Του Παναγιώτη Τζένου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ο διαρκώς εντονότερος ανταγωνισμός των Αμερικανών και των Ευρωπαίων συμμάχων τους με τη Ρωσία του Βλαδίμηρου Πούτιν έχει ήδη τις πολιτικές αντανακλάσεις του και στην Ελλάδα. Ετσι, κάποιες «σταθερές» στις διεθνείς σχέσεις της Αθήνας αλλάζουν, με την οικονομικά γονατισμένη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει περιθώρια για «παιχνίδια», πολιτικά και οικονομικά, με δυνάμεις που στρατηγικά βρίσκονται σε καθαρή αντίθεση με αυτές της Δύσης. Και η Ουάσινγκτον, με τον τρόπο της, διαβιβάζει τώρα στην Αθήνα κάποιες αποφάσεις της…

Ο πρωθυπουργός, κ. Αλ. Τσίπρας, ξεκίνησε τη θητεία του με «ανοίγματα» προς τη Μόσχα και σε ένα γενικότερα αντι-ευρωπαϊκό πνεύμα, που συνδεόταν με τις επιθετικές «αντι-μνημονιακές» θέσεις του. Και στα δύο αυτά σημεία ο πρωθυπουργός διέγραψε «αριστερή» πορεία ολίγων μηνών, για να προσγειωθεί τελικά απότομα σε σκληρό έδαφος. Η γεωστρατηγικά πολύτιμη στο σύστημα ασφαλείας της Δύσης Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να «παίζει» κατά τις ιδεολογικές εμμονές και «προτιμήσεις» της, και μάλιστα σε σκηνικό ενός «Ψυχρού Πολέμου» που βρίσκεται στο κέντρο του ευρω-ατλαντικού στρατιωτικού μπλοκ. Ούτε είχε η Αθήνα πιθανότητες επιτυχίας στις «σκληρές διαπραγματεύσεις» της με τις δυνάμεις του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης, από τις οποίες υποχρεώθηκε σε απόλυτη ήττα.

Ετσι, η κυβέρνηση όταν απειλήθηκε άμεσα από το Βερολίνο με αποβολή της χώρας από την ευρωζώνη α) βρέθηκε αναγκασμένη να υπογράψει τη συνθηκολόγηση με τους δανειστές και β) δέχθηκε με ανακούφιση την «προστασία» της Γαλλίας, που ικανοποίησε και τις ΗΠΑ.

Το Παρίσι, όπως και η Ουάσινγκτον, θέλει την Ευρωπαϊκή Ενωση όχι «γερμανική», αλλά ενιαία, «ατλαντική» και ξεκάθαρα «απέναντι» στη Μόσχα. Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κινείται μέσα στο «στρατηγικό» πλαίσιο που ορίζουν οι ΗΠΑ και το οποίο πολύ καλά έχει εξηγήσει, άλλωστε, στην Αθήνα προσωπικά ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, κ. Κέρι, καθώς και -off the record- Αμερικανοί (και Ισραηλινοί) διπλωμάτες.

ΟΙ «ΣΤΟΧΟΙ»

Κατόπιν τούτου, η αμερικανική πλευρά δεν αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους. Με κινήσεις «κατάλληλες», κινείται με στόχο να αποδυναμώσει όσο είναι δυνατόν τις (κατά την Ουάσινγκτον «πολλές») ρωσικές «φιλίες» στην Ελλάδα σε κάθε επίπεδο. Ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί, βέβαια, να «κλείσει την πόρτα στα μούτρα» της Μόσχας, αλλά υποχρεώνεται τώρα να είναι πάρα πολύ «προσεκτικός» στις σχέσεις του με αυτήν. Από εκεί και πέρα, οτιδήποτε μπορεί να συνδέεται με ρωσικές «στενές φιλίες» είναι στο στόχαστρο των ΗΠΑ.

Πολιτικά πρόσωπα, επιχειρηματίες, τραπεζίτες «νέας κοπής», παράγοντες του Τύπου, ρωσόφιλοι «πατριωτικοί» κύκλοι κομμάτων, παραπολιτικοί παράγοντες που με διάφορους τρόπους συνδέονται με τις ρωσικές φιλοδοξίες για ισχυρό «ορθόδοξο τόξο» και ακροδεξιοί εθνικιστές που σχετίζονται (ιδεολογικά και ενδεχομένως και οικονομικά) με ακροδεξιούς της Ανατολικής Ουκρανίας, καθώς και με αντι-δυτικούς εθνικιστές στην Αυστρία, στη Γαλλία ή αλλού στην Ευρώπη δέχονται και θα δεχθούν «πλήγματα» αμερικανικά.

Οι ΗΠΑ συνδυάζουν αυτές τις προσπάθειές τους με την απόφασή τους να εμποδίσουν τη βούληση της Ρωσίας για ενισχυμένο «άξονα» Αθήνας-Βελιγραδίου-Μόσχας και να ακυρώσουν τις ρωσικές «διεισδύσεις» σε Κροατία και Σλοβενία, ώστε, με κέντρο την εντυπωσιακή σε μέγεθος και σύγχρονα μέσα στρατιωτική βάση τους στο Κόσοβο, να ελέγχουν τα Βαλκάνια.

ΕΠΑΝΟΔΟΣ

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Τσίπρας οδηγήθηκε -όχι τυχαία, βεβαίως- σε απαλλαγή του από τη ρωσόφιλη ομάδα των «Λαφαζανιστών» του ΣΥΡΙΖΑ, εξαερώνει τον «ριζοσπαστισμό» του, επιχειρεί στροφές «κεντροαριστερού» χαρακτήρα και ενισχύει κατά το δυνατόν το «ευρωπαϊκό» του πρόσωπο. Στο τελευταίο αυτό σημείο, ο πρωθυπουργός κινείται στη βάση ενός σημαντικού στοιχείου: Η Ελλάδα ως χώρα-μέλος της Ε.Ε. είχε «γερμανικό» προσανατολισμό για δεκαετίες. Αρχικά, στο ΠΑΣΟΚ της «αλλαγής» η Γερμανία είχε σταθερούς φίλους (γνωστός τότε ο κύκλος των «Γερμανών» του κόμματος, όπως, π.χ. ο Ακης Τσοχατζόπουλος και ο Κ. Σημίτης). Στη συνέχεια, επί των ημερών της τριετούς πρωθυπουργίας του κ. Κ. Μητσοτάκη, οι δεσμοί με το Βερολίνο ενισχύθηκαν ιδιαίτερα, και μάλιστα η Αθήνα ευθυγραμμίστηκε το 1991 με την «ευρωπαϊκή» πολιτική του Γκένσερ στα Βαλκάνια. Και στην οκταετία του ΠΑΣΟΚ του κ. Κ. Σημίτη οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις άνθησαν ποικιλοτρόπως. Η Ελλάδα είχε πάψει πλέον να συντάσσεται με τη «γαλλική» Ευρώπη, στο πλαίσιο που είχε δημιουργηθεί στη Μεταπολίτευση με τη στενή στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασία Αθήνας-Παρισίων επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Τώρα, με κυβέρνηση της Αριστεράς, η Αθήνα επανέρχεται στον δρόμο της «γαλλικής» Ε.Ε., που πλέον έχει ενισχυθεί λόγω της έντονης αντίδρασης της Ουάσινγκτον και των σοσιαλιστών φίλων της στο Παρίσι απέναντι στη γερμανική οικονομική επιθετικότητα, η οποία φέρνει κινδύνους εσωτερικών διαιρέσεων στην Ευρώπη. Ο κ. Αλ. Τσίπρας ενισχύεται στην Αθήνα και από πολιτικούς φίλους των Γάλλων, ευρωπαϊστές, όπως είναι ο «καραμανλικής» παράδοσης Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Πρ. Παυλόπουλος. Ετσι, το Βερολίνο, παρά το ότι κρατάει τις «καλές γνωριμίες» του με τραπεζίτες και τον «σημιτικό» κύκλο, χάνει έδαφος, καθώς μάλιστα η φιλική προς τη Γερμανία ΠΑΣΟΚογενής, πρώτιστα, «Κεντροαριστερά» παρακμάζει.

Θέματα στον παραμερισμό της Ρωσίας

Ο κ. Πούτιν δεν έχει να περιμένει πολλά από την Αθήνα. Και δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που μια ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να υλοποιήσει πολιτικές σοβαρής συνεργασίας με τη Μόσχα. Ο ρεαλιστής Ρώσος πρόεδρος «κατανοεί» μεν την αδυναμία του κ. Τσίπρα, αλλά δεν μπορεί να αγνοεί την αμερικανική «δραστηριότητα» στην Ελλάδα, ούτε και την ελληνική «συμμετοχή» στον νέο «Ψυχρό Πόλεμο» ΗΠΑ-Ρωσίας.

Ετσι, η Μόσχα δεν αντέδρασε μεν όταν τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση Τσίπρα ετοιμάστηκε να υπακούσει στην αμερικανική «οδηγία» για άρση της άδειας διέλευσης ρωσικών αεροσκαφών προς Συρία, μέσω του FIR Αθηνών (τελικά έκλεισε τον δικό της εναέριο χώρο η Βουλγαρία, οπότε το θέμα «έληξε»), αλλά επέμεινε. Προ ημερών, η Μόσχα ζήτησε πάλι άνοιγμα του FIR Αθηνών. Η ελληνική πλευρά αθορύβως έδωσε την άδεια και διαβεβαίωσε τον «δυτικό παράγοντα» ότι το ρωσικό φορτίο είναι μόνο υλικό για ανθρωπιστική βοήθεια στη Συρία. Δύσκολη ισορροπία για τον κ. Αλέξη Τσίπρα.