Ξυδάκης: Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αύξηση των προσφυγικών ροών όπως αυτή προς την Ελλάδα
<p>Ο αναπληρωτής υπουργός υπουργός Εξωτερικών παραχώρησε συνέντευξη σε Βελγικό τηλεοπτικό σταθμό </p>
Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αύξηση των προσφυγικών ροών όπως αυτή προς την Ελλάδα, τονίζει σε συνέντευξή του στο δελτίο ευρωπαϊκής ενημέρωσης Agence Europe ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ξυδάκης.
Κληθείς να απαντήσει σε ερώτηση για τη «σκληρή κριτική» που ασκείται στην Ελλάδα για την καθυστέρηση που έχει σημειωθεί στην κατασκευή των κέντρων καταγραφής μεταναστών, ο Ν. Ξυδάκης επισημαίνει ότι τέσσερα από τα πέντε hotspots είναι επί του παρόντος πλήρως λειτουργικά και πως το hotspot της Κω θα είναι έτοιμο σε λίγες εβδομάδες. Και προσθέτει: «Είναι η πρώτη φορά που μια χώρα της ΕΕ καλείται να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση και πρέπει να εφαρμόσει ένα σύνολο κανόνων που αφορούν στην υποδοχή, καταγραφή, ταυτοποίηση προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας.
Ο αριθμός των ατόμων είναι χίλιες φορές υψηλότερος σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ποια χώρα θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση; Η έναρξη λειτουργίας των hotspots αποτελεί ένα τιτάνιο έργο που έπρεπε να γίνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Πέραν των τεχνικών δυσκολιών, υπήρχε και έλλειψη πόρων».
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να εμπλακούν σε μεγαλύτερο βαθμό στη διαδικασία μετεγκατάστασης, ο Ν. Ξυδάκης τονίζει ότι η Ελλάδα αναμένει την περαιτέρω εμπλοκή και άλλων κρατών μελών «γιατί διαφορετικά δεν ωφελείται κανείς». Επισημαίνει ότι τα μισά κράτη-μέλη δεν έχουν συμμετάσχει στη διαδικασία αυτή και ότι παρά την πληθώρα αιτημάτων, δεν υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση. Το ίδιο ισχύει και με τη Frontex, η οποία έχει ζητήσει την ενίσχυσή της με 770 ειδικούς ενώ έχει ενισχυθεί μέχρι στιγμής με μόλις 114 άτομα.
Ο Ν. Ξυδάκης υπενθυμίζει επίσης ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ζητήσει βοήθεια ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου στο πλαίσιο της ενεργοποίησης του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας ορισμένες χώρες δεν έχουν προσφέρει τίποτα.
Για παράδειγμα, επισημαίνει, «η Ουγγαρία δεν έχει προσφέρει τίποτα, ούτε μια κουβέρτα». «Αυτό που έχει προσφέρει η Ουγγαρία είναι ένας αγκαθωτός φράκτης 100 χιλιομέτρων και μερικούς υπαλλήλους στη Frontex και στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο. Και έστειλαν περίπου 25 αστυνομικούς στην ΠΓΔΜ. Υπάρχουν όμως χώρες που εμφανίζονται αλληλέγγυες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Βουλγαρία καθώς και η ολλανδική Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου».
Όσον αφορά τη συμπεριφορά της Βουδαπέστης και αν αυτή στρέφεται κατά της Ελλάδας, ο Ν. Ξυδάκης επισημαίνει: «Δεν στρέφεται μόνο κατά της Ελλάδας, αλλά κατά της Ευρώπης». Τονίζοντας ότι αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για σύγκρουση με τους εταίρους, υπενθυμίζει ότι «οφείλουμε να βρούμε κοινές λύσεις, και η Ελλάδα θέλει να συνεισφέρει. Η κρίση αφορά πολλούς και καμία χώρα δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη. Είναι ένα τεράστιο πρόβλημα που θα μας συνοδεύει για αρκετό καιρό. Χρειαζόμαστε ένα μακροπρόθεσμο όραμα».
Αναφορικά με το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις χώρες που δεν εμφανίζονται πρόθυμες να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης, ο ίδιος τονίζει ότι «οι δράσεις της Επιτροπής δεν επαρκούν. Εναπόκειται και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να καταφέρει να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του».
Απαντώντας σε ερώτηση για τις επικείμενες μεταναστευτικές ροές, ο Ν. Ξυδάκης σημειώνει ότι είναι αδύνατον να προβλέψουμε τη συνέχεια των ροών για το 2016, δεδομένου ότι σημαντικό ρόλο παίζουν διαφορετικοί παράγοντες, όπως το σχέδιο δράσης ΕΕ-Τουρκίας, ο ρόλος του ΝΑΤΟ, που «ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει κυρίως στη διάλυση του δικτύου διακινητών. Ελπίδα μας είναι, όπως είναι και η ελπίδα της ΕΕ, να μειωθούν οι ροές».
Σε ερώτηση σχετικά με τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και την εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης για την αντιμετώπιση της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης από τουρκικής πλευράς, ο ίδιος σημείωσε: «Έχουμε πολύ στενή συνεργασία με την Τουρκία, με την τουρκική ακτοφυλακή, στη βάση της ανταλλαγής πληροφοριών, αλλά κάθε χώρα σέβεται την κυριαρχία της.
Η συμφωνία επανεισδοχής με την ΕΕ δεν είναι ακόμη σε ισχύ, θα είναι τον Ιούνιο και πρέπει να εργαστούμε ώστε να είναι αποτελεσματική. Όσον αφορά το Σχέδιο Δράσης, η Τουρκία έχει δώσει μια υπόσχεση και πρέπει να τους εμπιστευόμαστε. Είναι σε θέση να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους (συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης των δικτύων διακίνησης μεταναστών)».
Στο ίδιο πλαίσιο, τόνισε την ανάγκη για μεγαλύτερη υποστήριξη από την ΕΕ προς χώρες όπως η Ιορδανία και το Λίβανο, καθώς και μεγαλύτερη υποστήριξη των προσπαθειών που καταβάλλουν τα Ηνωμένα Έθνη, ιδίως μέσω του προγράμματος σίτισης των Σύριων προσφύγων, για το οποίο σημείωσε ότι παραμένει δραματικά υπο-χρηματοδοτούμενο. Επίσης, σημείωσε την ανάγκη η ΕΕ να ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή.
Σε ερώτηση σχετικά με το ενδεχόμενο επέκτασης από ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ των εσωτερικών συνοριακών ελέγχων στη ζώνη Σένγκεν ως και δύο έτη, ο Ν. Ξυδάκης απάντα ότι «από ψυχολογική άποψη, αυτό θα ήταν αρνητικό, καθώς θα συνιστούσε κατά κάποιο τρόπο τιμωρία της Ελλάδας.
Αλλά από πρακτική άποψη, η εξέλιξη αυτή δεν θα άλλαζε την κατάσταση, καθώς οι χώρες αυτές έχουν ήδη εφαρμόσει ελέγχους στα εσωτερικά τους σύνορα». Επ’ αυτού ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές δεν μετακινούνται με αεροπλάνο από την Ελλάδα προς τα λοιπά κράτη της ΕΕ και συμπλήρωσε ότι «μπορούμε να αποφύγουμε την ενεργοποίηση του άρθρου 26 του κώδικα Σένγκεν. Έχουμε αποδεχθεί τις (50) συστάσεις [της Ευρ. Επιτροπής] και έχουμε ήδη εφαρμόσει το ήμισυ αυτών».
Σε ερώτηση, τέλος, σχετικά με το σχέδιο δημιουργίας ευρωπαϊκής ακτοφυλακής/συνοριοφυλακής με δυνατότητα παρέμβασης χωρίς τη συναίνεση των κρατών-μελών, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών σημείωσε την υποστήριξη της Ελλάδας στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού φορέα με ανανεωμένη εντολή και καλύτερο εξοπλισμό, «αλλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς η ΕΕ θα μπορούσε να παρέμβει ενάντια στη θέληση ενός κράτους-μέλους.
Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν, το αντίθετο μάλιστα. Δύο χώρες, Ιταλία και Ελλάδα, έχουν ζητήσει βοήθεια. Δεν υπάρχει καμία άρνηση της βοήθειας αυτή. Απλά [η παρεχόμενη βοήθεια] δεν είναι αρκετή». Ο ίδιος τόνισε επίσης πως είναι πολύ εύκολη λύση να επικρίνεται η Ελλάδα ότι δεν προστατεύει επαρκώς τα σύνορά της, σημειώνοντας ότι οι επικριτές της χώρας δεν έχουν θαλάσσια σύνορα.
«Όταν βλέπουμε μια βάρκα να βυθίζεται, δεν είναι δυνατό να απωθήσουμε τους επιβαίνοντες, μπορούμε μόνο να τους διασώσουμε και να τους καταγράψουμε. Αυτό κάναμε λ.χ. στη Λέσβο, όπου κατεγράφησαν ως και 7.000 αφίξεις μέσα σε μια ημέρα. Καμιά άλλη χώρα δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή», καταλήγει.