Εν µέσω ενός εξαιρετικά ρευστού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, η ενεργειακή διπλωµατία της Ελλάδας εισέρχεται σε κρίσιµη φάση. Η χώρα µας επιχειρεί να ισχυροποιήσει τη θέση της µε άξονα τους υδρογονάνθρακες και τις στρατηγικές ηλεκτρικές διασυνδέσεις, υπό το βλέµµα της Τουρκίας που διαρκώς εκπέµπει αντιφατικά µηνύµατα.  

Πιο γρήγορα απ’ όλα τα ενεργειακά σχέδια της Ελλάδας, στην παρούσα φάση, προχωρά αυτό των υδρογονανθράκων. Οι έρευνες της Chevron νοτίως της Κρήτης αποτελούν προτεραιότητα για τη χώρα µας, εξού και ο αρµόδιος υπουργός, Σταύρος Παπασταύρου, µετέβη στην έδρα του αµερικανικού κολοσσού, στο Χιούστον των Ηνωµένων Πολιτειών.

Η δραστήρια νέα ηγεσία του υπουργείου θέλει να περάσει στους Αµερικανούς συνοµιλητές της το µήνυµα πως υπάρχει η πολιτική βούληση να ξεκινήσουν οι έρευνες το συντοµότερο δυνατό. Μάλιστα, συνεργασία επί του θέµατος πρότεινε ο πρωθυπουργός στον Αιγύπτιο πρόεδρο, Αλ Σίσι. Τόσο δηµοσίως όσο και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις της Τετάρτης, κατά την επίσκεψή του στη χώρα µας, ο Αλ Σίσι δήλωσε πρόθυµος να συνεργαστεί µε την ελληνική κυβέρνηση, προκαλώντας ακόµα έναν εύλογο προβληµατισµό στην Αγκυρα.

Συµφωνία µε το Κάιρο

Με την Αίγυπτο, άλλωστε, η Ελλάδα δροµολογεί και τον GREGY Interconnector, ένα έργο που δύναται να αναβαθµίσει ενεργειακά και γεωπολιτικά τη χώρα µας, αλλά και τη στρατηγική συµµαχία Αθήνας - Καΐρου. Στη συνάντηση των δύο ηγετών συµφωνήθηκε να «τρέξει» τάχιστα το εν λόγω project που προβλέπει την
κατασκευή ενός υποθαλάσσιου καλωδίου, µήκους περίπου 1.000 χιλιοµέτρων, το οποίο θα µεταφέρει 3.000 MW «πράσινης» ενέργειας από την Αίγυπτο στην Ευρώπη, µε ενδιάµεσο σταθµό την Κρήτη.

Η ενέργεια αυτή θα προέρχεται κατά 75% από αιολικά πάρκα και κατά 25% από φωτοβολταϊκά, µε συνολική παραγωγική ισχύ 9,5 GW. Στόχος των εµπλεκόµενων πλευρών είναι η τελική επενδυτική απόφαση να ληφθεί έως το 2026, µε την έναρξη λειτουργίας του έργου να προγραµµατίζεται για το 2030. Ο προϋπολογισµός του έργου ανέρχεται σε 4,2 δισ. ευρώ, ενώ έχει ενταχθεί στον κατάλογο των έργων κοινού και αµοιβαίου ενδιαφέροντος (PCI/PMI) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθιστώντας το επιλέξιµο για επιχορήγηση έως και 50% του κόστους κατασκευής.


Λευκωσία και Ιεροσόλυµα

Στον αντίποδα, το ενεργειακό πλάνο που δεν δείχνει να έχει την ίδια δυναµική, τουλάχιστον προσώρας, είναι εκείνο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου (Great Sea Interconnector). Το καλώδιο (ότ)αν ολοκληρωθεί θα καταλήγει στο Ισραήλ. Το καλοκαιρινό επεισόδιο στην Κάσο και οι διαρκείς τουρκικές αντιδράσεις στο προσκήνιο αλλά και στο παρασκήνιο φαίνεται ότι «φρενάρουν» τις έρευνες βυθού σε διεθνή ύδατα. Η Αθήνα διαµηνύει ότι οι έρευνες θα επανεκκινήσουν, χωρίς όµως να αποκαλύπτει το πότε. Ουδείς, άλλωστε, το γνωρίζει, αφού όλα εξαρτώνται από τις πολιτικές ισορροπίες.

Πάντως, µολονότι οι διπλωµατικές δυσκολίες παραπέµπουν το έργο στις καλένδες, σε επίπεδο ρητορικής παρατηρείται κινητικότητα. Τη ∆ευτέρα, για παράδειγµα, ο Κύπριος πρόεδρος, Νίκος Χριστοδουλίδης, άκουγε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαµίν Νετανιάχου, να του λέει ότι «είναι ένα πολύ επαναστατικό αναπτυξιακό σχέδιο που θέλουµε να βάλουµε µπροστά». Κύπρος και Ισραήλ συµφώνησαν να υπογράψουν εντός του 2025 τη σχετική συµφωνία.

Ο Νετανιάχου εµφανίστηκε ως... επισπεύδων στην όλη διαδικασία, γεγονός που σχολίασε µε έµµεσο και διακριτικό τρόπο ο Γιώργος Γεραπετρίτης. Λίγοι παρατήρησαν την αιχµή του υπουργού Εξωτερικών, στο φόρουµ του «Οικονοµικού Ταχυδρόµου»: «Η συνεργασία µεταξύ Κύπρου και Ισραήλ για τη δεύτερη φάση της ενεργειακής διασύνδεσης ήταν εξαρχής µέσα στον σχεδιασµό. Αρα, δεν είναι κάτι που αλλάζει τον σχεδιασµό», είπε. Μένει να φανεί αν η τριµερής συνάντηση κορυφής (Μητσοτάκης, Χριστοδουλίδης, Νετανιάχου), που προτίθενται να φιλοξενήσουν τα Ιεροσόλυµα, θα ξεκλειδώσει το project που αντιµάχεται η Αγκυρα.


Απειλές στα Κατεχόµενα

Το φόντο των ελληνοτουρκικών σχέσεων αυτήν την περίοδο είναι εξαιρετικά θολό. Πριν από ακριβώς µια εβδοµάδα ο Ταγίπ Ερντογάν µετέβη στα Κατεχόµενα, όπου εγκαινίασε «προεδρικά κτίρια» του ψευδοκράτους. Οι προκλητικές του δηλώσεις περί λύσης δύο κρατών και οι απειλές που εκστόµισε προκάλεσαν την αντίδραση της Αθήνας, της Κύπρου, αλλά και των Βρυξελλών.

Το κυπριακό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε σκληρή ανακοίνωση, µε την οποία καταδίκασε τις τοποθετήσεις του, ενώ το ελληνικό υπουργείο επέλεξε να απαντήσει σε πιο ήπιους τόνους, διά διπλωµατικών πηγών. Το πλέον αυστηρό µήνυµα, όµως, ήρθε από τον πρωθυπουργό. Κατά τη διάρκεια των κοινών του δηλώσεων µε τον Αιγύπτιο πρόεδρο, ξεκαθάρισε: «∆εν µπορούν να διακινούνται µη αποδεκτές θέσεις περί δύο κρατών ούτε και προκλητικές δηλώσεις. Κανένα παράνοµο τετελεσµένο δεν µπορεί να έχει ισχύ στο µέλλον».

Το σενάριο της διχοτόµησης απέκλεισε και ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, Κωνσταντίνος Τασούλας, ο οποίος µετέβη στη Λευκωσία. Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική διγλωσσία συνεχίστηκε, µε τον υπουργό Εξωτερικών της γείτονος, Χακάν Φιντάν, να δηλώνει από τη µια ανοιχτός στον εποικοδοµητικό διάλογο που -όπως είπεδιεξάγει µε τον κ. Γεραπετρίτη και από την άλλη να επιµένει στις κόκκινες γραµµές της χώρας του.

Οι δύο υπουργοί συναντήθηκαν την περασµένη εβδοµάδα στην Κωνσταντινούπολη και θα συναντηθούν εκ νέου στην Αττάλεια, την ερχόµενη Τετάρτη. Οι συνοµιλίες, µε τα σηµερινά δεδοµένα, φαίνεται πως οδηγούνται σε αδιέξοδο. Επειδή, όµως, καλό είναι να εκπέµπονται ξεκάθαρα µηνύµατα όταν η ατµόσφαιρα είναι οµιχλώδης, ο υπουργός Εθνικής Αµυνας, Νίκος ∆ένδιας, διεµήνυσε από την ακριτική Σύµη πως: «Η Ελλάδα και οι Ελληνες θα κάνουν ό,τι χρειαστεί και απαιτηθεί. Ή, όπως θα έλεγαν οι Αγγλοσάξονες, “whatever it takes”».

* Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή