Τα διλήμματα του Καραμανλή στη Νέα Δημοκρατία
<p>Ο πρώην πρωθυπουργός και ο πυρήνας του στην επόμενη ημέρα των εκλογών</p> <p> </p>
Της Μαριάννας Πυργιώτη - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
«Αυτή την εκλογή θα τη χάσω, μόνον αν γίνει νοθεία», είχε πει ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης όταν είχε ξεκινήσει η προεκλογική μάχη… Και το είχε πει υπολογίζοντας ότι η πολιτική persona του, οικεία, σταθερή και ενωτική διαχρονικά για τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, γινόταν κυριολεκτικά ανίκητη με τη στήριξη του Κώστα Καραμανλή, της ισχυρότερης προσωπικότητας – ή… ιδιοκτήτη του κόμματος.
Τα ποσοστά της Κυριακής, παρόλο που ήταν κατώτερα των αρχικών προσδοκιών (πριν από την αναβολή του πρώτου γύρου περίμεναν πάνω από 45% ή εκλογή από τον πρώτο γύρο), έδωσαν ένα καθαρό στίγμα σε σχέση με τον δεύτερο, που τελικά ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΣ
Με αυτό το δεδομένο, που δεν ήταν αναμενόμενο, αλλά σενάριο-έκπληξη, η Παναγή Κυριακού και ο «καραμανλικός» πολιτικός πυρήνας μάλλον αιφνιδιάστηκαν δυσάρεστα. Διότι το «καλό» δικό τους σενάριο ήταν να βρίσκεται ο Απόστολος Τζιτζικώστας στη δεύτερη θέση. Για ποιους λόγους;
Πρώτον, διότι τον θεωρούσαν πολύ πιο εύκολο αντίπαλο από κάθε άποψη.
Δεύτερον, διότι, παρά τη βαθιά ενόχληση από τη στήριξη που του έδωσε η σκληρή δεξιά και πρώην «σαμαρική παρέα», όπως χαρακτηρίζονται ο Μάκης Βορίδης ή ο Τάκης Μπαλτάκος κ.ά., ο Απ. Τζιτζικώστας παρέμενε ένα «δικό τους» παιδί, ολίγον… έως πολύ άτακτο και ανυπάκουο, αλλά «δικό τους».
Τρίτον, διότι θα έβγαινε νοκ-άουτ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, μην ξεχνάμε, είχε ενοχλήσει βαθύτατα και ασυγχώρητα με την άρνησή του να ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο για Πρόεδρο Δημοκρατίας, και μάλιστα με συγκεκριμένο σκεπτικό, που επανέλαβε τις προάλλες. Η σκληρή κριτική για τα Δεκεμβριανά του 2008 δεν χτυπούσε τόσο τον κ. Παυλόπουλο όσο τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό, Κώστα Καραμανλή.
Με άλλα λόγια, μια Νέα Δημοκρατία με πρόεδρο τον Κυριάκο θα είναι μια εξέλιξη που θα παραπέμπει περισσότερο σε αλλαγή ιδιοκτησίας, παρά σε αλλαγή προέδρου ή «ενοίκου».
ΤΟ DNA ΤΟΥΣ
Το περίεργο είναι ότι ο «μητσοτακικός» παράγοντας είναι στο DNA και των δύο υποψηφίων, ενώ ο «καραμανλικός» αφορά σε έναν και είναι… επίκτητος. Οπως έλεγε πρώην υπουργός, «ο Βαγγέλης στήριξε Σουφλιά το 1997. Μετά έδεσε με τον Κώστα και ήταν πολύ καλός γραμματέας, ο καλύτερος, αλλά πάντα επηρεαζόταν και από τον Μητσοτάκη και από την Ντόρα. Ο μόνος λόγος που σήμερα συζητάμε είναι γιατί κοντράρισε καθαρά κι ανοιχτά τον Σαμαρά».
Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια αυτής της προεκλογικής περιόδου υπήρξε εμφανής ενόχληση στο στενό περιβάλλον Καραμανλή από κινήσεις του Β. Μεϊμαράκη, ειδικά όταν αυτές κλόνιζαν ή διέψευδαν το «ενωτικό και έμπειρο προφίλ» του. Διότι το βασικό επιχείρημα της Παναγή Κυριακού ήταν ένα: «Ο Βαγγέλης έχει την εμπειρία και είναι ο μόνος που μπορεί να κρατήσει το κόμμα ενωμένο αυτή την περίοδο».
Τώρα το δίλημμα αλλάζει, διότι θέμα διάσπασης δεν μπορεί εύκολα να σταθεί και, πάντως, όχι επειδή κινδυνεύει από ακρότητες το κόμμα, αν εκλεγεί ο κ. Μητσοτάκης. Τίθεται πολιτικά σαν δίλημμα
μεταξύ κοινωνικού φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν οι 430.000 ψηφοφόροι θα συγκινηθούν ιδιαίτερα! Επίσης, δεν μπορεί να διατυπωθεί, ούτε καν να υπονοηθεί θέμα Σαμαρά, παρότι ο Αδωνις Γεωργιάδης έσπευσε να στηρίξει Μητσοτάκη. Αρα, απομένει ένα κλασικό, πλην πάντα επίκαιρο ερώτημα, στο οποίο μέχρι στιγμής οι Νεοδημοκράτες από το 1993 και μετά απαντούσαν στις εκλογές προέδρων καθαρά: Να γίνει «μητσοτακικό» το κόμμα; Οχι…
Τώρα συγκινεί ένα τέτοιο δίλημμα στην Ελλάδα της κρίσης και με κυβέρνηση της Αριστεράς το σωτήριο έτος 2016; Η απάντηση είναι ναι, υπό προϋποθέσεις. Και βασική προϋπόθεση για τους Νεοδημοκράτες είναι να υπάρχει προοπτική νίκης, διότι, διαφορετικά, ούτε συγκινούνται ούτε πείθονται. Στο μυαλό των περισσοτέρων ο Κ. Καραμανλής είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η «ηγετική» φυσιογνωμία του χώρου και η υποσχετική της δικής του παρέμβασης, επιστροφής, ρόλου ή οτιδήποτε σχετικό με την κεντρική πολιτική σκηνή είναι η υποσχετική που έχει αντίκρισμα στον κόσμο της Νέας Δημοκρατίας. Η υποψηφιότητα Μεϊμαράκη έχει αυτό ακριβώς το στοιχείο, όσο κι αν υπολείπεται σε δυναμική ανανέωσης και αλλαγής. Και με δεδομένο ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο κ. Μητσοτάκης δεν έχουν διαφορετική ατζέντα σε σχέση με την αντιπολιτευτική τακτική απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει πρόσφορο πεδίο διαχωρισμού τους.
Ο ρόλος του σε κυβέρνηση ενός μεγάλου συνασπισμού
Υπάρχει ένα πολύ διαφορετικό σενάριο, ανάλογα με το ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος της Ν.Δ. στις 10 Ιανουαρίου. Αν είναι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, μπορεί να εκδηλωθεί ένα σκληρό δεξιό ρεύμα αμφισβήτησης, που στην πραγματικότητα θα αφορά πολύ περισσότερο σε προσωπικές, παρά σε πολιτικές επιλογές. Οπως έγραψε χαρακτηριστικά το γνωστό site που στηρίζει τον Αντώνη Σαμαρά «antinews»: «Η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται ισχυρή φωνή… Με τσαμπουκά “μητσοτακέικο”; Ας γίνει κι έτσι, διότι ο εχθρός είναι έξω από τις πύλες του κόμματος… Δυστυχώς, τα καμώματα των “καραμανλικών” τού έχουν δώσει την αίσθηση αυτή και γι’ αυτό παίζει χωρίς αντίπαλο…». Και κατέληγε προειδοποιώντας για περίπτωση ανοχής στην κυβέρνηση: «Μη διανοηθούν να το κάνουν οι... ινστρούχτορες της Συγγρού, γιατί τότε η διάσπαση θα είναι σίγουρη. Και δεν θα φταίνε αυτοί που θα φύγουν από την πολυκατοικία. Ο ιδιοκτήτης θα φταίει». Ο «ιδιοκτήτης», όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι η όποια διάσπαση προς τα δεξιά αφενός θα χρεωθεί στον κ. Σαμαρά για δεύτερη φορά και αφετέρου θα επιτρέψει στον κεντροδεξιό χώρο να κινηθεί ακόμη πιο ελεύθερα προς το Κέντρο, εκεί όπου μια κρίσιμη «δεξαμενή» ψηφοφόρων είναι άστεγη. Τι άλλο γνωρίζει; Οτι η συντριπτική πλειονότητα θέλει και εθνική συνεννόηση και μια σοβαρή λειτουργική κι όχι ευκαιριακή κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, που θα βγάλει τη χώρα από την πολυετή κρίση. Τούτων δοθέντων, ο μελλοντικός ρόλος Καραμανλή αφορά στη μεγαλύτερη κι όχι στη μικρότερη σκηνή. Είτε με την παρούσα κομματική διάταξη είτε με μια αναδιάταξη των δυνάμεων από τις παρυφές της μετριοπαθούς Κεντροαριστεράς έως τις παρυφές της σκληρής Δεξιάς. Δηλαδή, θα είναι ηγετικός ρόλος σε μια κυβέρνηση με τα σημερινά κόμματα ή σε ένα νέο, ευρύτερο, μεγάλο κόμμα, που θα διεκδικήσει δυναμικά την εξουσία.