Ύστερα από 16 χρόνια εργασιών αναστήλωσης, το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής αρχαιότητας είναι πλέον επισκέψιμο.

Σήμερα, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, εγκαινιάζεται το Ανάκτορο του Φιλίππου Β' στις Αιγές. Πλέον το κοινό θα έχει την ευκαιρία να ξεναγηθεί στο σπουδαίο αυτό μνημείο, το οποίο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά και ιστορικά μνημεία της Ελλάδας.

Το Ανάκτορο του Φιλίππου Β', γνωστό και ως «Παρθενώνας της Μακεδονίας», χτίστηκε στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά Φίλιππο Β'. Ήταν το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής αρχαιότητας και φιλοξενούσε τις επίσημες τελετές του βασιλείου των Μακεδόνων.

Επίκεντρο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος, με το οποίο ο Φιλίππος Β' (359-336 π.Χ.) εκσυγχρόνισε και αναβάθμισε τις Αιγές, τη βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων, είναι το ανάκτορο, το «βασίλειον» των Αιγών -με την αρχαία ονομασία του- με έκταση περ. 15.000 τ.μ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας.

Στο ανάκτορο ανακηρύχθηκε βασιλιάς ο Μέγας Αλέξανδρος το 336 π.Χ., μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Από εκεί ξεκίνησε επίσης η εκστρατεία του Αλεξάνδρου για τα βάθη της Ανατολής.

Το ανάκτορο καταστράφηκε στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. από τους Ρωμαίους. Αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν τον 19ο και τον 20ό αιώνα.

Τα σημερινά εγκαίνια σηματοδοτούν την «ανάσταση» του μνημείου, το οποίο θα αποτελέσει ένα σημαντικό πόλο έλξης για τον ελληνικό και διεθνή τουρισμό.

Το Ανάκτορο του Φιλίππου Β' είναι ένα μοναδικό μνημείο, που μας μεταφέρει στην εποχή της κλασικής Ελλάδας και της Μακεδονίας. Η αναστήλωσή του αποτελεί μια σημαντική στιγμή για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.

Πώς αναστηλώθηκε το ανάκτορο του Φιλίππου Β' στις Αιγές

Το έργο συντήρησης, στερέωσης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του μνημείου που πραγματοποιήθηκε από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας με αυτεπιστασία. Διήρκεσε από το 2007 μέχρι το 2023 ως συγχρηματοδοτούμενο έργο διαδοχικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων, με συνολικό προϋπολογισμό 20.300.000 ευρώ.

Το έργο επεκτάθηκε στο σύνολο της έκτασης του μνημείου (15.000 τ.μ.) και στον περιβάλλοντα χώρο αυτού σε συνολική έκταση περ. 25.000 τ.μ.

Έγινε εκ νέου αποκάλυψη των λειψάνων, ανασκαφή και στρωματογραφική τεκμηρίωση, συντήρηση και συστηματική καταγραφή όλων των κινητών ευρημάτων και των λίθινων αρχιτεκτονικών μελών (πολλές δεκάδες χιλιάδες), τεκμηρίωση και στερέωση των σωζόμενων στοιχείων στη θέση τους, συντήρηση και αισθητική αποκατάσταση των ψηφιδωτών και των μαρμαροθετημάτων των δαπέδων (περ. 1.400 τ.μ.), στερέωση, συμπλήρωση και αποκατάσταση θεμελιώσεων και υποβάσεων, αναστήλωση κιονοστοιχιών επιτόπου και αναστήλωση τμήματος του άνω ορόφου της πρόσοψης στο αίθριο του μουσείου, καθώς και το μεγάλο έργο αντιστήριξης του πρανούς πάνω στο οποίο βρίσκεται το μνημείο.

Επιστημονικά και διοικητικά υπεύθυνη του έργου σε όλες τις φάσεις ήταν η δρ Αγγελική Κοτταρίδη, αρχαιολόγος, και επιβλέποντες της τελικής φάσης ήταν οι Ολυμπία Φελεκίδου, πολιτικός μηχανικός-αναστηλώτρια, Κική Κυρηττοπούλου, αρχιτέκτων, Εύα Κοντογουλίδου, αρχαιολόγος, Κώστας Τζίμπουλας, συντηρητής αρχαιοτήτων, Γιώργος Κωνσταντινόπουλος, εργατοτεχνίτης.