Το βράδυ της περασμένης Τρίτης, εν αναμονή της μετάβασης του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Βουκουρέστι, ήρθε η πληροφορία για την έκτακτη επίσκεψη στην εμπόλεμη Ουκρανία μερικούς μήνες μετά την επίσκεψη του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Αθήνα τον περασμένο Αύγουστο.

Η επίσκεψη στην Ουκρανία που είχε κρατηθεί μυστική, είχε κλειστεί πριν δύο περίπου μήνες, μετά από συνομιλία Μητσοτάκη - Ζελένσκι. Αποφασίστηκε, με τη συμπλήρωση δύο ετών από τη ρωσική εισβολή, ο Έλληνας πρωθυπουργός να επισκεφθεί οδικώς και μέσω της Μολδαβίας την Οδησσό, που ιστορικά έχει έντονα ελληνικό χρώμα. 

Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, λόγω της ιδιαιτερότητας της επίσκεψης είχαν ενημερωθεί οι ΗΠΑ, καθώς είχε προηγηθεί τηλεφωνική συνομιλία του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν με τον Έλληνα πρωθυπουργό.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε τη συνεχή στήριξη της χώρας μας

Ο κ. Μητσοτάκης σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού επέλεξε να επισκεφθεί την πολύπαθη χώρα ακριβώς δύο χρόνια μετά τη βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας, με στόχο να καταδείξει ότι η Ελλάδα παραμένει στο πλευρό της. «Ευχαριστώ τον Έλληνα πρωθυπουργό που βρήκε το θάρρος να έρθει εδώ και ευχαριστώ για τη στήριξη. Εδώ γίνεται πραγματικός πόλεμος κάθε μέρα», σημείωσε ο Ζελένσκι, περιγράφοντας εντέλει το περιπετειώδες κλίμα που χαρακτήρισε την όλη επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη καθώς είχε προηγηθεί η ρωσική επίθεση.

Διαβάστε ακόμα: Συνάντηση Μητσοτάκη με Ζελένσκι στην Οδησσό: Όλο το παρασκήνιο της επίσκεψης αλλά και της μεγάλης έκρηξης στην πόλη

Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, ο πρωθυπουργός επανέλαβε στον Ουκρανό πρόεδρο τη συνεχή στήριξη της χώρας μας στην ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική προοπτική της Ουκρανίας και επισήμανε τη βούληση να συνδράμει η Ελλάδα στην ανοικοδόμηση. Εξετάστηκαν επίσης άλλοι τομείς συνεργασίας, όπως ο τομέας της ενέργειας στον οποίο η Ελλάδα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο όσον αφορά τη λειτουργία του νότιου διαδρόμου εφοδιασμού της Ευρώπης και αναπτύσσει τον κάθετο συνδετήριο διάδρομο για την καλύτερη κάλυψη των αναγκών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.

Στις κοινές δηλώσεις που ακολούθησαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε τη βούληση της Ελλάδας να συνδράμει στην ανοικοδόμηση με έμφαση στην ιστορική πόλη της Μαύρης Θάλασσας με την ιδιαίτερη ιστορική και πολιτιστική σημασία για τον Ελληνισμό, αναφερόμενος συγκεκριμένα στο ειδικό συνέδριο που διοργανώθηκε στην Αθήνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για την Ανασυγκρότηση της Ουκρανίας με συμμετοχή δεκάδων επιχειρήσεων.

Glomex Player(40599x1hkkig7d8l, v-czmxfrnf5zft)

Βοήθεια

«Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να στηρίζει την Ουκρανία και ο Ελληνισμός θα είναι πάντα εδώ όπως το θέλει η κοινή μας Ιστορία», ανέφερε ο πρωθυπουργός. Έκανε, επίσης, ιδιαίτερη μνεία στη βοήθεια προς την Ουκρανία, λέγοντας ότι προβλέπονται 100 δισ. ευρώ από την ΕΕ συν επιπλέον 50 δισ. ευρώ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο πρωθυπουργός και στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, το οποίο έχει πλέον εξελιχθεί σε έναν βασικό κόμβο για τις διεθνείς μεταφορές, από αλλά και προς την Ουκρανία, ενώ ειδικά για την Οδησσό επισήμανε πως αποτελεί μία περιοχή απόλυτης προτεραιότητας, και η βούληση της ελληνικής πλευράς είναι να επικεντρωθούν σε αυτή την περιοχή τα ελληνικά προγράμματα ανασυγκρότησης.

«Τα λιμάνια μας αποτελούν το βασικό μας όπλο. Αλεξανδρούπολη - Οδησσός είναι μια περιοχή πρώτης προτεραιότητας», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης και συμπλήρωσε: «Όλη η Ευρώπη στηρίζει τον αγώνα της Ουκρανίας για ελευθερία και ανεξαρτησία. Και φυσικά η Ελλάδα δεν μπορεί να λείπει από αυτή την προσπάθεια». Από την πλευρά του ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι τόνισε ότι οι Ρώσοι χτυπούν καθημερινά αμάχους. «Δεν προλαβαίνουμε και δεν μπορούν οι ένοπλες δυνάμεις να χτυπήσουν όλα τα drones», είπε και ευχαρίστησε τη διεθνή κοινότητα υπογραμμίζοντας ότι πληροφόρησε τον πρωθυπουργό για τις πολεμικές ανάγκες της Ουκρανίας: «Ενημέρωσα πώς μπορούμε να ενισχύσουμε την ασφάλεια στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και πώς να προστατέψουμε τις ουκρανικές πόλεις. Πρέπει να προστατέψουμε υποδομές, μουσεία, νοσοκομεία, σχολεία, έχουμε δουλειά, πρέπει αυτή τη δουλειά να κάνουμε από κοινού Ελλάδα και Ουκρανία, πρέπει να αυξήσουμε την οικονομική μας δύναμη, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας».