Ο Τσίπρας πηγαίνει σε ρήξη αν δεν μειωθεί το χρέος
<p>“Αν με πουλήσουν με το χρέος, θα φύγω...” η θέση του πρωθυπουργού</p>
Της Ελένης Καλογεροπούλου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Στοίχημα με τον εαυτό του έχει βάλει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας για το θέμα της απομείωσης του χρέους, αφού μέσα από αυτή τη διαδικασία προσδοκά την επανεμφάνισή του ως ηγέτη που πήρε τα ρίσκα του, αλλά τελικά κατάφερε να βάλει τη χώρα στην τροχιά της ανάπτυξης. Οσοι βρίσκονται κοντά του λένε ότι ο πρωθυπουργός με τον τρόπο του αφήνει να εννοηθεί ότι, εάν οι εταίροι τον «πουλήσουν» στο θέμα του χρέους, ενώ ο ίδιος πήρε δύσκολες και κοινωνικά επώδυνες αποφάσεις εφαρμόζοντας το τρίτο Μνημόνιο, τότε η πολιτική... επανεμφάνισή του, ως «Ελληνα Τσε», είναι η μοναδική λύση. «Ή παίρνω το χρέος ή φεύγω» είναι, με λίγα λόγια, η λογική που διακατέχει τον πρωθυπουργό, αφού η απόφασή του να δεχθεί το τρίτο Μνημόνιο το περασμένο καλοκαίρι δεν μπορεί να συμψηφιστεί με καμία άλλη λύση. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση σχεδόν καθημερινά καταγγέλλει πολιτικά και οικονομικά κέντρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τα οποία επιδιώκουν την πτώση της κυβέρνησης, η μετάλλαξη του Αλέξη Τσίπρα από μνημονιακό σε αντιμνημονιακό θα έρθει σχετικά εύκολα και μάλλον αυτονόητα.
ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ
Η επιχειρηματολογία του Μεγάρου Μαξίμου για να φορέσουν τα στελέχη του τα… αμπέχονά τους είναι ήδη διαμορφωμένη, καθώς οι συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα επιμένουν ότι πίσω από τα σχέδια της διαπλοκής κρύβεται ο ευσεβής πόθος η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. να περάσει τα δύσκολα και επώδυνα μέτρα και στη συνέχεια να κυβερνήσει «ο εν ζωή σωτήρας της χώρας», Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος μάλιστα θα λάβει και ως δώρο το χρέος. Σε αυτή τη λογική τα στελέχη της κυβέρνησης συμπεριλαμβάνουν τις ακραίες ενέργειες στις κινητοποιήσεις των αγροτών, τους τραμπουκισμούς εις βάρος υπουργών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, τις καταλήψεις, αλλά και τη σπουδή πολλών μέσων ενημέρωσης να παρουσιάσουν τη συγκέντρωση της Πέμπτης ως τη μεγαλύτερη κινητοποίηση εργαζομένων, όταν, όπως λένε, στο παρελθόν εμφάνιζαν τους εργαζομένους ως «μπαχαλάκηδες». Ομως, όπως λένε κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης, όσοι επεξεργάζονται σενάρια αντικατάστασης της κυβέρνησης μέσα από τέτοιες διαδικασίες «λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο», αφού ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει πει την τελευταία του κουβέντα, ούτε έχει κάνει την τελευταία του κίνηση, που δεν είναι άλλη από το να επιλέξει να τα «σπάσει» με τους εταίρους για το χρέος. Τότε όλες οι προσδοκίες όσων επεξεργάζονται τη μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχή θα πάνε στράφι και τα πράγματα μάλλον θα πάρουν μια πολύ δύσκολη και απρόβλεπτη τροπή. Αυτό γιατί μια νέα προσφυγή στις κάλπες μπορεί να φέρει πολιτικές αναταράξεις και απροσδόκητες καταστάσεις στη χώρα, καθώς οι πολίτες εμφανίζονται πλέον ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για τον ρόλο που διαδραματίζουν η Ε.Ε. και οι εταίροι μας, ιδιαίτερα μετά την επίθεση που δέχεται η χώρα για το Προσφυγικό.
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Το δόγμα «χρέος ή χάος» φαίνεται λοιπόν να κυριαρχεί στο Μέγαρο Μαξίμου και, εάν οι εταίροι αποφασίσουν να μην τρέξουν τις διαδικασίες ή να μη δώσουν αυτά που περιμένει η κυβέρνηση στο χρέος, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα περάσει στην… αντιπολίτευση και, όπως είναι γνωστό, αυτό τον ρόλο τον ξέρει πάρα πολύ καλά. Οπως επισημαίνουν μάλιστα κυβερνητικά στελέχη, επειδή ο Αλέξης Τσίπρας δεν προτίθεται να περάσει στην Ιστορία απλώς ως ο εφαρμοστής του τρίτου Μνημονίου και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ως αυτή που εφάρμοσε μόνο τις πιο δύσκολες μεταρρυθμίσεις, χωρίς ταυτόχρονα να κάνει κινήσεις που θα ανακούφιζαν τους πολίτες, ο πρωθυπουργός έχει αποφασίσει να πιέσει τις εξελίξεις γύρω από αυτό το θέμα, προκειμένου να αντιληφθεί τις πραγματικές προθέσεις των εταίρων. Οι συνεργάτες του μάλιστα χαρακτηρίζουν τη συγκυρία ενδιαφέρουσα για μια τέτοια συζήτηση, καθώς όλα τα θέματα είναι πλέον πάνω στο τραπέζι και η Ευρώπη… φλέγεται εξαιτίας του Προσφυγικού.
Σε αμηχανία οι Ευρωπαίοι λόγω και του Προσφυγικού
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει επενδύσει τα πάντα στο «κούρεμα» του χρέους. Το αφήγημά του αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας, τον περασμένο Ιούλιο, στήθηκε πάνω σε αυτή την υπόσχεση των δανειστών. Οτι, εάν εφαρμοστούν όλα τα μέτρα, θα ξεκινήσει η διαδικασία της απομείωσης, εξέλιξη που θα επηρεάσει θετικά την ελληνική οικονομία. Αυτό άλλωστε ήταν και το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο Αλέξης Τσίπρας για να πείσει τους κοινωνικούς εταίρους να συνεισφέρουν στις εργοδοτικές εισφορές και, απ’ ό,τι φάνηκε, τους έπεισε. Μόνο που από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλά πράγματα στην Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή οικονομία κλονίζεται, ενώ το Προσφυγικό αναδεικνύεται πρώτο θέμα στην ατζέντα των εταίρων. Κανείς αυτή τη στιγμή δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με το ελληνικό πρόβλημα -εκτός από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- και ουδείς ξέρει εάν πραγματικά η υπόσχεση των εταίρων μας θα γίνει πράξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά οι εκπρόσωποι των δανειστών εμφανίστηκαν στις συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση εμφανώς αμήχανοι. Οι πληροφορίες από τις Βρυξέλλες λένε ότι εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί στην Ευρώπη λόγω του Προσφυγικού οι υπάλληλοι των θεσμών δεν είχαν σαφείς εντολές για το πώς πρέπει να πάνε στις συνομιλίες και πόσο σκληροί χρειάζεται να εμφανιστούν. Ετσι, αρκέστηκαν στο να επαναλάβουν τις γνωστές μουρμούρες, ότι δεν δόθηκαν όλα τα στοιχεία, ενώ ζήτησαν επιτάχυνση των διαδικασιών. Η αλήθεια είναι ότι ούτε οι Βρυξέλλες, αλλά ούτε και το ΔΝΤ γνωρίζουν τη συγκεκριμένη στιγμή πώς πρέπει να χειριστούν το θέμα του προγράμματος. Εάν, δηλαδή, πρέπει να επιμείνουν στη σκληρή γραμμή ή εξαιτίας του Προσφυγικού να χαλαρώσουν τις απαιτήσεις.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται διχασμένοι, αφού ο Β. Σόιμπλε επιμένει ότι με κάθε κόστος πρέπει να εφαρμοστεί το πρόγραμμα, ανεξάρτητα από τα προβλήματα που υπάρχουν στην Ευρώπη εξαιτίας του Προσφυγικού. Από την άλλη, η Αγκελα Μέρκελ εμφανίζεται να έχει πείσει και την Κριστίν Λαγκάρντ ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί η στάση των θεσμών έναντι της Ελλάδας, καθώς η Γερμανίδα καγκελάριος αναγνωρίζει ότι η χώρα μας έχει επωμιστεί μεγάλο μέρος αυτού του προβλήματος. Ωστόσο, η κ. Λαγκάρντ επιμένει ακόμη σε αυστηρούς τόνους για την Ελλάδα. Παράλληλα, προσφυγικό και πρόγραμμα ήταν τα δύο θέματα που συζήτησε ο πρωθυπουργός με τη Γερμανίδα καγκελάριο στο Λονδίνο και στο περιθώριο της Διεθνούς Διάσκεψης Δωρητών για τη Συρία. Πληροφορίες από τις Βρυξέλλες πάντως αναφέρουν ότι σε τεχνικό επίπεδο στα χαμηλά κλιμάκια της Ε.Ε. έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος, χωρίς να μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις για την ανακούφιση της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με όσα λένε κοινοτικές πηγές, η πρόταση του ESM, που έχει κατατεθεί εδώ και καιρό, δεν έχει ακόμη την πλήρη στήριξη της Κομισιόν, η οποία επεξεργάζεται και δική της πρόταση. Ακόμα, όπως έχει γίνει γνωστό, η Ελλάδα δεν θα εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις, αλλά θα πάρει μέρος μόνο στο τελικό στάδιο των συζητήσεων. Δηλαδή, το σχέδιο θα ολοκληρωθεί, θα συζητηθεί από όλες τις πλευρές και στο τέλος θα παρουσιαστεί στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης. Οπως είναι γνωστό, αυτή η διαδικασία θα ξεκινήσει και θα τελειώσει αμέσως μετά την αξιολόγηση. Γι’ αυτό άλλωστε ο πρωθυπουργός βιάζεται να προχωρήσει γρήγορα η αξιολόγηση. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο ESM έχει καταθέσει κάποιες πρώτες προτάσεις, με βάση μια διπλή στρατηγική: Να επεκτείνει τη μέση ωρίμανση των δανείων του EFSF κατά πέντε χρόνια και να περιορίσει τα ποσά που πληρώνει η Ελλάδα ανά έτος μέσω: nΚαθυστέρησης των πληρωμών τόκων πέραν του 2022 (όταν θα έπρεπε να αρχίσουν να καταβάλλονται), αλλά μόνο εν μέρει, ώστε να υπάρχει συγκεκριμένο όριο στα κεφάλαια που αποπληρώνει η Ελλάδα ετησίως. nΔιασφάλισης ανώτατου ετήσιου ορίου αποπληρωμής ως ποσοστού επί του ΑΕΠ, για να μην επιβαρύνονται υπερβολικά τα δημόσια οικονομικά της χώρας.
Οι συνεργασίες με φόντο την «εθνική προσπάθεια»
Χρέος και εκλογικός νόμος αναμένεται να αποτελέσουν τα δυνατά χαρτιά της κυβέρνησης για τις μελλοντικές συνεργασίες σε κυβερνητικό επίπεδο, εφόσον υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις, ή προκειμένου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να αναβαπτιστεί στη συνείδηση του κόσμου μέσα από μια νέα κυβερνητική συμμαχία. Στόχος των παροικούντων το Μέγαρο Μαξίμου είναι να απευθυνθούν προς τα μικρότερα κόμματα, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, το «Ποτάμι», την Ενωση Κεντρώων και το ΚΚΕ, πρώτα απ' όλα για το θέμα του εκλογικού νόμου. Από τα τέσσερα αυτά κόμματα, ο απρόβλεπτος Βασίλης Λεβέντης θα μπορούσε να αποτελέσει έναν κατ’ αρχήν συνομιλητή του Αλέξη Τσίπρα για τον εκλογικό νόμο.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης, ενώ επιθυμεί μια τέτοια εξέλιξη, πολύ δύσκολα θα συναινέσει σε μια κυβερνητική πρόταση για τον εκλογικό νόμο, δεδομένου ότι τα περισσότερα χαρτιά του τα ποντάρει στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οσο για το ΚΚΕ, εάν η πρόταση δεν μιλά για απλή και άδολη αναλογική, ο Δημήτρης Κουτσούμπας δεν πρόκειται να συμφωνήσει με κανέναν τρόπο στο νέο νομοθέτημα. Μοναδικός υποστηρικτής μιας τέτοιας πρότασης μπορεί να είναι το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά, αν και εκεί τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα. Αυτό γιατί ο Κώστας Λαλιώτης μπορεί να επιμένει ότι ο εν δυνάμει σύμμαχος του ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη όμως η πλευρά Βενιζέλου επιμένει ότι το Κίνημα δεν το χωρίζει άβυσσος με τη Ν.Δ. Η πρόεδρος του κόμματος προσπαθεί να ακροβατήσει ανάμεσα στις δύο απόψεις, τελευταία, πάντως, επικρατεί η αίσθηση σε πολλά στελέχη του Κινήματος ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον εκλογικό νόμο περισσότερο σαν «τυράκι» για την έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου παρά επί της ουσίας. Πάντως, στην πρόσφατη συνάντησή του με την κ. Γεννηματά ο Αλ. Τσίπρας έθεσε το ζήτημα του νέου εκλογικού νόμου. Αντιλαμβανόμενοι ωστόσο στο Μέγαρο Μαξίμου ότι από την αλλαγή του εκλογικού νόμου τα οφέλη που θα αποκομίσουν θα είναι περιορισμένα, στρέφονται προς το θέμα του χρέους.
Το νέο σενάριο θέλει τον Αλέξη Τσίπρα, μετά την αξιολόγηση, να απευθύνει προσκλητήριο προς όλες τις πλευρές, προκειμένου μέσα από μια εθνική προσπάθεια να διεκδικήσουν το θέμα της απομείωσης. Μάλιστα, από τον ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ότι κάτω από αυτή την «ομπρέλα» θα μπορούσαν να βρεθούν ιδιαίτερα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Με αυτήν την πρόταση, ισχυρίζονται οι εμπνευστές της, όλες οι πλευρές θα έχουν να κερδίσουν κάτι. Η κυβέρνηση θα εμφανιστεί, με καινούργιο προφίλ μέσα από μια νέα κυβερνητική συνεργασία, να «ξεπλένει» το δύσκολο μνημονιακό παρελθόν της, δεδομένου ότι μια συνεργασία με ένα κόμμα που κινείται στον χώρο της Κεντροδεξιάς θα τους επανακαθορίσει πολιτικά. Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα έχει μείνει μακριά από το τρίτο Μνημόνιο, θα εμφανιστεί να δίνει μάχη για έναν εθνικό σκοπό, ο οποίος μελλοντικά θα φέρει σημαντικά πολιτικά οφέλη.