΄Της Ελένης Καλογεροπούλου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ως άσο στο μανίκι της έχει η κυβέρνηση την αλλαγή του εκλογικού νόμου προς το αναλογικότερο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πολλά υποσχόμενο «νεοφιλελεύθερο» (όπως τον χαρακτηρίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ) Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος εντελώς αιφνιδιαστικά βρέθηκε να είναι ο πολιτικός αντίπαλος του Αλέξη Τσίπρα. Μάλιστα, το Μέγαρο Μαξίμου, προκειμένου να ξεπεράσει τους σκοπέλους και τα προσκόμματα που θα βρει σε αυτή τη διαδικασία, επεξεργάζεται και το σενάριο του δημοψηφίσματος για αλλαγή του νόμου πριν από το καλοκαίρι. Ηδη χθες στη συνάντηση που είχε με τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα γνωστοποίησε την πρόθεση της κυβέρνησης να προωθήσει συνταγματική αναθεώρηση και αλλαγή του εκλογικού νόμου. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο αριστερός τακτικισμός θα βρεθεί σε πλήρη σύγκρουση με τις γνωστές απόψεις της νεοφιλελεύθερης «μητσοτακικής» αντίληψης το αμέσως επόμενο διάστημα και κανείς δεν ξέρει πού μπορεί αυτή να φτάσει.

Στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν καταλήξει, μάλιστα, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη διεύρυνση της Ν.Δ. προς το Κέντρο -και γι’ αυτό τον λόγο κάνει ανοίγματα προς τα άλλα κόμματα- όσο για το πώς θα εμποδίσει την αλλαγή του εκλογικού νόμου προς το αναλογικότερο, δεδομένου ότι -όπως λένε στο πρωθυπουργικό επιτελείο- όλα τα εν δυνάμει «διαπλεκόμενα» συστήματα στο εσωτερικό και το εξωτερικό θα εργαστούν προκειμένου να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας το δικό τους παιδί και όλα τα πράγματα να μπουν σε μια τάξη...

Καθώς μάλιστα οι πληροφορίες λένε ότι η όποια αλλαγή θα μειώνει, στην καλύτερη περίπτωση, το μπόνους του πρώτου κόμματος και σε σχεδόν καμία περίπτωση δεν θα μπορεί να σχηματιστεί ισχυρή κυβέρνηση, τα στελέχη της Ν.Δ. προσπαθούν να προλάβουν τις εξελίξεις και τη δυνατότητα που δίνει το Σύνταγμα για να στηθούν οι κάλπες.

Ο ΣΤΟΧΟΣ

Οπως λένε μάλιστα στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, ο διεμβολισμός του ΠΑΣΟΚ και του «Ποταμιού» από τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη στοχεύει μόνο στο να μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών που θα ψηφίσει υπέρ της αλλαγής του εκλογικού νόμου, όταν θα κατατεθεί από την κυβέρνηση η σχετική πρόταση, η οποία θα συμπεριλαμβάνει και τις απόψεις των άλλων κομμάτων. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στο Αρθρο 44, παράγραφο 2, εδάφιο 2, «αν ψηφιστεί στη Βουλή νομοσχέδιο για αλλαγή του εκλογικού νόμου, τότε πριν δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να προκηρύξει με διάταγμα δημοψήφισμα, αν αυτό αποφάσισαν προηγουμένως τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών (δηλαδή 180 βουλευτές), ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων».

Η ρύθμιση αφορά δημοψήφισμα για νομοσχέδια ψηφισμένα, που αφορούν «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά», και στο ίδιο εδάφιο ορίζεται ότι «δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο».

Η κυβέρνηση λοιπόν θεωρεί ότι μαζί με τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του «Ποταμιού» και της Ενωσης Κεντρώων θα έχει τον πολυπόθητο αριθμό των 180 βουλευτών που χρειάζεται το νομοθέτημα για να μπει σε δημοψήφισμα, ακόμα και αν έχουν «αποστατήσει» κάποια από τα μικρότερα κόμματα και έχουν ενταχθεί στη Ν.Δ.

Οι πληροφορίες, πάντως, λένε ότι τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε πολιτειακό επίπεδο οι απόψεις είναι διχασμένες για το τι είδους εκλογικός νόμος θα είναι αυτός που θα αντικαταστήσει τον υπάρχοντα.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Το διλημματικό ερώτημα είναι σαφές: Από την αλλαγή του νόμου θα μπορεί να προκύψει τα επόμενα χρόνια μια κυβέρνηση ισχυρή, η οποία θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα σοβαρά θέματα του τόπου και τις προκλήσεις των καιρών, ή μοιραία θα πάμε στην ιταλοποίηση του πολιτικού συστήματος, με κυβερνήσεις τριών μηνών και πλήρη ακυβερνησία;

Κάποιοι στην κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα σαφώς αναλογικότερο σύστημα, με μείωση του μπόνους των 50 εδρών που παίρνει το πρώτο κόμμα στις 20, χωρίς όμως παράλληλα να υπάρξει μείωση του 3% προκειμένου να μπει ένα κόμμα στη Βουλή.

Μάλιστα, απόλυτα ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει διαμηνύσει στην ηγεσία της κυβέρνησης ότι θεωρεί αιτία σοβαρής πολιτικής αστάθειας και ενδεχόμενης ακυβερνησίας το να προχωρήσει το σενάριο της απλής αναλογικής και να γίνουν οι επόμενες εκλογές με αυτό το σύστημα.

Κάποια μέλη της κυβέρνησης, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι η αλλαγή θα πρέπει να είναι ριζική και να δίνει τη δυνατότητα και στα μικρότερα κόμματα να επιβιώσουν, άρα θα πρέπει το εκλογικό μέτρο να πέσει κάτω από το 3%. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει ένα νέο ρευστό πολιτικό σκηνικό για τα επόμενα χρόνια, αφού, με την απλή αναλογική, κυβέρνηση θα μπορεί να σχηματιστεί και με πρωτοβουλία του δεύτερου κόμματος, δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει μεγάλη διαφορά στους βουλευτές, αφού δεν θα υφίσταται το μπόνους στο πρώτο κόμμα.

Και περισσότερες περιφέρειες

Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών, Κώστας Πουλάκης, (φωτ.) έχει εκφράσει την άποψη ότι «όριο στη θεμιτή επιδίωξη μιας σταθερότητας είναι, σε κάθε περίπτωση, ο σεβασμός στον πλουραλιστικό χαρακτήρα της Δημοκρατίας και η αποφυγή εκτρωματικών και προφανώς δυσανάλογα ευνοϊκών για το πρώτο ή για τα δύο μεγάλα κόμματα ρυθμίσεων». Αλλο ένα σημαντικό στοιχείο στην αλλαγή του εκλογικού νόμου θα είναι η καταπολέμηση της διαπλοκής και του «μαύρου» πολιτικού χρήματος. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με το «σπάσιμο» των μεγάλων περιφερειών και την ανάδειξη τοπικών βουλευτών. Δηλαδή, για παράδειγμα, η Περιφέρεια Αττικής, η οποία είναι πάρα πολύ μεγάλη, θα μπορούσε να σπάσει σε μικρότερα κομμάτια (βόρεια προάστια, νότια, δυτικά και ανατολικά) ή ακόμα να υπάρξουν και μικρότερες περιφέρειες με βάση τους μεγάλους δήμους. Η συζήτηση, πάντως, για το θέμα του εκλογικού νόμου αναμένεται να ξεκινήσει το επόμενο τετράμηνο, αφού η κυβέρνηση θέλει να έχει τελειώσει με την πρώτη αξιολόγηση και ίσως με το θέμα του χρέους, καθώς θεωρεί ότι τότε δεν θα υπάρχει κανένας κίνδυνος για παράπλευρες απώλειες από τους υποστηρικτές του Κυριάκου Μητσοτάκη.