Παπαγγελόπουλος: “Οταν μιλήσω στη Βουλή θα κρυφτούν όλοι”
<p>"Βόμβες" του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης μετά την αναφορά της Γεωργίας Τσατάνη εις βάρος του</p>
Του Παναγιώτη Τζένου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
«Ο,τι έχω να πω θα το πω στη Βουλή και να δω τότε πού θα κρυφτούν όσοι σήμερα ρίχνουν λάσπη». Με αυτή τη φράση απαντά ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος στην αναφορά που έκανε σε βάρος του η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη, δίνοντας τη δική του εκδοχή για το τι έγινε στην επίμαχη συνάντηση και το πού κατέληξε αυτή. Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης φαίνεται ιδιαίτερα ενοχλημένος, ωστόσο είναι αποφασισμένος να μιλήσει με «ονόματα και αποδείξεις» για όσα συνέβαιναν επί προηγούμενων κυβερνήσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης. Μάλιστα, οι γνωρίζοντες το παρασκήνιο της υπόθεσης τονίζουν με νόημα ότι η αναφορά της εισαγγελέως αποτέλεσε το έναυσμα για να στηθεί από συγκεκριμένα ΜΜΕ, αλλά και κόμματα μια προσπάθεια «πολιτικού εκβιασμού», με στόχο την παρεμπόδιση του έργου της Δικαιοσύνης.
Υπενθυμίζεται ότι και ο Δ. Παπαγγελόπουλος είναι αρμόδιος και για τη διαφάνεια στον χώρο της Δικαιοσύνης, ενώ η συγκεκριμένη μεθοδευμένη επίθεση στο πρόσωπό του γίνεται σε μια περίοδο που ανοίγουν φάκελοι σκανδάλων που είχαν παραμείνει για μεγάλο διάστημα «ανενεργοί» στα συρτάρια δικαστικών λειτουργών, αφήνοντας μια οσμή παραδικαστικού που, από ό,τι φαίνεται, δεν είναι διατεθειμένη να ανεχθεί η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες επιθέσεις γίνονται την περίοδο που ανοίγουν υποθέσεις όπως οι λίστες Μπόργιανς και Λαγκάρντ, τα τραπεζικά δάνεια των ΜΜΕ, αλλά και σοβαρά οικονομικά εγκλήματα που αγγίζουν αξιωματούχους και πολιτικούς φίλους της κυβέρνησης Σαμαρά. «Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Τη Δικαιοσύνη την ξέρω πολύ καλά από μέσα. Και ο νοών νοείτω», λέει με νόημα ο καταγγελλόμενος για παρεμβάσεις υπουργός.
Ο Δ. Παπαγγελόπουλος μιλά στους στενούς συνεργάτες του για μια εντελώς διαφορετική συζήτηση που είχε με την καταγγέλλουσα εισαγγελέα, η οποία ζήτησε να τον δει με δική της πρωτοβουλία, και αρνείται κατηγορηματικά ότι εκτόξευσε εναντίον της οιαδήποτε απειλή που να αφορά την ίδια ή την οικογένειά της. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι εξέφρασε τη νομική άποψή του, η οποία ήταν πως τη δικογραφία του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου θα έπρεπε να τη χειριστεί η Εισαγγελία Διαφθοράς, η οποία άλλωστε είχε ξεκινήσει την επίμαχη έρευνα, και όχι η ίδια. Το γεγονός ότι εξέφρασε την άποψή του σε μια φιλική συζήτηση με την εισαγγελική λειτουργό δεν σημαίνει επ’ ουδενί για τον Δ. Παπαγγελόπουλο ότι προσπάθησε να τη χειραγωγήσει ή να την αναγκάσει να επιστρέψει τη δικογραφία στα χέρια των εισαγγελέων της Ελένης Ράικου, προϊσταμένης του τμήματος Διαφθοράς. «Οσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι λειτουργώ με βάση την ιδιότητά μου, τη συνείδησή μου και τον νόμο», απαντά η εισαγγελέας Γ. Τσατάνη, η οποία με δική της πρωτοβουλία ζήτησε να δει τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης για να λυθεί, όπως λέει, η παρεξήγηση.
Οι επικριτές της υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι ποτέ ένας εισαγγελέας δεν ζητά να δει εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ σημειώνουν ότι, αν και οι φερόμενες παρεμβάσεις και απειλές του υπουργού έγιναν στις 22 Νοεμβρίου, έπρεπε να περάσουν δύο μήνες για να τις καταγγείλει. «Η κυρία Γεωργία Τσατάνη πράγματι μου τηλεφώνησε και ζήτησε να συναντηθούμε. Μάλιστα, μου πρότεινε να την επισκεφθώ στο γραφείο της, απογευματινές ή βραδινές ώρες, ή να συναντηθούμε κάπου αλλού και να μην έρθει αυτή στο γραφείο μου, γιατί δεν ήθελε να γίνει γνωστή η συνάντησή μας. Ευγενικά της απάντησα ότι οι όποιες συναντήσεις μου με δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ως εκ της θέσεώς μου, αρμοδίως και θεσμικά, λαμβάνουν χώρα στο γραφείο μου», αναφέρει σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση, ο Δ. Παπαγγελόπουλος, περιγράφοντας στη συνέχεια ένα πολύ φιλικό κλίμα με την κ. Τσατάνη, πιθανώς και λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς του ως εισαγγελικού λειτουργού. «Στην αρχή της συνομιλίας μας μου ανέφερε ότι δεν γνωριζόμασταν, αλλά οι εισαγγελείς που με ήξεραν την είχαν διαβεβαιώσει για την καλοσύνη μου και τη συναδελφική αλληλεγγύη που είχα επιδείξει στους συναδέλφους εισαγγελείς πριν συνταξιοδοτηθώ. Για αυτό πήρε την πρωτοβουλία να με συναντήσει, γιατί ήθελε τη βοήθειά μου και τις συμβουλές μου. Μου είπε, επίσης, ότι με έβλεπε ως παλιό συνάδελφο και όχι ως υπουργό και μου ζήτησε να την αντιμετωπίσω και εγώ το ίδιο», σημειώνει στην ίδια επιστολή, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι οι δυο τους αποφάσισαν αμέσως να μιλούν στον ενικό.
Οπως λέει ο υπουργός, η αιτία της επίσκεψης της εισαγγελέως ήταν οι επιθέσεις που είχε δεχθεί από δημοσιογράφους (υπήρχαν και καταγγελίες στη Βουλή) για το γεγονός ότι πήρε τη δικογραφία Βγενόπουλου από την Εισαγγελία Διαφθοράς με μόνο σκοπό να ευνοήσει τους εμπλεκόμενους, γεγονός που την είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα. Κατά την εισαγγελέα, η αναφορά του Δ. Παπαγγελόπουλου στη Βουλή περί δικαστικών πραξικοπημάτων αφορούσε την ίδια, γεγονός που ήθελε να ξεκαθαρίσει. Σύμφωνα, όμως, με τον Δ. Παπαγγελόπουλο, η εισαγγελέας δεν αναφέρθηκε μόνο στην επίμαχη υπόθεση, αλλά και στο γεγονός ότι είχε χειριστεί δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι και ο σύζυγος και η κόρη της είχαν πολιτευθεί με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η ίδια δεν είχε κάνει δήλωση εξαίρεσης, όπως ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
Συζήτηση στη Βουλή
Την απόλυτη στήριξη του πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα, αλλά και της κυβέρνησης στο πρόσωπο του Δ. Παπαγγελόπουλου εξέφρασε με αποκλειστική δήλωσή του στα parapolitika.gr ο υπουργός Επικρατείας κ. Νίκος Παππάς, ο οποίος μάλιστα τόνισε με νόημα ότι «ο κόσμος μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, αν δει ακριβώς ποιος του επιτίθεται και με ποιον τρόπο». Αμεση ήταν και η απάντηση του πρωθυπουργού, ο οποίος ζήτησε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, με θέμα τις εξελίξεις στον χώρο της Δικαιοσύνης, υπογραμμίζοντας ότι «την τελευταία περίοδο η δημόσια συζήτηση κατακλύζεται και δηλητηριάζεται από αβάσιμες και προσχηματικές αιτιάσεις». Οπως σχολίασε, οι κατηγορίες για την κυβερνητική πολιτική στη Δικαιοσύνη «προωθούνται από συγκεκριμένα κέντρα, που έχουν λόγους να φοβούνται».
Οι σχέσεις της με τη Ν.Δ.
Η Γεωργία Τσατάνη δεν είναι άγνωστο πρόσωπο στον χώρο της Ν.Δ. Χειρίστηκε σε επίπεδο εισαγγελικής πρότασης και την υπόθεση των εξοπλιστικών προγραμμάτων Sonac, με προμηθευτή τον Θωμά Λιακουνάκο, μια σύμβαση από την οποία το Δημόσιο φέρεται να ζημιώθηκε με 43.000.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτής της σύμβασης είχε καταγγελθεί ότι υπήρχαν εισηγήσεις προς τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας, να κηρυχθεί έκπτωτη η εταιρεία, αλλά δεν εισακούστηκαν. Η εισαγγελέας Τσατάνη δεν εξαιρέθηκε και από αυτήν την υπόθεση, ούτε όμως έστειλε στη Βουλή την επίμαχη δικογραφία, από τη στιγμή που υπήρχε αναφορά σε όνομα υπουργού. Οι επικριτές της θυμίζουν ότι, εκτός από την κόρη της, στέλεχος της Ν.Δ., υποψήφιος βουλευτής ήταν και ο σύζυγός της, Αντώνης Γρηγοράκης, γεγονός που θα επέβαλλε την αυτοεξαίρεσή της, ακόμη και εάν η ίδια δεν είχε καμία σχέση με το κόμμα.
Η υπόθεση Βατοπαιδίου, ο σύζυγος και η εξαίρεση που δεν ζητήθηκε
Κατηγορούμενη στην υπόθεση του Βατοπαιδίου ήταν η συμβολαιογράφος Αικατερίνη Πελέκη, σύζυγος του πρώην υπουργού Ναυτιλίας Γ. Βουλγαράκη. Ο Αντώνης Γρηγοράκης, σύζυγος της εισαγγελέως Τσατάνη, είχε αποπεμφθεί ή, κατά άλλους, αποχωρήσει οικειοθελώς από το Δ.Σ. του ΝΑΤ, όταν ο Γ. Βουλγαράκης ανέλαβε το ΥΕΝ. Παρά τις φερόμενες κακές σχέσεις των Βουλγαράκη-Γρηγοράκη, η κ. Τσατάνη δεν ζήτησε την εξαίρεσή της από τη δικογραφία του Βατοπαιδίου. Αντιθέτως, με τη σύμφωνη γνώμη της τότε ανακρίτριας κυρίας Καλού επέβαλε στον κύριο Αγγέλου, τον στενότερο συνεργάτη του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, την καταβολή της εξαντλητικής εγγύησης των 400.000 ευρώ, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονη πολιτική σπέκουλα εις βάρος της κυβέρνησης Καραμανλή και είχε οδηγήσει στην πολιτική εξόντωση του κ. Αγγέλου. Να σημειωθεί ότι ο κ. Αγγέλου (και η κ. Πελέκη) απηλλάγη με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών από την κακουργηματική κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε απιστία. Ωστόσο, η πολιτική εκμετάλλευση του θέματος είχε οδηγήσει στην κατασυκοφάντηση και εντέλει στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή.
«Μου ζήτησε να λυπηθώ την κόρη της, που αναφερόταν στα δημοσιεύματα του Τύπου και είχε στοχοποιηθεί. Επικαλέσθηκε την αγάπη που έχω και εγώ στα παιδιά μου και μάλιστα μου έδειξε φωτογραφία της κόρης της σε δίπτυχη κάρτα, που άφησε και παραμένει στο γραφείο μου. Επιπλέον, μου ανέφερε ότι φοβάται μήπως της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, διότι αυτό θα εμπόδιζε την προαγωγή της, την οποία ανέμενε σε λίγους μήνες», λέει για την κ. Τσατάνη ο αναπληρωτής υπουργός.
Ο Δ. Παπαγγελόπουλος υποστηρίζει ότι την καθησύχασε λέγοντάς της ότι δεν επιθυμεί η θητεία του να συνδεθεί με διώξεις σε βάρος εισαγγελέων, αλλά εξέφρασε τη νομική θέση του ότι η δικογραφία του Βγενόπουλου θα έπρεπε να είναι αντικείμενο χειρισμού από την Εισαγγελία Διαφθοράς και πως για τον χειρισμό των άλλων υποθέσεων θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε δηλώσεις εξαίρεσής της. «Πράγματι, δε, της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 4022/2011 και 4139/2013 και τη σχετική εγκύκλιο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου… Επισημαίνω, δε, ότι απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή για την αρχειοθέτηση της δικογραφίας».
Στην επίμαχη επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής ο Δ. Παπαγγελόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι πιθανολογεί σφόδρα πως η εισαγγελέας κατέγραφε τη συζήτησή τους (γεγονός που, εάν είναι αληθές, θα αποτελεί πρωτάκουστο περιστατικό), ωστόσο σημειώνει ότι, εάν αναγκαστεί, θα προβεί και σε άλλες αποκαλύψεις για το τι ειπώθηκε στα μέσα του περασμένου Νοεμβρίου.
«... Επειδή πρόκειται για ιδιωτική συνομιλία και μάλιστα ύστερα από παράκληση της συνομιλήτριάς μου να τη βοηθήσω, οι αρχές μου και ο χαρακτήρας μου δεν μου επιτρέπουν να αποκαλύψω το πλήρες περιεχόμενό της προς το παρόν και θα αναφερθώ στο μέλλον, αν απαιτηθεί. Στο τέλος η κυρία Τσατάνη μού είπε ότι θα σκεφθεί όσα συζητήσαμε και ζήτησε να ξαναμιλήσουμε και, τώρα που γνωρισθήκαμε, να κρατήσουμε επαφή». Υστερα από λίγες ημέρες, όπως ο ίδιος ο κ. Παπαγγελόπουλος λέει, της τηλεφώνησε και της επανέλαβε ό,τι της είχε πει διά ζώσης, δηλαδή ότι κατά νόμο αρμόδια για τον χειρισμό της δικογραφίας είναι η Εισαγγελία Διαφθοράς, με την εισαγγελέα να του απαντά ότι θα σκεφτόταν και θα αποφάσιζε τι θα έπραττε. «Ουδέποτε αναφέρθηκα στο πρόσωπο της κυρίας Τσατάνη δημοσίως ή ιδιωτικώς, ουδέποτε δήλωσα ή υπονόησα ότι συμμετέχει σε δικαστικά πραξικοπήματα και αγνοώ για ποιον λόγο θεώρησε ότι τα δικαστικά πραξικοπήματα την αφορούν προσωπικά. Είναι κατ’ αρχάς γνωστό ότι εγώ για πρώτη φορά αναφέρθηκα σε επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα στις 27/11/2015, σε ομιλία μου στη Βουλή των Ελλήνων. Είναι, επομένως, εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός της εισαγγελέως ότι στα μέσα Νοεμβρίου ζήτησε να συναντηθούμε για να της εξηγήσω και να λυθούν οι τυχόν παρεξηγήσεις για δηλώσεις που δεν είχα ακόμη κάνει και, όταν τις έκανα, όπως προαναφέρω, δεν αφορούσαν την κυρία Τσατάνη»,
λέει ο Δ. Παπαγγελόπουλος, αφήνοντας να εννοηθεί πως το προφανές κίνητρό της ήταν να αποφύγει τυχόν πειθαρχική έρευνα σε βάρος της λόγω των υπηρεσιακών ενεργειών της. «Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος από τη συμπεριφορά της κυρίας Τσατάνη και λυπάμαι ειλικρινά γιατί με ανάγκασε κατά παράβαση των αρχών μου να αποκαλύψω λίγες πτυχές από την ιδιωτική συζήτηση που είχα μαζί της, μετά από δικό της αίτημα, προκειμένου να τη βοηθήσω και να τη συμβουλεύσω. Εύχομαι ολόψυχα να μην αναγκασθώ να αποκαλύψω όλη τη συζήτησή μας». Πηγές που βρίσκονται πολύ κοντά στον αναπληρωτή υπουργό, πάντως, τον θέλουν αποφασισμένο να σπάσει τα όποια αποστήματα υπάρχουν στη Δικαιοσύνη και, κυρίως, όταν αυτά «διαπλέκονται» με επιχειρηματικά συμφέροντα.