Το colpo grosso του Αλέξη Τσίπρα με τον εκλογικό νόμο
<p>Ο πρωθυπουργός θέτει τη ΝΔ εκτός κυβερνητικής τροχιάς και "μονιμοποιείται" στο Μαξίμου</p>
Του Νίκου Σίμου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Πολιτικό colpo grosso θέτει σε εφαρμογή ο Αλέξης Τσίπρας μετά την εντυπωσιακή εκλογική νίκη του, επιχειρώντας να εκμεταλλευθεί την κατάσταση μέσα στη Νέα Δημοκρατία, που κινείται μεταξύ σύγχυσης και προϊούσης διάλυσης.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση έχει έτοιμο νέο σχέδιο για τον εκλογικό νόμο, τον οποίο είχε εκπονήσει ο Νίκος Βούτσης υπό την προηγούμενη ιδιότητά του, με τη συμβουλευτική βοήθεια, από ό,τι λέγεται, και του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας, που διαθέτει τεράστιες νομικές και συνταγματικές γνώσεις - γεγονός που επιβεβαιώνει την ευελιξία του Αλ. Τσίπρα στις ουσιαστικές συνεργασίες του.
Ως καλός τακτικιστής, ο πρωθυπουργός με τον εκλογικό νόμο επιχειρεί μια δεύτερη «κυκλωτική κίνηση» των αντιπάλων του. Η πρώτη ήταν με τη χρησιμοποίηση του δικού του blitzkrieg, δηλαδή του «πολέμου-αστραπή», με αιφνίδιες εκλογές. Η επίσπευσή τους ήταν όχι μόνο για να πιάσει απροετοίμαστους τους αντιπάλους του, αλλά και για να χρησιμοποιήσει, κυρίως, τη λίστα. Οχι για να βάλει αυτούς που ήθελε στα ψηφοδέλτια, αλλά για να αποτρέψει τη δημιουργία ενός φιλοευρωπαϊκού μετώπου από άλλα κόμματα εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, όπως υπήρχε σκέψη, θα ήταν πολύ δύσκολο να συμφωνήσουν ποιοι να μη χρησιμοποιηθούν από το ένα κόμμα για να μπουν στις λίστες υποψήφιοι του άλλου.
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ
Κάτω λοιπόν από τις παγιούμενες, από το ίδιο το εκλογικό σώμα, πολιτικές συνθήκες, που καθιστούν αναγκαστικές τις συνεργασίες, ο νέος εκλογικός νόμος, τον οποίον θα εισαγάγει προς ψήφιση η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι ένα είδος απλής αναλογικής - όχι βεβαίως τόσο άδολης όσο αυτή την οποία υποστηρίζει το ΚΚΕ και στο παρελθόν η Κουμουνδούρου. Το βασικό χαρακτηριστικό του θα είναι μια όσο το δυνατόν ευρύτερη αντιπροσώπευση της κοινωνίας και, βεβαίως, η κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών που είχε εισαγάγει ο νόμος Σκανδαλίδη και είχε διευρύνει ο νόμος Παυλόπουλου, στη λογική μιας υπερενισχυμένης αναλογικής, που θα αναδείκνυε αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Από τη στιγμή λοιπόν που ούτε η επιβράβευση αυτή εξασφαλίζει αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα, το θεωρούμενο ως άδικο μπόνους δεν έχει κανένα λόγο διατήρησης.
Αντιθέτως, στη λογική του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον η δημιουργία συνθηκών ευρύτερων συνεργασιών, κάτι που βεβαίως θέλουν και τα μικρότερα κόμματα, που δεν θα ήταν δυνατόν να πάρουν γεύση κυβερνητικής εξουσίας αλλιώς και τα οποία θεωρούν, τελικώς, ευνοϊκό εκλογικό καθεστώς γι’ αυτά την εφαρμογή της απλής αναλογικής.
Ο στόχος αυτός του Αλέξη Τσίπρα δεν στερείται πολιτικής λογικής, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι περίμενε πρώτα να εκμεταλλευθεί το μπόνους των 50 εδρών, προκειμένου να σιγουρέψει τη νίκη του. Υπό την έννοια αυτή, κάθε άλλο παρά άδολη είναι η πρόθεση για την εκ των υστέρων αλλαγή του νόμου. Εχει όμως συγκεκριμένο στόχο, θεμιτό στην πολιτική.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
Κατά πρώτο λόγο, με τη διασπορά των ψήφων των πολιτών σε περισσότερα από πέντε κόμματα, ο Τσίπρας ικανοποιεί τα μικρά κόμματα και εν δυνάμει κυβερνητικούς συνεταίρους, τα οποία τα συμφέρει η απλή αναλογική, στο πλαίσιο της κατανομής των εδρών.
Κατά δεύτερο λόγο, η ενίσχυση αυτή άλλων κομμάτων, του χώρου της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, διαμορφώνει συνθήκες για συνεργασίες με κόμματα μεγαλύτερης ιδεολογικής συγγένειας από εκείνη που έχουν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ. Πράγμα το οποίο μπορεί να έχει την πρακτική σημασία του, αλλά, από την άλλη, δεν είναι λίγοι εκείνοι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ -και κυρίως από όσους έχουν μείνει από την κατ’ ευφημισμόν πλέον ομάδα των «53»- που έχουν δυσανασχετήσει με τη συνεργασία αυτή για ακόμη μία φορά. Επιπλέον, έχει διατυπωθεί δημοσίως η δυσφορία των Ευρωπαίων για την επανάληψη της κυβερνητικής συνεργασίας με ένα κόμμα όχι απλώς δεξιό, αλλά έχον ομοφοβική και αντισημιτική συμπεριφορά.
Κατά τρίτο λόγο, αν σε μια νέα εκλογική αναμέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να είναι πάλι πρώτο κόμμα, δεδομένου μάλιστα ότι θα ξεκινήσει από ένα σχετικά μεγάλο εκλογικό ποσοστό και από μια ακόμη μεγαλύτερη εκλογική διαφορά από τον βασικό του αντίπαλο, τη Νέα Δημοκρατία, θα διευρύνει με τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής και χωρίς το μπόνους τα περιθώρια μιας στενότερης συνεργασίας, με συγκεκριμένη προοπτική, με κόμματα που κινούνται στην Κεντροαριστερά. Και τα οποία, εκτός από τη δυνατότητα μιας στιβαρότερης κοινοβουλευτικής στήριξης που θα παρέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θέλει να κυριαρχήσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς, ως ο νέος φορέας της, είναι δυνατόν να αποτελέσουν, μετά από σχετικές συνεννοήσεις και διεργασίες από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και την Κουμουνδούρου, μονιμότερους «συνεργάτες». Αυτό μέσω μιας συγχώνευσης που θα αναδείξει έναν νέο πολιτικό κεντροαριστερό φορέα, σε μια συγκυρία που η Κεντροδεξιά είναι διασκορπισμένη και κινδυνεύει με διάλυση.
Του δίνουν αέρα και οι «γαλάζιες συνιστώσες»
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκονται τουλάχιστον ένα βήμα μπροστά από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία είδε τις δικές της «συνιστώσες» να αποκαλύπτονται μέσω της υποβολής υποψηφιοτήτων για την προεδρία του κόμματος. Ασχέτως πλέον του ποιος θα κερδίσει την εσωκομματική μάχη, το βέβαιο είναι ότι αυτή τη φορά η Νέα Δημοκρατία θα βγει πληγωμένη και οι συνθήκες δεν θα είναι οι ίδιες με εκείνες που ακολούθησαν την εκλογή του Αντ. Σαμαρά, με το κόμμα να διατηρεί τη συνοχή του, δεδομένου μάλιστα ότι και η κ. Μπακογιάννη επέστρεψε στη Συγγρού μετά τη διαγραφή της. Τώρα έχουν αναδυθεί στην επιφάνεια και οι ιδεολογικές ιδιαιτερότητες της κάθε τάσης, που δημιουργούν αποστάσεις μεταξύ των εκφραστών της κάθε μίας μέσα στο κόμμα. Η δε έλλειψη συνοχής, που υποκρύπτει και μελλοντικά διαλυτικά φαινόμενα, όχι μόνο αποξενώνει τους ψηφοφόρους του κόμματος, αλλά και ακυρώνει τη δυνατότητα της Νέας Δημοκρατίας να αποτελέσει τη στέρεη βάση πάνω στην οποία θα στηριζόταν η συγκρότηση της νέας Κεντροδεξιάς. Ετσι, στο πλαίσιο της αναβίωσης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα δύο βασικών πόλων, ενός κεντροαριστερού και ενός κεντροδεξιού, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει μπει στη διαδικασία υλοποίησης του στόχου του αρχηγού του, η δε Νέα Δημοκρατία έχει μείνει πολύ πίσω, με περισσότερες πιθανότητες να διαλυθεί ή να διασπαστεί μελλοντικά παρά να αποτελέσει τον πυρήνα μιας νέας Κεντροδεξιάς, όπως παραδέχονται και σε συνομιλίες τους συνεργάτες του Κώστα Καραμανλή. Βεβαίως, υποστηρίζεται από τους ίδιους ότι, προσωρινώς τουλάχιστον, την αποτροπή των διαλυτικών φαινομένων της παράταξης θα μπορούσε να την εξασφαλίσει η εκλογή του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Αυτό έχει μεν μεγάλη δόση αλήθειας, όμως, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται ότι, στην περίπτωση που κάποιοι δουν ότι δεν υπάρχει προοπτική ανάκαμψης της Ν.Δ., ενδεχομένως να αποφασίσουν μια διάσπαση με την αποχώρησή τους για τη δημιουργία ενός δεξιού φορέα. Κι αυτό διότι υπολογίζουν, όχι χωρίς λογική, ότι στην περίπτωση που το κόμμα θα αποτελούσε κάποια στιγμή τη βασική πλατφόρμα μιας Κεντροδεξιάς, αυτοί ενδεχομένως να μην είχαν θέση στο νέο σχήμα. Πολύ περισσότερο αν αυτού ηγείτο ο Κώστας Καραμανλής.