Την αποκάλυψη αυτή. ότι δηλαδή,  και η ελληνική πλευρά είχε προτείνει στους δανειστές τη δημιουργία ταμείου ιδιωτικοποιήσεων έκανε ο Γιάνης Βαρουφάκης.

Σε άρθρο του στο Project Syndicate ο πρώην υπουργός Οικονομικών δεν παραλείπει να επιτεθεί για μία ακόμη φορά στους δανειστές, αναλύοντας τώρα το σχέδιό τους για το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων.

Κάτι που το συγκρίνει με ανάλογη κίνηση που είχε γίνει μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, για τα περιουσιακά στοιχεία της Ανατολικής Γερμανίας, τονίζοντας μάλιστα ότι η εφαρμογή αυτής της ιδέας στην Ελλάδα θα είχε χειρότερα αποτελέσματα.

Στο άρθρο του, ο κ. Βαρουφάκης αναφέρει ουσιαστικά ότι ο ίδιος είχε καλύτερη ιδέα για δημιουργία ταμείου ιδιωτικοποιήσεων, την οποία όπως αναφέρει απέστειλε στους δανειστές τον Ιούνιο, αλλά κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων. Παράλληλα, αναλύει πώς θα λειτουργούσε αυτή η ιδέα.

Το άρθρο του αναλυτικά:

Στις 12 Ιουλίου, η Σύνοδος των ηγετών της ευρωζώνης υπαγόρευσε τους όρους παράδοσης στον Ελληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, τρομοκρατημένος από τις εναλλακτικές, τους δέχθηκε όλους. Ενας από αυτούς τους όρους αφορούσε τη διάθεση των υπόλοιπων περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού δημοσίου.

Οι ηγέτες της ευρωζώνης απαίτησαν να μεταφερθούν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τύπου Treuhand ταμείο- ένα όχημα παρόμοιο με εκείνο που χρησιμοποιήθηκε μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου για γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις, με μεγάλη οικονομική ζημία και καταστροφικές συνέπειες στην απασχόληση όλης της εξαφανιζόμενης δημόσιας περιουσίας της Ανατολικής Γερμανίας.

Αυτό το ελληνικό Treuhand θα είχε έδρα- περιμένετε- στο Λουξεμβούργο και θα διοικούνταν από ένα όργανο εποπτευόμενο από τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον συντάκτη αυτού του σχεδίου. Θα ολοκλήρωνε τις πωλήσεις μέσα σε τρία χρόνια. Ομως, ενώ το έργο του πρωτότυπου Treuhand συνοδευόταν από τεράστιες επενδύσεις της Δυτικής Γερμανίας σε υποδομές και μεγάλης κλίμακας κοινωνικές μεταφορές στον πληθυσμό της Ανατολικής Γερμανίας, οι Ελληνες δεν θα λάμβαναν αντίστοιχο όφελος οποιουδήποτε είδους.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που με διαδέχθηκε ως υπουργός Οικονομικών πριν από δύο εβδομάδες, έδωσε τον καλύτερο εαυτό του για να βελτιώσει τις χειρότερες πτυχές του πλάνου για το ελληνικό Treuhand. Κατάφερε να έχει το ταμείο την έδρα του στην Αθήνα και απέσπασε από τους δανειστές- τη λεγόμενη Τρόικα των Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ- τη σημαντική παραχώρηση ότι οι πωλήσεις θα επεκτείνονταν σε 30 χρόνια, αντί σε τρία. Αυτό ήταν κρίσιμο, προκειμένου να επιτραπεί στο ελληνικό κράτος να κρατήσει τα υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία μέχρι να ανακάμψει η τιμή τους από τα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα που προκαλεί η ύφεση.

Αλίμονο, το ελληνικό Treuhand παραμένει κάτι απεχθές και θα πρέπει να είναι στίγμα στη συνείδηση της Ευρώπης. Ακόμη χειρότερα, είναι μία χαμένη ευκαιρία.

Το πλάνο είναι πολιτικά τοξικό, γιατί το ταμείο- παρότι στην Ελλάδα- θα το διαχειρίζεται η Τρόικα.  Επίσης είναι οικονομικά επιβλαβές, γιατί τα έσοδα θα πάνε για την εξυπηρέτηση αυτού που τώρα ακόμη και το ΔΝΤ παραδέχεται ότι είναι ένα ανεξόφλητο χρέος. Και αποτυγχάνει οικονομικά, γιατί σπαταλά μία θαυμάσια ευκαιρία για τη δημιουργία σταθεροποιητικών επενδύσεων προκειμένου να βοηθηθεί η αντιμετώπιση του υφεσιακού αντίκτυπου της τιμωρητικής δημοσιονομικής εξυγίανσης που είναι επίσης μέρος των «όρων» της Συνόδου της 12ης Ιουλίου.

Δεν χρειαζόταν να γίνει έτσι. Στις 19 Ιουνίου επικοινώνησα στη γερμανική κυβέρνηση και την Τρόικα μία εναλλακτική πρόταση, ως μέρος του εγγράφου με τίτλο «Τερματίζοντας την ελληνική κρίση»:

«Η ελληνική κυβέρνηση προτείνει να συνδυάσει τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία (εξαιρώντας αυτά που σχετίζονται με την ασφάλεια της χώρας, τις δημόσιες παροχές και την πολιτιστική κληρονομιά) σε μία κεντρική ελέγχουσα εταιρεία που θα διαχωριστεί από την κυβερνητική διοίκηση και θα αντιμετωπίζεται ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπό την αιγίδα του ελληνικού κοινοβουλίου, με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και τη δημιουργία ρεύματος σταθεροποιητικών επενδύσεων. Το ελληνικό κράτος θα είναι ο μοναδικός μέτοχος, αλλά δεν θα εγγυάται το παθητικό ή το χρέος της.

Η εταιρεία θα έπαιζε ενεργό ρόλο στην προετοιμασία των περιουσιακών στοιχείων για πώληση. Θα «εξέδιδε ένα πλήρως εγγυημένο ομόλογο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων» για να συγκεντρώσει 30-40 δισ. ευρώ τα οποία, «λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα αξία των περιουσιακών στοιχείων» θα «επένδυε στον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των περιουσιακών στοιχείων υπό τη διαχείρισή της».

Το πλάνο προέβλεπε ένα επενδυτικό πρόγραμμα 3-4 χρόνων, με αποτέλεσμα «επιπρόσθετες δαπάνες 5% του ΑΕΠ ετησίως» με τις τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες να σημαίνουν «έναν θετικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης πάνω από 1,5» ο οποίος «θα ενίσχυε την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ σε ένα επίπεδο πάνω από 5% για αρκετά χρόνια». Αυτό με τη σειρά του θα προκαλούσε «ανάλογες αυξήσεις σε φορολογικά έσοδα» και έτσι «θα συνέβαλε στη δημοσιονομική βιωσιμότητα, ενώ θα επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να έχει πειθαρχία δαπανών χωρίς να συρρικνώνει περαιτέρω την κοινωνική οικονομία».

Σε αυτό το σενάριο, το πρωτογενές πλεόνασμα (που δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές τόκων) θα επιτύγχανε μεγέθη «ταχύτητας διαφυγής» τόσο σε απόλυτη όσο και σε ποσοστιαία βάση με την πάροδο του χρόνου. Ως αποτέλεσμα, στην εταιρεία θα «χορηγούνταν τραπεζική άδεια» σε 1-2 χρόνια «και έτσι θα μετατρεπόταν σε μία ολοκληρωμένη Αναπτυξιακή Τράπεζα, ικανή να συγκεντρώσει ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα και να μπει σε σχέδια συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων».

Η Αναπτυξιακή Τράπεζα που προτείναμε «θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να διαλέξει ποια περιουσιακά στοιχεία θα ιδιωτικοποιούνταν και ποια όχι, ενώ θα εγγυόταν ένα μεγαλύτερο αντίκτυπο στη μείωση χρέους από τις επιλεγμένες ιδιωτικοποιήσεις». Αλλωστε, «οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων θα αυξάνονταν κατά περισσότερο από το πραγματικό ποσό που θα ξοδεύονταν για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση, με τη βοήθεια ενός προγράμματος συνεργασιών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η αξία των οποίων ενισχύεται ανάλογα με την πιθανότητα των μελλοντικών ιδιωτικοποιήσεων».

Η πρότασή μας αντιμετωπίστηκε με εκκωφαντική σιωπή. Πιο συγκεκριμένα, το Eurogroup και η Τρόικα συνέχισαν να διαρρέουν στα διεθνή ΜΜΕ ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν καμία αξιόπιστη  καινοτόμα πρόταση. Το συνηθισμένο ρεφρέν τους. Μερικές ημέρες αργότερα, όταν οι δυνάμεις συνειδητοποίησαν ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να συνθηκολογήσει πλήρως στις απαιτήσεις της Τρόικα, έκριναν σκόπιμο να επιβάλουν στην Ελλάδα το μειωτικό, αφάνταστο και ολέθριο μοντέλο Treuhand.

Σε μία κρίσιμη καμπή στην ευρωπαϊκή ιστορία, η καινοτόμος εναλλακτική μας πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Παραμένει εκεί, για να την ανακτήσουν άλλοι.