Σε δύο µέτωπα εστιάζεται το ενδιαφέρον του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία επανεκκίνησης της κυβέρνησης, µετά τη συζήτηση στη Βουλή της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε η αντιπολίτευση, αλλά και την παραίτηση των δύο εξ απορρήτων συνεργατών του, των Σταύρου Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκου, που έρχεται να προστεθεί στις ουκ ολίγες αναγκαστικές εναλλαγές που έχουν συντελεστεί σε σηµαντικά χαρτοφυλάκια από τις εθνικές εκλογές και µετά.

Το πρώτο µέτωπο αφορά την προώθηση νοµοθετηµάτων και δράσεων, µε τα οποία θα επιχειρηθεί να αλλάξει η ατζέντα της επικαιρότητας µε θέµατα που αγγίζουν την καθηµερινότητα του πολίτη. Το δεύτερο έχει να κάνει µε µια αναδιάρθρωση του κυβερνητικού σχήµατος, την οποία ο πρωθυπουργός φαίνεται να έχει ήδη δροµολογήσει και µένει να φανεί αν οι εξελίξεις θα έρθουν πριν ή µετά τις επικείµενες ευρωεκλογές.

Ο Βορίδης αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες του Παπασταύρου

Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, δεν είναι τυχαίο ότι στο νοµοθετικό και θεσµικό πεδίο ο πρωθυπουργός επιλέγει, σύµφωνα µε όλες τις πληροφορίες, να µην επιφέρει δοµικούς µετασχηµατισµούς εντός του Μεγάρου Μαξίµου, παραδίδοντας τις αρµοδιότητες που κατείχε µέχρι και το βράδυ της Παρασκευής ο Σταύρος Παπασταύρου στον υπουργό Επικρατείας, Μάκη Βορίδη.

Ο τελευταίος, έχοντας γνώση των συσχετισµών και των προτεραιοτήτων, θεωρείται πως θα µπορέσει να κινηθεί µε µεγαλύτερη άνεση και ευελιξία, προκειµένου να µην υπάρξουν κωλυσιεργίες σε ζητήµατα που αγγίζουν τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής. ∆εν είναι τυχαίο ότι µετά το προχθεσινό υπουργικό συµβούλιο εισέρχονται στην τελική ευθεία παρεµβάσεις που αφορούν άµεσα τη βελτίωση του ΕΣΥ, την απλοποίηση των συναλλαγών µε την Εφορία για τη διευκόλυνση της καθηµερινότητας των φορολογουµένων, τον οδικό χάρτη των δικαστηρίων κ.ά.

Με τον τρόπο αυτόν καθίσταται σαφές ότι η ηγεσία της κυβέρνησης, µετά τη λαίλαπα των τελευταίων ηµερών και εβδοµάδων, θα δώσει έµφαση στα κοµµάτια εκείνα της διακυβέρνησης που στοχεύουν σε συγκεκριµένες κοινωνικές οµάδες και ταυτόχρονα διαµορφώνουν τελικώς τις ισορροπίες πριν από κάθε εκλογική αναµέτρηση, αλλά και γενικότερα. Στην αιχµή του δόρατος βεβαίως τοποθετήθηκε η ανακοίνωση για την αύξηση του κατώτατου µισθού στα 830 ευρώ, τον οποίο η «γαλάζια» κυβέρνηση είχε παραλάβει το 2019 στα 650.

Οι αυξήσεις και το «φρένο» στις διαρροές ψηφοφόρων

Αντίστοιχη σηµασία δίνεται στην ανάδειξη της ανάσας που παρέχεται στους πολίτες µέσω της γεωµετρικής αύξησης επιδοµάτων και τριετιών που παρασύρονται από τον κατώτατο µισθό, καθώς και στον σχεδιασµό για µείωση της παρακράτησης λόγω της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης, αλλά και στα πρώτα εµφανή αποτελέσµατα των µέτρων κατά των περαιτέρω ανατιµήσεων. «Αυτές είναι απαντήσεις στα πραγµατικά προβλήµατα που αντιµετωπίζει η ελληνική κοινωνία και, όπως έχει αποδειχθεί, µόνο η κυβέρνηση µπορεί να τις δώσει. Παρά την περιρρέουσα ατµόσφαιρα που διαµορφώνεται κατά καιρούς, είναι ξεκάθαρο στις τάξεις των πολιτών, όπως αποτυπώνεται στις µετρήσεις, ότι η αντιπολίτευση δεν έχει ούτε σοβαρή εναλλακτική πρόταση ούτε ανακλαστικά για τα κοµβικά αυτά θέµατα», τονίζουν συνεργάτες του πρωθυπουργού, δίνοντας το στίγµα της ρητορικής και της επικοινωνιακής στρατηγικής που θα κυριαρχήσει από δω και µπρος.

Στο ίδιο κάδρο τοποθετείται και η µέριµνα να µπει ένα φρένο στις διαρροές δεξιών ψηφοφόρων της Ν.∆. προς τον Κυριάκο Βελόπουλο και άλλες αντίστοιχες κατευθύνσεις, µέσω της αναζήτησης υποψηφίων για τις ευρωεκλογές που θα κάνουν γκελ στο συγκεκριµένο κοινό, αλλά και ο πανηγυρικός, όσο και συναισθηµατικός τόνος που θα δοθεί στο επετειακό Συνέδριο για τη συµπλήρωση 50 χρόνων από την ίδρυση της Ν.∆., την ερχόµενη εβδοµάδα.

Οι δυσλειτουργίες της κυβέρνησης και οι σκέψεις Μητσοτάκη 

Στο κοµµάτι των πιθανών αλλαγών στο κυβερνητικό σχήµα, οι οποίες µετά τα γεγονότα µε την παραίτηση Παπασταύρου - Μπρατάκου µπορούν πια να «ξεκλειδώσουν» πιο εύκολα επικοινωνιακά, είναι σαφές πως ο πρωθυπουργός έχει εδώ και καιρό υπογραµµίσει δυσλειτουργίες σε κρίσιµους άξονες της διακυβέρνησης της χώρας, ενώ πλανώνται ακόµη πάνω από το Μέγαρο Μαξίµου διάφορες υποθέσεις (όπως η διαρροή των προσωπικών δεδοµένων των απόδηµων Ελλήνων), που σύµφωνα µε µερίδα επιτελών του συστήµατος Μητσοτάκη επιβάλλουν την ανάληψη περαιτέρω ισχυρών και συµβολικών πρωτοβουλιών. Πάντως, ο ίδιος ο πρωθυπουργός -και παρά τη σχηµατισµένη άποψη που διαθέτει για αρρυθµίες και προβλήµατα στην άσκηση του κυβερνητικού έργου- κάθε άλλο παρά θετικός ήταν στην προώθηση µιας διαδικασίας αναδιάρθρωσης του κυβερνητικού συµβουλίου, αφού ούτως ή άλλως η ιστορία έχει δείξει πως δεν επιθυµεί αλλαγές σκυτάλης σε σηµαντικά χαρτοφυλάκια αν το πράγµα δεν φτάσει στο µη περαιτέρω.

Ωστόσο, µε φόντο την έντονη πολιτική επικαιρότητα του τελευταίου διαστήµατος και την τοποθέτηση επιπρόσθετων κρίκων στην αλυσίδα των κυβερνητικών κρίσεων από τις εθνικές εκλογές και µετά, φαίνεται να εξετάζει όλα τα ενδεχόµενα ανεξαρτήτως του χρόνου τον οποίο θα επιλέξει για να προβεί στην κίνησή του. Μάλιστα, οι γνωρίζοντες να ερµηνεύουν τις σκέψεις και τις πράξεις του πρωθυπουργού επισηµαίνουν πως ενισχυτικά στα παραπάνω σενάρια λειτούργησε η απόφασή του να µη µετατρέψει την πρόταση δυσπιστίας του Νίκου Ανδρουλάκη σε ψήφο εµπιστοσύνης για την κυβέρνησή του.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής