Η αποχή ροκανίζει τα θεµέλια του πολιτικού µας συστήµατος - Αποκαλυπτικά στοιχεία για µια µόνιµη πληγή, που απειλεί τη λειτουργία της δηµοκρατίας (Γραφήματα)
Έρευνα της Κάπα Research
Η οικονοµική κρίση, η δυσπιστία απέναντι στους θεσµούς, αλλά και η κάθαρση ως αντίδοτο στην αποχή από τις εκλογές
Τι οδηγεί ένα µεγάλο µέρος του εκλογικού σώµατος στην αποχή από τις εθνικές εκλογές; Ποιες είναι οι βασικές διαφορές ανάµεσα σε εκείνους που ψηφίζουν και σε εκείνους που απέχουν; Ποιες είναι οι εκτιµήσεις των πολιτών για το τι πρέπει να αλλάξει, ώστε να αυξηθεί η συµµετοχή στις εκλογές;
*Διαβάστε ακόμα: Μέγαρο Μαξίμου: Εισηγήσεις για νέο εκλογικό νόμο με πλειοψηφικό σύστημα που θα δίνει αυτοδυναμία - Στο τραπέζι η καθιέρωση του 5% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή
Τα ερωτήµατα αυτά πήραν γιγαντιαίες διαστάσεις, καθώς η µεγάλη αποχή χαρακτήρισε τόσο τις εθνικές εκλογές του 2023 όσο και τις ευρωεκλογές του 2024, εγείροντας ανησυχίες για µια µόνιµη πληγή που στρέφεται κατά της αξιοπιστίας του πολιτικού µας συστήµατος.
Στο ερώτηµα αυτό δίνει ενδιαφέρουσες απαντήσεις η έρευνα της Κάπα Research, για λογαριασµό του Ιδρύµατος Χάινριχ Μπελ στη Θεσσαλονίκη.
Τέσσερις είναι οι βασικές διαπιστώσεις της έρευνας:
Όµως η κατάρρευση επέρχεται µε τον ερχοµό της κρίσης. Το 2015 η συµµετοχή κατρακυλά στο 56,6% και η αποχή απογειώνεται στο 43,4%. Η συνέχεια είναι απογοητευτική.
Με εξαίρεση µια µικρή ανάκαµψη της συµµετοχής, τον Ιούλιο του 2023 έχουµε συµµετοχή-ναδίρ µε 53,7% και αποχή-ρεκόρ 46,3%. Το σοκ όµως ήρθε στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, όπου η αποχή (58,61%) πρώτη φορά ξεπέρασε το ποσοστό της συµµετοχής (46,3%). Σε αριθµούς, αυτοί που συµµετείχαν ήταν µόλις 3.900.000 σε σύνολο 9.600.000 εγγεγραµµένων...
Αν οι απέχοντες γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη στο πολιτικό σύστηµα, δεν σηµαίνει ότι οι συµµετέχοντες στις εκλογές το πράττουν αδιαµαρτύρητα. Ενδεικτικά, στο ερώτηµα για την πορεία της χώρας (Γράφηµα 2), το 71% όσων απείχαν απαντούν ότι πάµε σε λάθος κατεύθυνση. Την ίδια απάντηση όµως δίνει και το 62% όλων όσοι επέλεξαν να πάνε στις κάλπες.
Φαίνεται όµως ότι το αν θα επιλέξει κάποιος να πάει ή όχι να ψηφίσει κρίνεται αλλού, στη γενικότερη δυσπιστία εφ’ όλης της ύλης για την «υγεία» του πολιτικού φάσµατος.
Στο ερώτηµα για το πώς εξηγείται το χαµηλό ενδιαφέρον για τις εκλογές (Γράφηµα 3), το 55% όλων όσοι απέχουν δηλώνουν ότι η συµµετοχή σε αυτές επηρεάζει ελάχιστα τις µεγάλες αποφάσεις που λαµβάνονται για τη χώρα. Το ενδιαφέρον είναι πως ακόµα και το 33% αυτών που ψηφίζουν συµµερίζονται την ίδια γνώµη.
Ας δούµε όµως τι επικαλούνται αυτοί που απείχαν για την επιλογή τους (Γράφηµα 4). Εδώ οι πρώτες σε σειρά απαντήσεις κάθε άλλο παρά κολακεύουν την πολιτική, τα κόµµατα και τους πολιτικούς στο σύνολό τους. Οι έξι στους δέκα δηλώνουν ότι µε την αποχή αποδοκιµάζουν συνολικά το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ο ένας στους τρεις επιλέγει αποχή, γιατί πιστεύει ότι δεν θα αλλάξει κάτι µε τις εκλογές. Ο ένας στους τέσσερις, γιατί κανένα κόµµα δεν εκφράζει τα πιστεύω του. Και ο ένας στους πέντε, ότι δεν εκφράζεται από το πολιτικό σύστηµα ή ότι εκφράζει την αποδοκιµασία του στην κυβέρνηση. Ας σηµειωθεί ότι η κάµψη των ποσοστών συµµετοχής αφορά το σύνολο του πολιτικού φάσµατος, από τα δεξιά µέχρι τα αριστερά. Κι ακόµα, η µη εµπιστοσύνη στα κόµµατα για τους µεν ψηφίσαντες είναι στο 40%, για τους απέχοντες εκτοξεύεται στο 69%. Μη εµπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο δηλώνουν το 33% των ψηφισάντων και το 56% των απεχόντων.
Υπάρχει αντίστροφη τάση; Τι θα µπορούσε να προκαλέσει ανάσχεση της αποχής και αύξηση της συµµετοχής; Σε αυτό το ερώτηµα κλήθηκαν από την έρευνα να απαντήσουν και οι δύο κατηγορίες πολιτών. Στις απαντήσεις τους υπάρχει ένας κοινός παρονοµαστής. Στην ανάγκη ουσιαστικής κάθαρσης, στο πολιτικό σύστηµα αναφέρεται το 57% όλων όσοι ψήφισαν αλλά και το 67% αυτών που απείχαν. Σε ανοιχτή ερώτηση για αύξηση της συµµετοχής, το 42% αυτών που απείχαν εξέφρασαν την προτίµησή τους για «πολιτικούς έντιµους µε διαφάνεια και αξιοκρατία, κοντά στον λαό». Η ίδια απαίτηση είναι πρώτη επιλογή και για το 34% όλων όσοι ψήφισαν. Θα είναι λάθος πάντως να εικάζεται από πολιτικές δυνάµεις ότι η θηριώδης αποχή είναι η «ουρά» της τραυµατικής εµπειρίας των πολιτών, που βίωσαν τη χειρότερη µεταπολεµική κρίση στη χώρα. Είναι η σηµερινή διάψευση των προσδοκιών µετά την κρίση, η διαχειριστική ανεπάρκεια των πολιτικών δυνάµεων, η κρίση εµπιστοσύνης από την αδιαφάνεια και τη διαφθορά, αλλά και οι αβεβαιότητες για το αύριο εξαιτίας και της γεωπολιτικής αστάθειας που καθιστά την αντιστροφή του αρνητικού αυτού φαινοµένου εξαιρετικά δύσκολη. Αλλά για την επιβίωση του πολιτικού συστήµατος, η λύση του προβλήµατος της αποχής είναι µονόδροµος για τη µελλοντική του λειτουργία.
*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή» στις 3/11/2024
*Διαβάστε ακόμα: Μέγαρο Μαξίμου: Εισηγήσεις για νέο εκλογικό νόμο με πλειοψηφικό σύστημα που θα δίνει αυτοδυναμία - Στο τραπέζι η καθιέρωση του 5% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή
Τα ερωτήµατα αυτά πήραν γιγαντιαίες διαστάσεις, καθώς η µεγάλη αποχή χαρακτήρισε τόσο τις εθνικές εκλογές του 2023 όσο και τις ευρωεκλογές του 2024, εγείροντας ανησυχίες για µια µόνιµη πληγή που στρέφεται κατά της αξιοπιστίας του πολιτικού µας συστήµατος.
Στο ερώτηµα αυτό δίνει ενδιαφέρουσες απαντήσεις η έρευνα της Κάπα Research, για λογαριασµό του Ιδρύµατος Χάινριχ Μπελ στη Θεσσαλονίκη.
Οι διαπιστώσεις της έρευνας σχετικά με την αποχή των ψηφοφόρων από τις εκλογές
Τέσσερις είναι οι βασικές διαπιστώσεις της έρευνας:
- Η εξέλιξη της αποχής συνδέεται µε την εξέλιξη της οικονοµικής κρίσης και τις επιπτώσεις της στο κοµµατικό σύστηµα.
- Ισχυρές τάσεις πολιτικής απάθειας, κυνισµού και δυσπιστίας απέναντι στους θεσµούς του πολιτικού συστήµατος καταγράφονται και αφορούν το σύνολο του εκλογικού σώµατος.
- Η αυξηµένη ένταση της δυσπιστίας ανάµεσα σε όσους απείχαν συνειδητά φαίνεται να καθορίζει σηµαντικά την πολιτική τους συµπεριφορά.
- Μια διαδικασία κάθαρσης προκρίνεται ως αντίδοτο στην αποχή, µε «ενισχυτικές δόσεις» εντιµότητας, αξιοκρατίας και διαφάνειας.
Όµως η κατάρρευση επέρχεται µε τον ερχοµό της κρίσης. Το 2015 η συµµετοχή κατρακυλά στο 56,6% και η αποχή απογειώνεται στο 43,4%. Η συνέχεια είναι απογοητευτική.
Με εξαίρεση µια µικρή ανάκαµψη της συµµετοχής, τον Ιούλιο του 2023 έχουµε συµµετοχή-ναδίρ µε 53,7% και αποχή-ρεκόρ 46,3%. Το σοκ όµως ήρθε στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, όπου η αποχή (58,61%) πρώτη φορά ξεπέρασε το ποσοστό της συµµετοχής (46,3%). Σε αριθµούς, αυτοί που συµµετείχαν ήταν µόλις 3.900.000 σε σύνολο 9.600.000 εγγεγραµµένων...
Αν οι απέχοντες γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη στο πολιτικό σύστηµα, δεν σηµαίνει ότι οι συµµετέχοντες στις εκλογές το πράττουν αδιαµαρτύρητα. Ενδεικτικά, στο ερώτηµα για την πορεία της χώρας (Γράφηµα 2), το 71% όσων απείχαν απαντούν ότι πάµε σε λάθος κατεύθυνση. Την ίδια απάντηση όµως δίνει και το 62% όλων όσοι επέλεξαν να πάνε στις κάλπες.
Η συµµετοχή δεν επηρεάζει
Φαίνεται όµως ότι το αν θα επιλέξει κάποιος να πάει ή όχι να ψηφίσει κρίνεται αλλού, στη γενικότερη δυσπιστία εφ’ όλης της ύλης για την «υγεία» του πολιτικού φάσµατος.Στο ερώτηµα για το πώς εξηγείται το χαµηλό ενδιαφέρον για τις εκλογές (Γράφηµα 3), το 55% όλων όσοι απέχουν δηλώνουν ότι η συµµετοχή σε αυτές επηρεάζει ελάχιστα τις µεγάλες αποφάσεις που λαµβάνονται για τη χώρα. Το ενδιαφέρον είναι πως ακόµα και το 33% αυτών που ψηφίζουν συµµερίζονται την ίδια γνώµη.
Ας δούµε όµως τι επικαλούνται αυτοί που απείχαν για την επιλογή τους (Γράφηµα 4). Εδώ οι πρώτες σε σειρά απαντήσεις κάθε άλλο παρά κολακεύουν την πολιτική, τα κόµµατα και τους πολιτικούς στο σύνολό τους. Οι έξι στους δέκα δηλώνουν ότι µε την αποχή αποδοκιµάζουν συνολικά το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ο ένας στους τρεις επιλέγει αποχή, γιατί πιστεύει ότι δεν θα αλλάξει κάτι µε τις εκλογές. Ο ένας στους τέσσερις, γιατί κανένα κόµµα δεν εκφράζει τα πιστεύω του. Και ο ένας στους πέντε, ότι δεν εκφράζεται από το πολιτικό σύστηµα ή ότι εκφράζει την αποδοκιµασία του στην κυβέρνηση. Ας σηµειωθεί ότι η κάµψη των ποσοστών συµµετοχής αφορά το σύνολο του πολιτικού φάσµατος, από τα δεξιά µέχρι τα αριστερά. Κι ακόµα, η µη εµπιστοσύνη στα κόµµατα για τους µεν ψηφίσαντες είναι στο 40%, για τους απέχοντες εκτοξεύεται στο 69%. Μη εµπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο δηλώνουν το 33% των ψηφισάντων και το 56% των απεχόντων.
Εντιµότητα και αξιοκρατία
Υπάρχει αντίστροφη τάση; Τι θα µπορούσε να προκαλέσει ανάσχεση της αποχής και αύξηση της συµµετοχής; Σε αυτό το ερώτηµα κλήθηκαν από την έρευνα να απαντήσουν και οι δύο κατηγορίες πολιτών. Στις απαντήσεις τους υπάρχει ένας κοινός παρονοµαστής. Στην ανάγκη ουσιαστικής κάθαρσης, στο πολιτικό σύστηµα αναφέρεται το 57% όλων όσοι ψήφισαν αλλά και το 67% αυτών που απείχαν. Σε ανοιχτή ερώτηση για αύξηση της συµµετοχής, το 42% αυτών που απείχαν εξέφρασαν την προτίµησή τους για «πολιτικούς έντιµους µε διαφάνεια και αξιοκρατία, κοντά στον λαό». Η ίδια απαίτηση είναι πρώτη επιλογή και για το 34% όλων όσοι ψήφισαν. Θα είναι λάθος πάντως να εικάζεται από πολιτικές δυνάµεις ότι η θηριώδης αποχή είναι η «ουρά» της τραυµατικής εµπειρίας των πολιτών, που βίωσαν τη χειρότερη µεταπολεµική κρίση στη χώρα. Είναι η σηµερινή διάψευση των προσδοκιών µετά την κρίση, η διαχειριστική ανεπάρκεια των πολιτικών δυνάµεων, η κρίση εµπιστοσύνης από την αδιαφάνεια και τη διαφθορά, αλλά και οι αβεβαιότητες για το αύριο εξαιτίας και της γεωπολιτικής αστάθειας που καθιστά την αντιστροφή του αρνητικού αυτού φαινοµένου εξαιρετικά δύσκολη. Αλλά για την επιβίωση του πολιτικού συστήµατος, η λύση του προβλήµατος της αποχής είναι µονόδροµος για τη µελλοντική του λειτουργία.*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή» στις 3/11/2024