Τα "μαζεύει" ο Κουρουμπλής: Μίλησα για τους μαχόμενους δικηγόρους, όχι για τους βαρόνους
<p>Προηγήθηκε σάλος αντιδράσεων από πολιτικά κόμματα και φορείς</p>
Ο υπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Κουρουμπλής, μετά το σάλο αντιδράσεων που προκάλεσε η δήλωσή του στη Süddeutsche Zeitung για τους αγώνες και τις πορείες των δικηγόρων ότι είναι καλές, γιατί «θα χάσουν και κανένα κιλό», έσπευσε να "μαζέψει" τα "ασυμμάζευτα.
Σε ανακοίνωσή του ο κ. Κουρουμπλής υπογραμμίζει ότι «ύστερα από το σημερινό φεστιβάλ επικοινωνίας που στήθηκε από μερίδα των ΜΜΕ με την επικουρία κάποιων φορέων που εξέδωσαν σχετικές ανακοινώσεις, είμαι υποχρεωμένος να καταστήσω ορατό το προφανές και κατανοητό το αυτονόητο» ότι «δεν θα μπορούσα ποτέ να αποδοκιμάσω κοινωνικούς αγώνες».
Όπως αναφέρει ο υπουργός Εσωτερικών «οι κοινωνικοί αγώνες είναι η αφετηρία της ζωής μου και της πολιτικής μου δράσης. Πολλώ δε μάλλον, δεν θα μπορούσα να απαξιώσω συναδέλφους μου δικηγόρους και αυτό το ξέρουν καλά όσοι έσπευσαν να λαϊκίσουν για άλλη μια φορά, κάνοντας δήθεν ότι δεν κατάλαβαν».
Παράλληλα, εμφανίστηκε βέβαιος ότι «ενοχλήθηκαν αυτοί ακριβώς στους οποίους αναφέρθηκα και δικαίως μυγιάστηκαν αφού έχουν τη μύγα: Οι βαρόνοι του επαγγέλματος και όχι οι μαχόμενοι δικηγόροι».
Επιπλέον υποστηρίζει ότι αυτό «αποτελεί ξεχωριστή μου αναφορά από την επίμαχη φράση η οποία και γύρισε τις στρόφιγγες της ‘’ιερής’’ αγανάκτησης όσων τόσο έντονα παραπονέθηκαν…». Ο ΥΠΕΣΔΑ εξηγεί ότι «ο Γερμανός δημοσιογράφος κατόπιν συμφωνίας μας θα κατέγραφε το 24ωρό μου» και σημειώνει: «Μέσα σε αυτόν τον χρονικό κύκλο, κάποια στιγμή φυσιολογικής χαλάρωσης, μεταξύ τυρού και αχλαδιού ειπώθηκε η επίμαχη φράση από πλευράς μου».
Υπογραμμίζει δε ότι «αν αυτό αντικατοπτρίζει την στάση και την άποψή μου για τον συγκεκριμένο χώρο από τη μια, ή είναι ικανό να γίνει επαρκές αντισταθμιστικό βάρος απέναντι σε μια ζωή κοινωνικών αγώνων από την άλλη, ας το απαντήσουν με το χέρι στην καρδιά, όσοι με περισσή ευκολία έσπευσαν να εκδώσουν ετυμηγορία». Τέλος, ο κ. Κουρουμπλής καλεί «τους εύθικτους συνδικαλιστές δικηγόρους και φίλους μου, να ανακαλέσουν στη μνήμη τους σε ποιον προσέτρεχαν όταν ήθελαν να αναδειχθούν τα δίκαια αιτήματά τους στη Βουλή, και ποιος, πάντα, έτεινε ευήκοον ους σε αυτούς».