Του Γιώργου Λυκουρέντζου

Σοβαρότατους προβληματισμούς για τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου των τηλεοπτικών εκφράζει η Κομισιόν και σύμφωνα με πληροφορίες του parapolitika.gr τα συγκεκριμένα έγγραφα με τις ενστάσεις των νομικών της Ε.Ε βρίσκονται ήδη στη διάθεση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία δια του εισηγητή της στο νομοσχέδιο Λευτέρη Αυγενάκη προτίθεται να τα αποκαλύψει στη Βουλή.

Οι ενστάσεις επικεντρώνονται σε 8 σημεία με κυριότερο την εξουσιοδότηση στους Υπουργούς να αποφασίζουν οι ίδιοι για τον αριθμό των αδειών και την τιμή εκκίνησης των γύρων της δημοπρασίας.

Σύμφωνα με τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η Νέα Δημοκρατία εγείρονται ενστάσει καθώς δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα εκχώρησης ραδιοσυχνοτήτων  (άρα σπάνιων πόρων) στους  παρόχους περιεχομένου, δεν φαίνεται να στηρίζεται νομικά η επιλογή πλειοδοτικού διαγωνισμού.  «Το  αντάλλαγμα  για μία άδεια, θα πρέπει να είναι αντικειμενικό, διαφανές και  αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Στο νόμο δεν δίνεται καμία αιτιολογία για την επιλογή αυτής της μεθόδου. Επίσης, δεν ορίζεται τίμημα, αλλά προβλέπεται ότι η τιμή εκκίνησης θα οριστεί από τον Υπουργό, χωρίς κάποια κριτήρια  διαμόρφωσης αυτής» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Στο κείμενο γίνεται λόγος για νόθευση ανταγωνισμού καθώς εκ της φύσεως του αντικειμένου της άδειας παροχου περιεχομένου, δεν νοείται δημοπρασία καθώς πέραν του ότι δεν τίθεται ζήτημα εκχώρησης συχνοτήτων, δεν υπάρχει και κανένα στοιχείο διαφοροποίησης  της μίας άδειας  παρόχου περιεχομένου μιας κατηγορίας. Π.χ ενημερωτικός πανελλαδικής εμβέλειας γενικής στόχευσης)  από άλλη της ίδιας ακριβώς κατηγορίας : δηλαδή πχ εάν προκηρυχθούν 6 άδειες της ίδιας κατηγορίας,  με την ίδια τιμή εκκίνησης,  βάσει του μοντέλου που έχει προκριθεί, μπορεί ο ένας υποψήφιος να αγοράσει τη μία άδεια με 50 εκατομμύρια και ο άλλος μία άδεια ακριβώς ίδια με 10 εκατομμύρια κλπ.

Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι ένα από τα επιχειρήματα που προβάλουν οι νομικοί κύκλοι της Ε.Ε είναι πως σε καμία χώρα στην Ευρώπη δεν προβλέπεται δημοπρασία για παρόχους περιεχομένου (χωρίς εκχώρηση δικαιωμάτων συχνοτήτων).  Άδειες δίνονται στους αιτούντες που έχουν μία σειρά από προαπαιτούμενα και αναλαμβάνουν  συγκεκριμένες υποχρεώσεις, οι οποίοι και καλούνται να καταβάλουν ένα εύλογο ετήσιο τέλος, αντίστοιχο  των διαχειριστικών δαπανών  της διοίκησης για την εποπτεία του ή κάτι ανάλογο.

Οι ίδιοι κύκλοι εκφράζουν ενστάσεις και για την έλλειψη κριτηρίων αναγνώρισης πραγματικής επένδυσης. Όπως αναφέρουν , για να προκριθεί κάποιος υποψήφιος στη φάση της πλειοδοσίας αρκεί μόνο ο φάκελος του να πληροί τα  ελάχιστα κριτήρια που θέτει ο νόμος, χωρίς κάποια διαδικασία άλλης αξιολόγησης,  πχ βαθμολόγηση των υποψηφιοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι  αν ένας υποψήφιος που δεν έχει πραγματοποιήσει καμία επένδυση (πχ  μία κοινοπραξία ή νέα εταιρεία), προσκομίσει την εγγυητική επιστολή των 8.000.000 € και υπεύθυνες δηλώσεις  ότι πχ θα προσλάβει τον ελάχιστο αριθμό εργαζομένων,  ή ότι θα  προβεί στις  σχετικές επενδύσεις σε πρόγραμμα ή εξοπλισμό έχει τις ίδιες πιθανότητες να «χτυπήσει» μία άδεια με αυτές  ενός υφιστάμενου νομιμως λειτουργούντος τηλεοπτικού φορέα , μόνο και μόνο εάν στα οικονομικά στοιχεία που έχει καταθέσει  μπορεί να επαληθευτεί η δυνατότητά του να καταβάλει το   μεγαλύτερο πλειστηρίασμα.

Ωστόσο, επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι επί σειρά ετών, οι  αναγνωρισμένοι από το Κράτος  ως νομίμως λειτουργούντες  σταθμοί είχαν υποχρεωθεί, βάσει σχετικών νομοθετημάτων,  να συμμορφώνονται σε μία σειρά από υποχρεώσεις (πχ. ελάχιστο καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο, επένδυση για την υλοποίηση συγκεκριμένων κατηγοριών προγραμμάτων, ελάχιστο αριθμό προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων ) προκειμένου α) να διασφαλίζεται η νόμιμη λειτουργία τους και β) να είναι σε θέση να συμμετάσχουν στις αδειοδοτικές διαδικασίες που κατά καιρούς εξαγγελε η Πολιτεία.

Εν προκειμένω,  όλες αυτές οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και πρόγραμμα, οι χιλιάδες θέσεις εργασίας που διασφαλίστηκαν αγνοούνται από την Πολιτεία που τις επέβαλλε και που η ίδια ευθύνεται για την πολυετή καθυστέρηση στην προκήρυξη αδειών και εκλείπει κάθε  κριτήριο αναγνώρισής τους κατά την αδειοδοτική διαδικασία. 

Παράλληλα ενστάσεις εκφράζονται και για τον περιορισμό των αδειών και μάλιστα με απόφαση υπουργού επισημαίνοντας ότι δεδομένης της δυνατότητας  μεταφοράς μεγάλου αριθμού  γραμμικών υπηρεσιών μέσω των ψηφιακών συχνοτήτων, δεν νοείται ο περιορισμός στον αριθμό των αδειοδοτούμενων παρόχων περιεχομένου. «Η επίτευξη διαφάνειας και πολυμέρειας θα μπορούσε να επιτευχθεί  απλώς με την υποχρέωση των αδειοδοτούμενων να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις και να τηρούν συγκεκριμένες υποχρεώσεις υπό τον έλεγχο του ΕΣΡ. Ο αυθαίρετος περιορισμός αδειών  συνεπάγεται εκ των πραγμάτων αποκλεισμό  προσώπων που θα ήθελαν να  αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των ΜΜΕ, χωρίς να   υπάρχει δικαιολογητική βάση» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Προβληματισμοί εγείρονται και για τον ελάχιστο αριθμό των εργαζομένων που θέτει το νομοσχέδιο ανά κατηγορία παρόχου περιεχομένου, που όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται αντικειμενικά στις ανάγκες της σύγχρονης ψηφιακής τηλεόρασης, αλλά που αντίθετα διπλασιάζει τον αριθμό που προέβλεπαν αντίστοιχοι νόμοι για την αναλογική τηλεόραση. Περαιτέρω δε, με την πρόβλεψη ότι με Υπουργική Απόφαση θα καθορίζονται ειδικότητες απασχολουμένων και ελάχιστος  αριθμός  απασχολουμένων ανά ειδικότητα,  εκ των πραγμάτων το διευθυντικό δικαίωμα μίας επιχείρησης  -παρόχου περιεχομένου, να επιλέξει τον αριθμό εργαζομένων (συνολικά και ανα κατηγορία) που κρίνει απαραίτητο για την βιωσιμότητα της καταλύεται.