαντική µείωση ή ακόµη και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύµατος, που αποτελεί κατά πληροφορίες αντικείµενο του εσωτερικού κυβερνητικού προβληµατισµού.

Κοινωνική δικαιοσύνη

Συναφής µε τα παραπάνω είναι και ο καθηµερινός αγώνας κατά της ακρίβειας, τον οποίο το Μέγαρο Μαξίµου χαρακτηρίζει απαραίτητη συνθήκη για την εµπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αρµόδιες πηγές µεταδίδουν ότι ο πρωθυπουργός θα εξακολουθήσει να πραγµατοποιεί αιφνιδιαστικές αυτοψίες στην αγορά, καθόσον θα αυξάνουν τα προϊόντα που υπάγονται στο «Καλάθι του Νοικοκυριού» και στον κανόνα της Μόνιµα Μειωµένης Τιµής.

Την ίδια ώρα, κυβερνητικοί παράγοντες διαπιστώνουν µε ικανοποίηση ότι οι εντατικοί έλεγχοι στην αγορά αποδίδουν, µε τα πρόστιµα να... ακουµπούν πλέον και πολυεθνικούς κολοσσούς, όπως προσφάτως η Johnson & Johnson και η Colgate, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη µηδενική ανοχή του Μεγάρου Μαξίµου σε φαινόµενα αθέµιτης κερδοφορίας, από όπου και εάν προέρχονται. Πάντως, πιστός στο δόγµα της επιστροφής στην κοινωνία της όποιας υπεραπόδοσης επιτυγχάνεται στον προϋπολογισµό, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε προ ηµερών τη χορήγηση έκτακτου και εφάπαξ οικονοµικού βοηθήµατος πριν από το τέλος του έτους, ύψους 350 εκατοµµυρίων ευρώ προς τους πλέον ευάλωτους.

Ωστόσο, οι προωθούµενες µεταρρυθµίσεις δεν περιορίζονται στον ευρύτερο χώρο της Οικονοµίας. Εντός ∆εκεµβρίου είναι προγραµµατισµένο να µπει στη διαδικασία της δηµόσιας διαβούλευσης το νοµοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την εισαγωγή στην ελληνική πραγµατικότητα των µη κρατικών, µη κερδοσκοπικών Πανεπιστηµίων, προανάκρουσµα εν πολλοίς της κύριας µεταρρύθµισης που δροµολογείται και δεν είναι άλλη από την αλλαγή του άρθρου 16. Παράλληλα, κυβερνητικά στελέχη διαµηνύουν ότι στο εν λόγω νοµοσχέδιο θα προβλεφθούν και τρόποι µεγαλύτερης ευελιξίας και στα δ ηµόσια Πανεπιστήµια, ώστε να προχωρούν σε συνέργειες µε τον ιδιωτικό τοµέα.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή