Τη Μόσχα επισκέπτεται, σήμερα και αύριο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ύστερα από πρόσκληση της Ρωσικής Προεδρικής Ακαδημίας Εθνικής Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης, η οποία τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα. Τον Πρόεδρο υποδέχθηκε ο πρύτανης της Ακαδημίας, Βλαντίμιρ Μάου.

Κατά την τελετή αναγόρευσης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μίλησε, από το βήμα της Ρωσικής Ακαδημίας, με θέμα: "Ο Νόμος μεταξύ Φυσικής και Νομικής Επιστήμης".

Στη συνέχεια, ο κ. Παυλόπουλος θα συναντηθεί με τον πρόεδρο της Ρωσικής Δούμας Σεργκέι Ναρίσκιν. Αύριο, θα συναντηθεί με τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλάντιμιρ Πούτιν.
   Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ρωσική Ακαδημία, με θέμα: «Ο ΝΟΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»

   Εισαγωγή

   Ως νόμος, lato sensu, νοείται γενικώς ο κανόνας ο οποίος προσδιορίζει, υπό όρους που είναι δυνατό να ελεγχθούν επιστημονικώς, την σχέση αιτίου και αιτιατού. Γι' αυτό λοιπόν ο ως άνω κανόνας αντιστοιχεί σ' ένα είδος «τύπου», από την ενεργοποίηση του οποίου παράγονται συγκεκριμένες συνέπειες, δια της οδού της υπαγωγής σ' αυτόν των πραγματικών δεδομένων που αντιστοιχούν στην, in concreto, αντικειμενική του υπόσταση.

   Ι. Φυσικός και θεσμικός «νόμος».
   Τούτο προκύπτει σαφώς και από την ίδια την ετυμολογική ρίζα του όρου «νόμος»: Από ετυμολογική άποψη, το ουσιαστικό «νόμος» συναρτάται με το ρήμα «νέμω». Εξ ου και η πλατωνική θέση ότι ο νόμος σηματοδοτεί «τήν τοῦ νοός διανομήν». Περαιτέρω, ο νόμος συνδέεται ετυμολογικώς και με το ρήμα «νομίζω», υπό την θεσμοθετική του έννοια, ήτοι υπό την έννοια του «θεωρώ» ή και «παραδέχομαι». Άρα ο νόμος ενσωματώνει, από την φύση του, μια διπλήν υποκειμενικότητα: Κατά πρώτο λόγο την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης θεώρησης της, εξ ορισμού, αντικειμενικής φύσης του νόμου. Και, κατά δεύτερο λόγο, την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης θεώρησης των από την ενεργοποίηση του νόμου επερχόμενων αποτελεσμάτων, τα οποία σ' ορισμένες περιπτώσεις ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργεί, ιδίως κατά την αέναη -και σύμφυτη με τον προορισμό του- προσπάθεια αντιμετώπισης της φθοράς του. Και τούτο διότι προκρίνει, σε κάθε φάση της εκδηλούμενης ενδομύχως «ανησυχίας» ή και «απορίας» του, τα μέσα της, κατά την υποκειμενική του κρίση, άμυνάς του έναντι του αναποδράστως επερχόμενου τέλους του. Στο πρότυπο αυτό του νόμου αντιστοιχούν, βεβαίως υπό διαφορετικό αντιστοίχως εποπτικό πρίσμα, τόσον ο φυσικός νόμος, δηλαδή ο νόμος που διέπει την ερμηνεία ενός φυσικού φαινομένου. Όσον και ο θεσμικώς νοούμενος νόμος, δηλαδή ο κατά το θετικό δίκαιο νόμος, με τον οποίο θεσπίζεται ad hoc κανόνας δικαίου.

    Ειδικότερα:

   Α. Ο φυσικός νόμος προσδιορίζει και το αίτιο ή τα αίτια -άρα όχι μόνο, αν αναλογισθεί κανείς ότι ο φυσικός νόμος προσδιορίζει και την διαδικασία παραγωγής του φυσικού φαινομένου- τα οποία βρίσκονται στη ρίζα παραγωγής ενός φυσικού φαινομένου. Συγκεκριμένα, κατά την λειτουργία του υπάγονται στην αντικειμενική του υπόσταση τα πραγματικά δεδομένα του υπό έρευνα φυσικού φαινομένου, προκειμένου ν' αναζητηθεί και, τελικώς, να εξευρεθεί επιστημονικώς το αίτιό του και όχι μόνον, όπως ήδη επισημάνθηκε.

   Β. Ο θεσμικώς νοούμενος νόμος, ήτοι ο κατά το θετικό δίκαιο νόμος -ο οποίος αυτονοήτως διακρίνεται από το «φυσικό δίκαιο», που ανήκει στη σφαίρα της μεταφυσικής έρευνας και αντιδιαστέλλεται προς το θετικό δίκαιο- ο οποίος θεσπίζει κανόνα δικαίου, τίθεται σε λειτουργία από το αρμόδιο για την ερμηνεία κι εφαρμογή του όργανο. Συγκεκριμένα κατά την λειτουργία του, και μέσω της κατά τους όρους της νομικής επιστήμης υπαγωγής στον θεσπισμένο κανόνα δικαίου των κάθε είδους πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν στην αντικειμενική του υπόσταση, επέρχονται οι απ' αυτόν προβλεπόμενες έννομες συνέπειες.

   ΙΙ. Οι αμοιβαίες σχέσεις και διαφορές.
   Ως εκ τούτων, οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ φυσικού νόμου και θεσμικώς νοούμενου νόμου δεν ανάγονται τόσο στην αμοιβαία δομή τους, η οποία είναι κατά βάση η αυτή. Αντιθέτως, ανάγονται πολύ περισσότερο στην καταγωγή καθενός τους και, επέκεινα, ιδίως στους όρους υπό τους οποίους η αντίστοιχη -και σαφώς διακρινόμενη με βάση τους οικείους μεθοδολογικούς κανόνες- επιστημονική έρευνα οδηγείται στον ακριβή εντοπισμό του αιτίου που παράγει το αιτιατό. Κατά την εξειδίκευση της γενικής αυτής διαπίστωσης προκύπτουν και τ' ακόλουθα:
   Α. Ο φυσικός νόμος έχει, εκ καταγωγής, εξωγενή του ανθρώπου προέλευση. Μ' άλλες λέξεις η αντικειμενική του υπόσταση υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση και, άρα, δεν εξαρτάται απ' αυτήν.
   1. Η τελευταία απλώς επιχειρεί, μέσω των κανόνων της επιστήμης, ν' αποκαλύψει το περιεχόμενο του φυσικού νόμου. Και, σαφέστερα, αφενός αυτό τούτο το αίτιο, αφετέρου δε τον τρόπο, με τον οποίο το αίτιο οδηγεί στο αιτιατό. Η νομοτέλεια λοιπόν είναι, εξ ορισμού, συστατικό στοιχείο του φυσικού νόμου, ακριβώς λόγω της ανεξάρτητης από την ανθρώπινη υποκειμενικότητα υπόστασής του.
   2. Τούτο ενεργοποιεί τις εξής, συνακόλουθες, επιπτώσεις:

   α) Ο φυσικός νόμος παράγει τις συνέπειές του εν πάση περιπτώσει. Δηλαδή ανεξάρτητα από το αν ο άνθρωπος έχει επιστημονικώς ανακαλύψει τα δεδομένα της όλης λειτουργίας του.

   β) Επέκεινα, αν η θεώρηση του φυσικού νόμου από τον άνθρωπο είναι η ορθή, απλώς τον εξηγεί και τον επιβεβαιώνει. Αν, αντιθέτως, η θεώρηση αυτή είναι εσφαλμένη, ο φυσικός νόμος λειτουργεί με τα δικά του, αποκλειστικώς, δεδομένα, εντελώς ανεπηρέαστος από την επιστημονικώς στρεβλή εξήγησή του. Γι' αυτό και ως lex naturalis αποδίδει πληρέστερα το οριακό μέγεθος της lex aeterna. Π.χ., η γη δεν έπαψε να κινείται και να περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, όταν για αιώνες κυριαρχούσε επιστημονικώς, και μάλιστα με αυστηρότατες κυρώσεις σε περίπτωση αμφισβήτησης της «αυθεντίας» της, η αντίληψη περί ακινησίας της και περί περιστροφής γύρω απ' αυτήν των άλλων ουράνιων σωμάτων. Ακόμη δε περισσότερο π.χ. η γενική αλλά και η ειδική θεωρία της σχετικότητας ήλθε να υποκατασταθεί κατά σημαντικό μέρος -ως «νέο παράδειγμα» σύμφωνα με την θεωρία των «επιστημονικών επαναστάσεων» του Thomas Kuhn («The Structure of Scientific Revolutions», 1962)- στη νευτώνια αντίληψη περί φυσικής, ακριβώς επειδή η ως τότε «αυθεντία» του Νεύτωνος αποδείχθηκε, κατά το ίδιο σημαντικό μέρος, ξεπερασμένη.

   Β. Σ' αντιδιαστολή προς τον φυσικό νόμο, ο θεσμικώς νοούμενος νόμος είναι αποκλειστικώς δημιούργημα του ανθρώπου. Με την έννοια ότι ο κανόνας δικαίου, τον οποίον ο νόμος θεσπίζει ως στοιχείο του θετικού δικαίου, εκπορεύεται εξ ολοκλήρου -ήτοι και ως προς τη διαμόρφωσή του και ως προς την ερμηνεία του και, εντέλει, ως προς την κάθε μορφής εφαρμογή του- από τον άνθρωπο που δρα κυρίως στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης.

   1. Άρα, και σ' αντίθεση προς τον φυσικό νόμο, ο θεσμικώς νοούμενος νόμος εξαρτάται, πάντα κατά τους κανόνες της νομικής επιστήμης, πλήρως από την ανθρώπινη παρέμβαση, αφού:
   α) Κατ' αποτέλεσμα, η κανονιστική του υπόσταση διαμορφώνεται από τον άνθρωπο δίχως να έχουν, κατ' ανάγκην, πρωτογενώς καθοριστική επιρροή τα πραγματικά -πρωτίστως κοινωνικοοικονομικά- δεδομένα, τα οποία συνιστούν την, εν δυνάμει, υποδομή του. Συνιστά δηλαδή καθ' ολοκληρίαν lex humana. Κι αυτό γιατί τα ως άνω δεδομένα βρίσκονται εκτός του πλαισίου της κανονιστικής επιρροής του θεσπιζόμενου κανόνα δικαίου. Είναι δε αυτή η εγγενής αντίφαση μεταξύ του κανόνα δικαίου ως εποικοδομήματος και της υποδομής του, η οποία προκαλεί και καθορίζει την προσκαιρότητα των έννομων συνεπειών του: Λόγω της αντιφατικής του εξέλιξης ο κανόνας δικαίου «τρέχει», κατ' αποτέλεσμα, πίσω από τα γεγονότα που καλείται να πλαισιώσει κανονιστικώς.
   β) Ακόμη δε περισσότερο, κατ' ουσίαν οι περαιτέρω κανονιστικές του συνέπειες επέρχονται όχι με βάση την εξ αντικειμένου υπόστασή του, αλλά σχεδόν αποκλειστικώς με βάση την κρίση του οργάνου που έχει την αρμοδιότητα ερμηνείας και εφαρμογής του. Υπ' αυτή την διπλή λογική η εφήμερη υπόσταση του θεσμικώς νοούμενου νόμου οφείλεται στο ότι τόσον η δημιουργία του όσο και η ερμηνεία κι εφαρμογή του ανήκουν, επίσης σχεδόν αποκλειστικώς, στην σφαίρα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
 

 2. Κατ' ακολουθία -και σε πλήρη αντίθεση προς τις συνέπειες του φυσικού νόμου- ο θεσμικώς νοούμενος νόμος:
   α) Ακόμη και αν δεν ανταποκρίνεται, κατά την όλη θέσπισή του, προς τα πραγματικά δεδομένα που καλείται να ρυθμίσει επειδή συνιστούν την υποδομή του ισχύει, δίχως άλλη προϋπόθεση, κανονιστικώς και παράγει στο ακέραιο τα επέκεινα έννομα αποτελέσματά του.
   β) Α fortiori, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ο θεσπιζόμενος από το νόμο κανόνας δικαίου ανταποκρίνεται πλήρως στην κοινωνικοοικονομική υποδομή προέλευσής του, πλην όμως η από τα προς τούτο αρμόδια όργανα ερμηνεία κι εφαρμογή του είναι επιστημονικώς στρεβλή σε σχέση με το κανονιστικό του πλαίσιο, και πάλι παράγει, δίχως άλλης μορφής προαπαιτούμενο ή έλεγχο, έννομα και δεσμευτικά αποτελέσματα.
   3. Από τα ως άνω υποκειμενικά -φυσικά ανθρωπίνως- στοιχεία του θεσμικώς νοούμενου νόμου συνάγονται, κατ' ανάγκη, και τ' ακόλουθα, τα οποία αναμφισβητήτως δεν ισχύουν για τον φυσικό νόμο, ο οποίος ουδόλως εξαρτάται, όπως ήδη εκτέθηκε, από την ανθρώπινη υποκειμενικότητα:
   α) Η μη ανταπόκριση του θεσπιζόμενου από το νόμο κανόνα δικαίου προς τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα τα οποία πρέπει, κατά τους ορισμούς της επιστήμης, να θεμελιώνουν την υποδομή του ναι μεν δεν αναιρεί την κανονιστική ενεργοποίησή του. Πλην όμως ασκεί καθοριστική επιρροή στην ταχύτερη κανονιστική του αποδυνάμωση και, κατ' επέκταση, στην ανάδειξη της ανάγκης αντικατάστασής του από άλλον, κανονιστικώς κατάλληλο, κανόνα δικαίου.
   β) Έτι περαιτέρω, ακόμη και όταν ο νόμος υπακούει στα κοινωνικοοικονομικά κελεύσματα της υποδομής του, πλην όμως η από τ' αρμόδια όργανα ερμηνεία και εφαρμογή του έρχεται, κατ' εξακολούθηση, σ' αντίθεση προς το γράμμα και το πνεύμα του -άρα προς την κατά τους κανόνες της νομικής επιστήμης ενεργοποίησή του- αυτή η, per se, διαιωνιζόμενη αντίφαση υπονομεύει τα θεμέλια της επιστημονικής και, ιδίως, κοινωνικής αποδοχής του.
   Επίλογος
    Έτσι όμως η πορεία των πραγμάτων οδηγεί όχι τόσο στην αναθεώρηση της εσφαλμένης ερμηνείας κι εφαρμογής του κανόνα δικαίου που θεσπίζει ο νόμος αλλά, περισσότερο, και πάλι στην διαπίστωση της ανάγκης αντικατάστασής του με άλλο νόμο και κανόνα δικαίου. Ο οποίος, υπ' αυτά τ' ανεπαρκή δεδομένα αντιμετώπισης των ελαττωμάτων ως προς την παραγωγή των κανονιστικού περιεχομένου αποτελεσμάτων του, μάλλον θα έχει την ίδια, μοιραία, θεσμική κατάληξη.