Της Μαριάννας Πυργιώτη - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Με πραγματική «αφετηρία» την επόμενη ημέρα του 10ου Συνεδρίου της Ν.Δ., αλλά με «προθέρμανση» που έχει ήδη ξεκινήσει παρασκηνιακά και προσκηνιακά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα τρέξει στον αγώνα προσέλκυσης ψηφοφόρων του κρίσιμου πολιτικά κεντρώου χώρου, με διπλό στόχο: Από τη μία, να πείσει ένα μεγάλο τμήμα απογοητευμένων και αποστασιοποιημένων κεντροδεξιών και κεντροαριστερών στο παρελθόν πολιτών, που απείχαν στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία των εταιρειών δημοσκοπήσεων, τουλάχιστον το 50%-55% όσων δεν πήγαν στην κάλπη τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015, δηλαδή περίπου 350.000 πολίτες, είναι πρώην ψηφοφόροι της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜ.ΑΡ. με σαφώς μετριοπαθή πολιτικά χαρακτηριστικά.

Από την άλλη, υπάρχουν εν δυνάμει μετακινούμενοι από όσους ψήφισαν στις ίδιες αναμετρήσεις «Ποτάμι», ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜ.ΑΡ. - ένα σαφώς χαμηλότερο ποσοστό ψηφοφόρων, που όμως έχει επίσης «ελκυστικά» για τη Ν.Δ. ποιοτικά χαρακτηριστικά. Οι δύο όμοροι ή –κατ’ άλλους– ταυτόσημοι χώροι ταιριάζουν απόλυτα στο προφίλ της νέας Νέας Δημοκρατίας που φιλοδοξεί να σφραγίσει πολιτικά ο Κ. Μητσοτάκης.

Το θέμα δεν είναι μόνον ιδεολογικό-θεωρητικό, είναι και αντικειμενικό, αν μιλάμε με ορίζοντα την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Οπως εξηγούν στη Συγγρού, οι δεξαμενές ψηφοφόρων από τις οποίες περιμένει η Ν.Δ. να ανεβάσει ποσοστά σε σχέση με τις διπλές εκλογές του 2015 είναι συγκεκριμένες:

  • Πρώτον, οι αρνητικές ψήφοι συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και στις δύο αναμετρήσεις, ελπίζοντας ότι θα βελτιωθεί πρακτικά η δική τους θέση.
  • Δεύτερον, οι θετικές ψήφοι καθαρόαιμων δεξιών ψηφοφόρων, οι οποίοι είτε απείχαν είτε ψήφισαν άλλο, μικρότερο κόμμα, αλλά μετά από έναν και πλέον χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποιούν ότι η χώρα συνεχίζει να κινδυνεύει σε πολλά επίπεδα και όχι μόνον οικονομικά.
  • Τρίτον, η προαναφερθείσα κατηγορία κεντρώων μετριοπαθών πολιτών, που πρέπει να συσπειρωθούν στο πλησιέστερο προς αυτούς κόμμα εξουσίας, αν θέλουν αλλαγή διακυβέρνησης.

ΠΡΑΚΤΙΚΗ.

Αν αυτή είναι η βασική ανάλυση στο ηγετικό επιτελείο της Ν.Δ., η πρακτική που ακολουθείται είναι φυσικά ανάλογη. Κατ’ αρχάς, το προφίλ του νέου προέδρου είναι ήδη σμιλεμένο κεντρώα, δεν χρειάζεται δηλαδή επανασχεδιασμό. Το ίδιο συμβαίνει με τα πρόσωπα-κλειδιά που αναλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις στο κόμμα και στη Βουλή. Ομως, το σημαντικότερο στοιχείο, αυτό δηλαδή που θα δώσει τον συμβολισμό ότι η Ν.Δ. μεγαλώνει, αλλάζει, επεκτείνεται προς το Κέντρο ουσιαστικά, είναι τα πρόσωπα από άλλους χώρους και με άλλες διαδρομές. Πριν από τον Κ. Μητσοτάκη, το είχε επιχειρήσει με μάλλον ανεπιτυχή τρόπο, με βιαστικές και χωρίς πολιτικό περιεχόμενο κινήσεις, ο Αντώνης Σαμαράς στο τέλος της κυβερνητικής του θητείας. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι ο Βασίλης Οικονόμου, που κατέλαβε μια θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας.

Η συγκεκριμένη πρακτική, μεταγραφής εν ενεργεία βουλευτή, δεν είναι ελκυστική στον νέο πρόεδρο, αλλά αυτό δεν ισχύει για πολιτικές προσωπικότητες που δεν έχουν αυτή τη χρονική στιγμή θέση στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το δημόσιο, επίσημο ραντεβού με την Αννα Διαμαντοπούλου υπηρετεί αυτή τη λογική. Ως γνωστόν, η μεταρρυθμίστρια πρώην υπουργός, κορυφαίο στέλεχος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ επί Κώστα Σημίτη, πέρασε και από τη θέση της επιτρόπου στην Κομισιόν. Η διεθνής εμπειρία της ήταν αυτή που βοήθησε ώστε το εγχείρημα «Το Δίκτυο» να έχει την αναγνώριση ενός εξαιρετικά επιτυχημένου think tank.

Τι ειπώθηκε σε εκείνη τη συνάντηση, στην οποία η Α. Διαμαντοπούλου έδωσε τη μελέτη για το Ασφαλιστικό; Ασφαλώς υπήρξε συμφωνία επί των διαπιστώσεων για σειρά θεμάτων, όπως και κοινή αντίληψη για την ανάγκη πρόταξης μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, προκειμένου να βγει η χώρα από την κρίση.

Ομως, είναι σαφές ότι η πρώην επίτροπος είναι σταθερά προσανατολισμένη, επί του παρόντος τουλάχιστον, στη δημιουργία νέου κόμματος της Κεντροαριστεράς. Πιστεύει ότι είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει ένα νέο σχήμα με καινούργιες ιδέες και πολιτικές προτάσεις, όχι από τη συνένωση των σημερινών κομμάτων της Κεντροαριστεράς, αλλά εξ αρχής, γι’ αυτό και θεωρεί ότι, αν υπάρξει νέο σχήμα, αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει από το μηδέν με ένα ιδρυτικό συνέδριο. Με αυτή τη θέση έκανε σαφές ότι η προσέγγιση με τη Ν.Δ. δεν είναι προάγγελος μιας συνεργασίας, αλλά κίνηση με διακριτά όρια. Οπως είπε μετά: «Η Ν.Δ. κάνει τη δική της δουλειά και έχει δρομολογήσει τις δικές της εξελίξεις».

Η μεγάλη όμως δυσκολία στο άνοιγμα Μητσοτάκη προς το Κέντρο, όσον αφορά σε πρόσωπα και πολιτικά μηνύματα, κρύβεται... στις λεπτομέρειες. Δεν είναι καθόλου εύκολο, για παράδειγμα, να αγνοηθεί η εκ δεξιών αιμορραγία, καθώς οι πιο σκληρές και καθαρές θέσεις σε εθνικά και όχι μόνον θέματα ευνοούν την παγιωμένη Χ.Α., αλλά και τους ΑΝ.ΕΛ., που εμφανίζουν μια περίεργη αντοχή του σκληρού τους πυρήνα, όπως και τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, που θα προσελκύσει ψηφοφόρους της λαϊκής Δεξιάς. Αν το άνοιγμα προς το Κέντρο γίνει σε δοσολογία ή με πρόσωπα που θα ενοχλήσουν ή θα απωθήσουν έντονα τη δεξιά βάση, τότε μπορεί να δημιουργηθεί φαινόμενο συγκοινωνούντων δοχείων: Ο,τι κερδηθεί από τη μία να χαθεί εξισορροπητικά από την άλλη.