Την προπερασµένη Παρασκευή όλοι δήλωναν αιφνιδιασµένοι µε την εισαγωγή στη Βουλή της επίµαχης τροπολογίας για τους µετανάστες. Ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαµαράς θα προέβαινε σε µια σκληρή γραπτή δήλωση, εκφράζοντας την κάθετη αντίθεσή του.

Ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, ∆ηµήτρης Καιρίδης, θα γινόταν γνώστης από τα Μέσα Ενηµέρωσης της ανακοίνωσης του κ. Σαµαρά. Οι βουλευτές της Ν.∆. θα βρίσκονταν αντιµέτωποι µε τη διαχείριση µιας τροπολογίας, χωρίς πρότερη επαρκή και έγκαιρη ενηµέρωση. Και πάνω απ’ όλους και όλα, το Μέγαρο Μαξίµου θα ερχόταν αντιµέτωπο µε µια πρωτόγνωρη εσωκοµµατική κρίση, µην περιµένοντας τη σφοδρή αντίδραση του κ. Σαµαρά.

Η µίνι κρίση έληξε το µεσηµέρι της Τρίτης µε την ονοµαστική ψηφοφορία, αλλά δεν ήταν και αυτό που λέµε happy end για την κυβέρνηση. Στην Κοινοβουλευτική Οµάδα της Ν.∆. επιβλήθηκε κοµµατική πειθαρχία, οπότε ψήφισαν όλοι, πλην ενός: του Αντώνη Σαµαρά.

Παρά τις µύχιες προσδοκίες της κυβέρνησης, τελικά ο πρώην πρωθυπουργός δεν επέλεξε να µείνει σπίτι του, αλλά έδωσε το «παρών» στην κρίσιµη ψηφοφορία και ψήφισε κατά της τροπολογίας. Η ασυλία που διαθέτουν διαχρονικά οι πρώην πρόεδροι της Ν.∆. έσωσε τα προσχήµατα, αλλά το πρόβληµα προς το παρόν µπήκε κάτω από το χαλί, δεν ξεπεράστηκε.

*Διαβάστε εδώ: Δημήτρης Καιρίδης: Η συμφωνία για το μεταναστευτικό στην Ευρώπη είναι και ελληνική επιτυχία


Άτυπη «δεξιά ατζέντα»

Το πιο ανησυχητικό για το Μαξίµου είναι πως δεν αποτελεί η εξέλιξη αυτή µεµονωµένο γεγονός, που πάει, έφυγε και όλα είναι όπως πριν. Ο κ. Σαµαράς µε την ψήφο του «υπέγραψε» µια ατζέντα ηχηρών διαφοροποιήσεων σε κρίσιµους τοµείς, ερχόµενος ευθέως σε αντίθεση µε βασικές επιλογές του πρωθυπουργού, Κυρ. Μητσοτάκη. Θα έλεγε κάποιος ότι διαµορφώθηκε από τον ίδιο τους τελευταίους µήνες µια άτυπη «δεξιά ατζέντα». Ηταν η έµπρακτη υλοποίηση της θέσης του κ. Σαµαρά, όπως διατυπώθηκε τον Απρίλιο του 2022 στο 14ο Συνέδριο του κόµµατος.

«Κεντροδεξιά χωρίς ∆εξιά δεν υπάρχει... ∆εν έχουµε εµείς ανάγκη να σαλπάρουµε για ξένα λιµάνια. Έχουµε το δικό µας». Ετσι, ένα χρόνο και τρεις νικηφόρες για τη Ν.∆. εκλογικές αναµετρήσεις µετά, ο κ. Σαµαράς, πρώτον, είχε ήδη εκφράσει την αντίθεσή του στην επίσκεψη του «πειρατή» Ερντογάν στην Αθήνα, δηλώνοντας ενάντιος στα ανοίγµατα προς την Αγκυρα. ∆εύτερον, έχει δηλώσει ότι θα καταψηφίσει το νοµοσχέδιο για τους γάµους των οµόφυλων ζευγαριών, όποτε έρθει αυτό. Τρίτον, µε αφορµή την επίµαχη τροπολογία, διατυπώνει µια κάθετη διαφοροποίηση για το Μεταναστευτικό, θεωρώντας ότι το πρόβληµα αυτό κινεί την Ευρώπη δεξιότερα και η Ελλάδα δεν µπορεί να είναι εξαίρεση, καθώς αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιµέτωπη µε τις επιπλοκές του πιεστικού µεταναστευτικού ρεύµατος, µε την ενίσχυση δηλαδή της Ακροδεξιάς.


Γιατί τώρα;

Το ερώτηµα του ενός εκατοµµυρίου είναι γιατί κλιµακώνει τώρα ο πρώην πρωθυπουργός τη διαφοροποίησή του από την ακολουθούµενη πολιτική; Το Μαξίµου ήδη έχει συνειδητοποιήσει ότι ο κ. Σαµαράς βρίσκεται «µε το όπλο παρά πόδα» και -όπως δήλωσε ο ίδιος- «όποιος κατάλαβε, κατάλαβε». Μαζί του έκαναν την εµφάνισή τους και άλλοι έξι βουλευτές που διαφοροποιήθηκαν ανοιχτά για την τροπολογία, αλλά πειθάρχησαν κοµµατικά κατά την ψηφοφορία. Πλεύρης, Καραγκούνης, Αθανασίου, Κατσανιώτης, Χρυσοµάλλης, Σιµόπουλος έδωσαν την αίσθηση µιας «τάσης» υπό τον Σαµαρά, ενώ και άλλοι βουλευτές διατύπωσαν τις επιφυλάξεις τους στο παρασκήνιο. Εδώ, ας σηµειωθεί ότι ο πρώην πρωθυπουργός επιχείρησε να βάλει στο κάδρο των θέσεών του και τον Κώστα Καραµανλή.

Αναφερόµενος στη συνέντευξή του στην «Καθηµερινή» στην ελληνοτουρκική προσέγγιση, ο κ. Σαµαράς σηµείωνε: «Ο ‘‘κατευνασµός’’, όπως πολύ σωστά υπογράµµισε και ο Κώστας Καραµανλής, υπήρξε πάντα πολύ επικίνδυνος. Λέτε δύο πρώην πρωθυπουργοί της χώρας και δύο πρώην πρόεδροι της Νέας ∆ηµοκρατίας να κάνουµε τόσο λάθος;».

Βέβαια οι δηµόσια εκφρασµένες ενστάσεις του κ. Καραµανλή περισσότερο συσχετίζονται µε τα σενάρια για την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας -και τους κύκλους που θα ήθελαν µια τέτοια αλλαγή φρουράς στο Προεδρικό- παρά µε την ευθυγράµµισή του µε την ατζέντα του κ. Σαµαρά. Πολλοί ερµηνεύουν την κλιµάκωση της αντιπαράθεσης του κ. Σαµαρά µε το Μαξίµου ως µια πίεση για περιορισµό των ανοιγµάτων προς το Κέντρο µε µια πιο «απλόχερη» υιοθέτηση συντηρητικών θέσεων. Κάποιοι εκτιµούν πως καθώς οδεύουµε προς τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, ασκείται -και θα ασκηθείµια πίεση προς τα ηγετικά κλιµάκια της κυβέρνησης, ώστε στην επιλογή των προσώπων για την Ευρωβουλή να υπάρχει αυξηµένη εκπροσώπηση «της ∆εξιάς στην Κεντροδεξιά».

Μια παράµετρος που δεν πρέπει να αγνοηθεί είναι πως δεν αρέσει καθόλου η εµµονή Μητσοτάκη -και µετά τις εκλογικές νίκες του καλοκαιριού- στην αξιοποίηση σε καίρια υπουργικά πόστα κεντρογενών στελεχών (Σκέρτσος, Φλωρίδης, Πιερρακάκης). Πιθανόν να ασκείται µια πίεση για πιο διακριτή εκπροσώπηση της «καθαρής ∆εξιάς» σε ενδεχόµενο ανασχηµατισµό την άνοιξη... Οπως και να ερµηνεύσει κάποιος τις εξελίξεις, το σίγουρο είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το κυβερνητικό επιτελείο βρίσκονται αντιµέτωποι µε µια νέα, πρωτόγνωρη εσωκοµµατική «γκρίζα ζώνη». Πώς θα τη διαχειριστούν, και µάλιστα στην πορεία προς την ευρωκάλπη;


Το Κέντρο και η κυριαρχία

«Ναι, δεν υπάρχει Κεντροδεξιά χωρίς τη ∆εξιά, αλλά χωρίς το άνοιγµα στο Κέντρο, η Κεντροδεξιά δεν θα είχε την πολιτική κυριαρχία, κερδίζοντας όλες τις εκλογικές αναµετρήσεις από το 2019 µέχρι σήµερα». Το σχόλιο παράγοντα του κυβερνητικού επιτελείου υποδηλώνει αυτό που όλοι εισπράττουµε την εποµένη της εσωκοµµατικής αναταραχής. Ο πρωθυπουργός δεν έχει καµία πρόθεση να αλλάξει ρότα, να πειράξει την επιτυχηµένη συνταγή που έδωσε στη Ν.∆. αυτοδυναµία, συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτική κυριαρχία και σταθερότητα για τη χώρα.

Φυγή προς τα εµπρός είναι η επωδός που εισπράττουν όσοι επιχειρούν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις του πρωθυπουργού. Εµµονή στο µίγµα πολιτικού ρεαλισµού, µε αµφίπλευρα ανοίγµατα και µέτρα ώστε να εξουδετερώνονται οι -αναπόφευκτες- φυγόκεντρες τάσεις στο εσωκοµµατικό πεδίο. Αλλά και προσήλωση στις προκλήσεις του 2024, που θα κρίνουν πολλά ενόψει ευρωεκλογών. Υπογραµµίζεται η Σύνοδος Κορυφής του Ιανουαρίου που θα επικυρώσει το ∆ηµοσιονοµικό Πλαίσιο για το 2027, µε τη διεκδίκηση της χώρας µας για πρόσθετη ενίσχυση 2 δισ. ευρώ για τη διαχείριση του Μεταναστευτικού.

Σηµειώνεται επίσης η βούληση του πρωθυπουργού να δώσει συνέχεια στον ελληνοτουρκικό διάλογο, µε αποκορύφωµα την επίσκεψή του στην Αγκυρα την άνοιξη. Παράλληλα, θα επιχειρηθεί η άµβλυνση των εντυπώσεων από την πρόσφατη αναταραχή µε µέτρα ενίσχυσης της κοινοβουλευτικής συνοχής, µεταξύ άλλων µιας πιο συλλογικής προετοιµασίας ειδικά για «δύσκολες» νοµοθετικές πρωτοβουλίες, καθώς ακόµα και ο κ. Σκέρτσος παραδέχτηκε πως στην τροπολογία για τους µετανάστες η ενηµέρωση των «γαλάζιων» βουλευτών ήταν ανεπαρκής. Ωστόσο απορρίπτεται κατηγορηµατικά η άποψη περί «κοµµατικής συνιστώσας» εντός της Ν.∆., µε κυβερνητικό στέλεχος να σχολιάζει ότι «οι συνιστώσες κατέστρεψαν τον ΣΥΡΙΖΑ».


Το «όχι» του Αντώνη Σαμαρά

Για το «όχι» του κ. Σαµαρά στην τροπολογία, κάποιοι σηµειώνουν ότι η ψήφος του ευθυγραµµίστηκε µε αυτήν των βουλευτών της Ελληνικής Λύσης, της Νίκης και των Σπαρτιατών που και αυτοί την καταψήφισαν. Ωστόσο, για να αποδοθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί ότι η µετατόπιση της Ν.∆. προς τα δεξιά είναι αυτή που αφαιρεί ζωτικό χώρο για τα ακροδεξιά σχήµατα. Ο ίδιος έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξή του «ότι τα µικρότερα δεξιά κόµµατα, αν και συγκέντρωσαν αθροιστικά περίπου 14% της συνολικής ψήφου, πολιτικά δεν ‘‘αθροίζουν’’ τίποτα το ιδιαίτερο.

Η Ν.∆. δεν κινδυνεύει από τα σηµερινά κόµµατα που βρίσκονται δεξιότερά της, που άλλωστε δεν εκφράζουν τις νέες αναζητήσεις της κοινωνίας». Ωστόσο, η φυγή προς τα εµπρός και η προσήλωση στην οικονοµική και µεταρρυθµιστική ατζέντα που επιθυµεί ο πρωθυπουργός δεν είναι δρόµος στρωµένος µε ροδοπέταλα. Αντιθέτως, µπορεί εκ των πραγµάτων να προκληθούν µετατοπίσεις, εφόσον κριθεί ότι θα υπάρξουν απώλειες στην ευρωκάλπη προς τα δεξιά της (Κεντρο)δεξιάς. Το παράδειγµα µε τη ροζ σηµαία στο προξενείο της Νέας Υόρκης έδειξε πώς µπορεί η παρέµβαση ενός βουλευτή της Νίκης να οδηγήσει σε µια αχρείαστη αναταραχή, µε την κυβέρνηση να εισπράττει απρόσµενα ένα όχι αµελητέο πολιτικό κόστος. Ενας άλλος γρίφος είναι εάν η ψήφιση του γάµου για τα οµόφυλα ζευγάρια θα έρθει πριν ή µετά τις ευρωεκλογές. Ο κ. Σαµαράς έχει δηλώσει κατηγορηµατικά ότι θα καταψηφίσει την όποια διάταξη, µε αρκετούς βουλευτές της Ν.∆. να δυσκολεύονται να αποδεχθ ούν µια ρύθµιση που έχει υιοθετηθεί πανευρωπαϊκά.

Παράλληλα, αυξάνονται και πληθύνονται οι ευρύτερες αντιδράσεις, µε πρόσφατη το ισχυρό «όχι» της Ιεράς Συνόδου για την τεκνοθεσία και τον γάµο των οµόφυλων ζευγαριών. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στις προεκλογικές συζητήσεις το θέµα θα τεθεί στην ηµερήσια διάταξη, µε την αντιπολίτευση να πιέζει την κυβέρνηση για τις προθέσεις της και τη ∆εξιά να ορθώνει ανάστηµα.

*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής