Του Παναγιώτη Τζένου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ενα μυστικό σχέδιο των δανειστών, και ειδικά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε υπόγεια συνεννόηση με το ΔΝΤ, με στόχο την υποχώρηση της κυβέρνησης στα σημεία τριβής της διαπραγμάτευσης για τη νέα συμφωνία φέρνουν σήμερα στο φως της δημοσιότητας τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ». Πρόκειται για ένα σενάριο που είναι σε γνώση της κυβέρνησης και δημιουργεί σύννεφα αβεβαιότητας πάνω από το Μέγαρο Μαξίμου, στοιχειώνοντας τους σχεδιασμούς του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του επιτελείου του, καθώς, αν επιβεβαιωθεί, θα περιοριστούν σημαντικά τα περιθώρια κινήσεων της κυβέρνησης. Τις λεπτομέρειες των εν λόγω μεθοδεύσεων, όπως είναι σε θέση να ξέρουν τα «Π», γνωρίζει ο πρωθυπουργός, ο οποίος σπεύδει τα τελευταία 24ωρα να δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να συμφωνήσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ξεκαθαρίζοντας ότι σε περίπτωση μη συμφωνίας υπεύθυνοι θα είναι οι εταίροι. Στόχος του Μαξίμου είναι να «ξεκλειδώσει» η χρηματοδότηση και να αποφευχθεί η οικονομική ασφυξία, αλλά και ένα πιθανό «ατύχημα», κάτι που φαίνεται να επιδιώκει ο Γερμανός ΥΠ.ΟΙΚ. Την έμπνευση για την ενίσχυση των πιέσεων προς την ελληνική πλευρά είχε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος, ορμώμενος από το «καυτό» ζήτημα της αποπληρωμής της δόσης προς το ΔΝΤ, προχωρά στο παρασκήνιο σε μια άκρως... δυσοίωνη προσέγγιση, στέλνοντας προς την κυβέρνηση μήνυμα δρομολόγησης των αντίστοιχων εξελίξεων. Συγκεκριμένα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών πιέζει στην κατεύθυνση της μη ολοκλήρωσης της όποιας συμφωνίας μέχρι και τις 19 Ιουνίου, οπότε και εκπνέει επισήμως η προθεσμία για την κάλυψη των τεσσάρων δόσεων στο ΔΝΤ ύψους 1,566 δισ. ευρώ.

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Στην περίπτωση που δεν πληρωθεί το ΔΝΤ, τότε επί της ουσίας η ελληνική κυβέρνηση θα έχει ένα διάστημα 30 ημερών για να αντιδράσει, ενώ ταυτόχρονα ο κ. Σόιμπλε θα έχει πετύχει τον σχεδιασμό του.

Το Ταμείο, βάσει του καταστατικού που διέπει τη λειτουργία του, θα πρέπει να πάρει τις οριστικές αποφάσεις του σε διάστημα ενός μήνα, καθώς νομικό default δεν υφίσταται, αν δεν έχουν περάσει 30 ημέρες από τη μη αποπληρωμή της δόσης προς το ΔΝΤ, το οποίο και θα συνεδριάσει γι’ αυτό τον σκοπό. Υπό αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, ο κ. Σόιμπλε θεωρεί ότι θα υπάρξουν αλυσιδωτές συνέπειες για τον εγχώριο τραπεζικό τομέα (σ.σ.: κύμα φυγής καταθέσεων, έλεγχος κεφαλαίων κ.ά.), που θα προκαλέσουν οικονομική ασφυξία και θα φέρουν την κυβέρνηση σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, εξαιτίας της πιθανής κοινωνικής αναταραχής που θα προκληθεί. Το σχέδιο Σόιμπλε προβλέπει ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί είτε α) να υποχωρήσει υπό τον φόβο της κατάρρευσης της οικονομίας και να δεχτεί τα σκληρά μέτρα είτε β) να συνθηκολογήσει δημιουργώντας τις συνθήκες για μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού (τύπου Παπαδήμου) με τη συμμετοχή και άλλων κομμάτων («Ποτάμι», ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) είτε γ) να εγκαταλείψει την εξουσία δρομολογώντας εξελίξεις ώστε να περάσουν οι απαιτήσεις της τρόικας. Προκειμένου, μάλιστα, να επιτευχθεί η στόχευση της καθυστέρησης της ολοκλήρωσης της συμφωνίας, ο Β. Σόιμπλε επιχειρεί να καθυστερήσει και τη συνεδρίαση του επικείμενου Eurogroup, όπου θεωρητικά τουλάχιστον θα τεθούν επί τάπητος οι σχετικές εκκρεμότητες.

«Ο Β. Σόιμπλε ποντάρει σε φαινόμενα bank run και ελέγχου κίνησης κεφαλαίων και λειτουργίας των ΑΤΜs. Ουσιαστικά, η μη πληρωμή της δόσης θα σηματοδοτήσει την αίσθηση ενός default, κατά το πρότυπο της Κύπρου, διάρκειας 30 ημερών, που θα επιφέρει αναστάτωση στην Ελλάδα και μπαράζ αρνητικής δημοσιότητας στο εξωτερικό», σημειώνουν οι γνωρίζοντες τα μυστικά των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους. «Ενας “αντάρτης”, έστω και πληγωμένος, παραμένει επικίνδυνος», φέρεται να έχει πει σε συνομιλητές του ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.

ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Β. Σόιμπλε κινούνται, φυσικά, και στελέχη του ΔΝΤ, από

όπου ξεκαθαρίζεται ότι, ανεξαρτήτως του τοπίου που θα διαμορφωθεί το επόμενο διάστημα, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα, αν δεν έχει κλείσει η πέμπτη αξιολόγηση (και κατ’ επέκταση αν δεν έχουν υλοποιηθεί τα προαπαιτούμενα του Μνημονίου του 2012), όπως άλλωστε προβλέπεται από το καταστατικό του. Πιο συγκρατημένη εμφανίζεται η Α. Μέρκελ, ευρισκόμενη μάλιστα εμφανώς απέναντι από τον πρωτοκλασάτο υπουργό της και υιοθετώντας σημαντικές παραμέτρους των απόψεων του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. «Να μη χάσουμε την Ελλάδα», εξακολουθεί να διαμηνύει ο επικεφαλής της Κομισιόν, στις θέσεις του οποίου, πέραν της κ. Μέρκελ, προσχωρεί και ο Γάλλος πρόεδρος, Φ. Ολάντ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, όπως διέρρεε από κυβερνητικούς παράγοντες, το Μαξίμου ποντάρει στην ανάληψη πρωτοβουλιών από τον κ. Γιούνκερ εντός του Σαββατοκύριακου, προκειμένου να υπάρξουν ουσιαστικές εξελίξεις. Μάλιστα, ο επικεφαλής της Κομισιόν επιμένει στην ανάγκη να ξεπεραστεί ο σκόπελος του ΔΝΤ, μέσω της αποπληρωμής της περιβόητης δόσης που οφείλει η Αθήνα από τον ESM, αλλά και στην ανάληψη από δω και στο εξής ενός καθαρά συμβουλευτικού ρόλου στο ελληνικό ζήτημα.

Η τριάδα Δραγασάκη, Χουλιαράκη και Σαγιά

Από την πλευρά της κυβέρνησης, αυτοί που έχουν αναλάβει να διατυπώσουν το κείμενο της συμφωνίας είναι η τριάδα που απαρτίζουν οι Γιάννης Δραγασάκης, Γιώργος Χουλιαράκης και Σπύρος Σαγιάς. Ο πρώτος επιχειρεί να διασώσει κάποιες από τις «κόκκινες γραμμές». Ο δεύτερος λειτουργεί ως ο άνθρωπος που μεταφέρει τις επιταγές του πρωθυπουργού. Οσο για τον τρίτο, είναι εκείνος που επιδίδεται σε τεχνοκρατικές προσεγγίσεις, ερμηνεύοντας τις σχετικές παραμέτρους.

Δύο τάσεις για τη λύση του «γόρδιου δεσμού»

Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αφήνει να διαφανεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία όσον αφορά την επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους, είναι κοινό μυστικό εντός κι εκτός συνόρων πως τα βασικά «αγκάθια» της διαπραγμάτευσης παραμένουν, με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά περίπλοκη η κατάσταση. Κεντρικό πρόβλημα τη δεδομένη χρονική στιγμή, εξαιτίας και του γεγονότος ότι αγγίζει τον πυρήνα των προεκλογικών εξαγγελιών, αλλά και της ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η απαίτηση των θεσμών για περαιτέρω μείωση των επικουρικών συντάξεων και προπαντός για επέκταση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος και στις κύριες. «Αν γίνει αυτό, ακόμη και να κλείσει η συμφωνία και να περάσει από τη Βουλή με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες, θα ισοδυναμεί με πολιτική ταφόπλακα», σημειώνουν στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους κυβερνητικά στελέχη, που δεν θέλουν καν να σκέφτονται το συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Δεδομένων των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί, σε αυτή τη φάση, δύο είναι οι ισχυρές τάσεις τόσο στο εσωτερικό της κυβέρνησης όσο και στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Αφενός, υπάρχουν εκείνοι που ζητούν άμεσα το κλείσιμο της συμφωνίας, προκειμένου να πάρει η χώρα χρηματοδοτική ανάσα και ταυτόχρονα η κυβέρνηση να κερδίσει πολιτικό χρόνο. Υπέρμαχοι της άποψης αυτής είναι ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, ο διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου, Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, Σπύρος Σαγιάς, και ο αρμόδιος υπουργός Επικρατείας για τον Συντονισμό του Κυβερνητικού Εργου, Αλέκος Φλαμπουράρης.

Πιο σκεπτικοί, αλλά σταθερά κινούμενοι στην κατεύθυνση της λύσης του «γόρδιου δεσμού» είναι οι Γιάννης Δραγασάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος, ενώ ο υπουργός Εσωτερικών, Νίκος Βούτσης, και ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Τάσος Κορωνάκης, υποστηρίζουν σθεναρά πως πρέπει να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια και να αποφευχθούν παράμετροι που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος. «Είναι σίγουρο πως, αν σε βασικές θέσεις υπάρξει ανακολουθία λόγων και έργων, θα είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθούν οι εσωκομματικές αντιδράσεις και επιπλέον θα χαθεί η αξιοπιστία μας στην κοινωνία, αφού επί της ουσίας θα ταυτιστούμε με τον μνημονιακό άξονα», λένε χαρακτηριστικά παράγοντες της Κουμουνδούρου. Κοινή παραδοχή, πάντως, μεταξύ των στελεχών της πρωθυπουργικής αυλής και των κορυφαίων υπουργών είναι πως η κυβέρνηση οφείλει να παραμείνει προσηλωμένη στον στόχο της ολοκλήρωσης μιας ενιαίας συμφωνίας και όχι μιας ενδιάμεσης, που θα ισχύσει για τους επόμενους μήνες και θα ακολουθηθεί από μια οριστική αργότερα. Αιτία δεν είναι άλλη από τον φόβο της επανάληψης όσων συνέβησαν μετά την 20ή Φεβρουαρίου, οπότε δεν υπήρξε καμία δέσμευση ενίσχυσης της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά των θεσμών.

Συμφωνία «take it or leave it» σημαίνει δημοψήφισμα και ρήξη

Ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, παραμένει ψύχραιμος απέναντι στις εισηγήσεις των συμβούλων του, ακούγοντας όλες τις απόψεις και αναλύοντας όλα τα δεδομένα. Ωστόσο, όσοι ξέρουν να ερμηνεύουν τις σκέψεις και τους χειρισμούς του, διακρίνουν πίσω από τα λεγόμενα και τον τρόπο δράσης του ένα ηθικό και βαθιά πολιτικό δίλημμα αναφορικά με τα δυσάρεστα κοινωνικά μέτρα που θα προβλέπει το κείμενο που θα υπογραφεί με τους δανειστές. «Ολο αυτό το σκηνικό είναι λογικό να ενεργοποιεί τα ανακλαστικά του Αλ. Τσίπρα, ο οποίος επιχειρεί να προβάλλει ποικιλοτρόπως αντιστάσεις. Αλλο, όμως, το ιδεολογικοπολιτικό και ανθρώπινο κομμάτι και άλλο η σκληρή πραγματικότητα», σημειώνουν παραδοσιακοί συνομιλητές του πρωθυπουργού. Ο τελευταίος, εξάλλου, λαμβάνοντας και τα μηνύματα που εκπέμπονται από την πλευρά των πιστωτών, και δη από τις κινήσεις Σόιμπλε, έχει αντιληφθεί πως βασική επιδίωξη όλων αυτών των ενεργειών δεν είναι άλλη από την άνευ όρων πολιτική του «συνθηκολόγηση» και την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης είτε μέσω εκλογών είτε μέσω του σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που θα υπηρετήσει πιο αποτελεσματικά το πλάνο της συμφωνίας. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος κάθε άλλο παρά σκέφτεται να παραδώσει αμαχητί τα όπλα. «Είμαι ακόμη σε νεαρή ηλικία πολιτικά για να δεχθώ να εξαντλήσω τόσο απλά το κεφάλαιό μου», έχει πει σε ανύποπτο χρόνο σε συνεργάτες του. Στο πλαίσιο αυτό, και εν μέσω των εσωκομματικών συνθηκών που επικρατούν στον ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας προσανατολίζεται σε δύο επιλογές. Αν η συμφωνία είναι πέραν των (σιωπηρών και μη) «κόκκινων γραμμών» που ο ίδιος έχει θέσει, μια συμφωνία «take it or leave it», όπως τη χαρακτηρίζουν άνθρωποι του Μεγάρου Μαξίμου, τότε θα επιστρατεύσει το σενάριο της ηρωικής εξόδου μέσω προκήρυξης δημοψηφίσματος. Σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση, αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας θα στηρίξουν την επιλογή του «όχι», μιλώντας ανοικτά για τους ενδοιασμούς και τις αντιρρήσεις του. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να πάει σε ρήξη με τους δανειστές, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι «ναι», αποτέλεσμα που προφανώς δεν θα μπορεί να διαχειριστεί επικοινωνιακά και πολιτικά το Μαξίμου, τότε η επιλογή θα είναι η προσφυγή στις κάλπες, ώστε να προκύψει ένα κυβερνητικό σχήμα που θα εφαρμόσει με μεγαλύτερη άνεση όσα θα προβλέπουν τα συμφωνηθέντα.

Πρόωρες εκλογές ακόμα και αν περάσει

Εκλογές προβλέπονται και στην περίπτωση μιας συμφωνίας με τους εταίρους που θα είναι ανεκτή. Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας θα φέρει το κείμενο προς ψήφιση στη Βουλή, ζητώντας στήριξη από το σύνολο των κυβερνητικών βουλευτών. Εάν η συμφωνία ψηφιστεί από βουλευτές άλλων κομμάτων (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και «Ποτάμι») και υπάρξουν σημαντικές διαρροές από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία (ΣΥΡΙΖΑ κυρίως και ΑΝ.ΕΛ.), γεγονός που θα σημάνει κατά τον πρωθυπουργό ότι θα έχει επί της ουσίας χαθεί η δεδηλωμένη, τότε η απόφασή του θα είναι να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία, με την πεποίθηση ότι με τη συμφωνία ανά χείρας θα βγει σίγουρα ενισχυμένος. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο πως έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος μετά το τέλος της Κεντρικής Επιτροπής της προηγούμενης εβδομάδας, καθώς απόλυτη στήριξη στην κομματική ηγεσία έδωσαν 95 από τα 200 μέλη, ενώ τα 30 που επέλεξαν διά της απουσίας τους να μην πάρουν θέση (υπενθυμίζεται πως 75 της αριστερής τάσης διαφοροποιήθηκαν) ανήκουν κατά μεγάλο ποσοστό στην Αριστερή Ενότητα (ΑΡΕΝ), από την οποία προέρχεται τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Νίκος Παππάς και η Ρένα Δούρου -μάλιστα η τάση που εκπροσωπούν οι τελευταίοι χαρακτηρίζεται ως «ΔΕΞΑΡΕΝ», δηλαδή δεξιά Αριστερή Ενότητα.