Κυριάκος Μητσοτάκης: Διλήμμα στρατηγικής για τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας
<p>Η μία άποψη μιλά για σφυροκόπημα στο Μαξίμου και η άλλη για προβολή του «γαλάζιου» προγράμματος</p> <p> </p>
Της Μαριάννας Πυργιώτη - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
«Η κυβερνητική πανηγυρική “φιέστα” κράτησε λιγότερο από 48 ώρες… Περισσότερο πανηγύριζαν επειδή θα μείνουν στην καρέκλα της εξουσίας λίγο καιρό ακόμη, παρά γιατί πίστευαν ότι πέτυχαν μια καλή συμφωνία… Πόσο θα κρατήσει αυτή η ψευδεπίγραφη σταθερότητα; Μέχρι το φθινόπωρο, καθώς εκεί, στα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου, η ίδια η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα θα τους υπερφαλαγγίσει… Αρα η Νέα Δημοκρατία δεν αλλάζει στρατηγική, αλλάζει μόνον τον χρονικό σχεδιασμό». Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το επιτελείο της Συγγρού και εξέφρασε στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη σε σχέση με τις εξελίξεις.
Ο πρόεδρος της Ν.Δ. αποκόμισε μια «καθαρή» και μια… θολή εικόνα από τις αλλεπάλληλες συσκέψεις αυτής της εβδομάδας. Η «καθαρή» αφορά στην κοινή εκτίμηση συντονιστών, τομεαρχών, συνεργατών και συμβούλων του για το πού θα οδηγήσει την κοινωνία -άρα το εκλογικό σώμα- η επιτευχθείσα συμφωνία: Σε εκ νέου επιδείνωση των οικονομικών κάθε νοικοκυριού, χωρίς εξαίρεση. Από τις επιχειρήσεις έως τους συνταξιούχους και από τους αυτοαπασχολούμενους με «μπλοκάκι» μέχρι τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι πάντες, είτε λίγο πιο μετά είτε τώρα, θα βιώσουν τη «μετάφραση», όπως λένε στη Συγγρού, της συμφωνίας που έφερε η κυβέρνηση στην τσέπη τους. «Η απόσταση μεταξύ της θεωρητικής αναγγελίας και της πρακτικής εφαρμογής ενός δυσάρεστου μέτρου είναι κρίσιμος πολιτικός χρόνος. Αυτό το ζήσαμε κι εμείς ως κυβέρνηση, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις νομίσαμε ότι, επειδή δεν είχε ξεσηκωθεί αμέσως ο κόσμος, το κόστος ήταν μικρό.
Δεν ήταν, απλώς ο κόσμος αντέδρασε πολιτικά, αφού ήρθε ο λογαριασμός», εξηγούσε σε σύσκεψη πρώην υπουργός, αναλύοντας γιατί το φθινόπωρο ο Αλέξης Τσίπρας θα βρεθεί σε πολύ χειρότερη θέση από ό,τι πριν από τη συμφωνία και θα υπάρξουν εξελίξεις. Αλλωστε, κι αυτό το λένε όλοι στη Ν.Δ., ο μέσος όρος ζωής των κυβερνήσεων από την αρχή της κρίσης είναι περίπου δύο χρόνια και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. διανύει ήδη τον δεύτερο… ΑΜΗΧΑΝΙΑ. Οι εξελίξεις, λοιπόν, τοποθετούνται χρονικά μαζί με τα… πρωτοβρόχια, εκτός απροόπτου, κάτι που σε πρώτη ανάγνωση καθιστά πολιτικά αμήχανη την επωδό «Φύγετε - Εκλογές τώρα». Η απάντηση του Κ. Μητσοτάκη είναι ότι σωστά διατυπώθηκε το αίτημα, το οποίο και παραμένει για δύο λόγους: Διότι, πρώτον «καίει» ή έχει ήδη «κάψει» το ενδεχόμενο ενός αιφνιδιασμού από πλευράς Τσίπρα και, δεύτερον, σε 3-4 μήνες από τώρα, καθώς μεσολαβεί και το καλοκαίρι, η θέση αυτή θα είναι ακόμη πιο επίκαιρη. Οπως είπε, άλλωστε, και στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «όχι μόνο γιατί η κυβέρνηση απέτυχε στην οικονομία, αλλά και διότι συνολικά οδηγεί τη χώρα προς τα πίσω όσο πιο γρήγορα φύγει, τόσο καλύτερα θα είναι για τη χώρα».
Ωστόσο, το αίτημα για εκλογές εκ των πραγμάτων αποδυναμώνεται, κάτι που φυσικά γνωρίζουν και στη Ν.Δ., απλώς δεν μπορούν να το ομολογήσουν. Δεδομένου ότι πριν από τη διατύπωσή του είχε καταγραφεί διαφωνία εντός και εκτός του στενού ηγετικού επιτελείου για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας κίνησης, ειδικά όταν η προηγούμενη θέση ήταν «Δεν ζητώ εκλογές», οι έχοντες αντίθετη άποψη σήμερα νιώθουν ότι δικαιώθηκαν από τις εξελίξεις. Αν, λοιπόν, η «καθαρή» εικόνα δείχνει πως οι εξελίξεις μοιραία θα μετατεθούν για λίγο, αλλά σίγουρα θα έλθουν, η... θολή εικόνα αφορά στη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει η Νέα Δημοκρατία μέχρι τότε και επίσης στο τι θα πρέπει να επιδιώξει το φθινόπωρο. Εδώ υπάρχουν δύο απόψεις, οι οποίες διαφέρουν σημαντικά. Μάλιστα, εκφράστηκαν έντονα και ανοιχτά, παρουσία και του Κ. Μητσοτάκη, σε κλειστή ολιγομελή σύσκεψη την Τρίτη.
Η μία βάζει σε πρώτη προτεραιότητα το διαρκές και πολιτικά σκληρό σφυροκόπημα της κυβέρνησης και του έργου της. Σε όλα τα επίπεδα, με όλα τα μέσα και με έντονο ύφος, προκειμένου να αναδειχθούν όλες οι αστοχίες, οι παραλείψεις, τα λάθη, αλλά και οι σκόπιμες ενέργειές της. Με άλλα λόγια, μια αντιπολίτευση αποδόμησης του Μαξίμου, που θα έχει σε δεύτερη μοίρα την προβολή του προγραμματικού εναλλακτικού σχεδίου διακυβέρνησης από τη Ν.Δ. «Και να παρουσιάσει κανείς αναλυτικά, μέχρι λεπτομερείας, τι προτείνει προγραμματικά, όπως λένε κάποιοι, δύο τινά θα συμβούν:
Οι μισοί θα αρχίσουν να γκρινιάζουν, γιατί, π.χ., θα ήθελαν περισσότερα, όπως τους έχει συνηθίσει η λαϊκιστική αντιπολιτευτική πρακτική όλα αυτά τα χρόνια, και, από την άλλη, η κυβέρνηση θα διαστρεβλώνει, όπως ήδη κάνει, κάθε θέση μας, για να πετάει την μπάλα στην κερκίδα. Οπότε μέχρι να φτάσουμε κοντά στις εκλογές, το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να δείχνουμε τι κάνει και, κυρίως, τι δεν κάνει αυτή η κυβέρνηση».
ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑ
Αυτή η λογική εδράζεται σε δύο δεδομένα: Οτι η Ν.Δ. και προσωπικά ο Κ. Μητσοτάκης προηγούνται κατά πολύ στις μετρήσεις (και στα ποσοτικά και στα ποιοτικά στοιχεία) και ότι η δύναμη της αρνητικής ψήφου είναι σημαντικά ισχυρότερη από την πειθώ της θετικής, ειδικά σε εποχές κρίσης. Η άλλη άποψη στηρίζει την, ας πούμε, «ισοβαρή» αντιπολιτευτική στρατηγική. Εκτιμά μεν ότι η αποδόμηση Τσίπρα είναι αναγκαία συνθήκη, όμως χαρακτηρίζει στείρα την οξεία αντιπολίτευση, χωρίς προβολή της εναλλακτικής πρότασης, με παράλληλο «χτίσιμο» του θετικού προφίλ του Κ. Μητσοτάκη και της ανανεωμένης Ν.Δ. υπό την ηγεσία του. «Ο κόσμος έχει αποδείξει στις τελευταίες αναμετρήσεις ότι κάθεται και σπίτι του. Απέχει αν δεν έχει ικανοποιηθεί σε βασικές πολιτικές ανάγκες του. Πρέπει να χτιστεί έγκαιρα ένα θετικό οικοδόμημα, στα θεμέλια της νέας ηγεσίας, όχι μόνον για τις εκλογές, αλλά και κυρίως για μετά από αυτές. Δεν αρκεί το “μαύρισμα” αυτής της κυβέρνησης. Θα χρειαστεί και πλεόνασμα κοινωνικής ανοχής προς εμάς για να μπορέσει να κυβερνηθεί σωστά η χώρα». Με αυτή τη λογική προτείνεται ένα μείγμα αντιπολιτευτικής-μελλοντικά κυβερνητικής στρατηγικής, το οποίο, όπως πιστεύουν, θα φέρει και μεγαλύτερα ποσοστά στις κάλπες.
Οι ευθύνες των δανειστών
«Μπορούμε ενδεχομένως να πετύχουμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για λίγο χρόνο, αλλά να δεσμευτούμε αυτή τη στιγμή ως χώρα σε πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα 15 χρόνια της τάξης του 3,5% θεωρώ ότι είναι κάτι το οποίο δεν είναι εφικτό. Θα μας καταδικάσει μονίμως σε πολιτικές λιτότητας και τελικά θα επιβάλει ένα αέναο μνημόνιο». Η συγκεκριμένη επισήμανση του Κ. Μητσοτάκη δεν αφορούσε μόνον στην κυβερνητική πολιτική, όπως αυτή αποτυπώθηκε στη συμφωνία. Αφορούσε, και αυτό το έκανε σαφές, κρατώντας χαμηλούς όμως τόνους, και στους δανειστές. Η άποψη του προέδρου της Ν.Δ. είναι ότι η Ευρώπη, προκειμένου να ολοκληρώσει τη διαδικασία, στάθηκε στους αριθμούς και όχι στην ουσία της συμφωνίας με την ελληνική κυβέρνηση. Κι ότι υπάρχει μερίδιο ευθύνης για το λάθος μείγμα αυτής της πολιτικής, το οποίο τους βαρύνει. Επίσης, ότι οι χειρισμοί σε σχέση με την ελάφρυνση του χρέους ήταν ανάλογης «γκρίζας» λογικής, αν και, όπως επισημαίνουν από τη Συγγρού, «αυτό διορθώνεται, δεν είναι μη αναστρέψιμο, οριστικό».
Αυτό που θεωρούν επικίνδυνο είναι το μείγμα υπερφορολόγησης και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων και, όχι, δεν δέχονται ότι το μείγμα αποτελεί μονομερή κυβερνητική ευθύνη. «Ενώ οι εταίροι μας γνωρίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι το “κλειδί” για την έξοδο από την κρίση, αρκέστηκαν στην υλοποίηση των ήδη δρομολογημένων από την προηγούμενη κυβέρνηση αποκρατικοποιήσεων και σε μερικές αοριστολογίες». Αυτές τις θέσεις ο Κ. Μητσοτάκης θα τις συζητήσει το αμέσως επόμενο διάστημα, μέχρι τα τέλη Μαΐου, στα δύο ταξίδια του σε Παρίσι και Βρυξέλλες, και το ερώτημα είναι αν αυτή η κριτική θα γίνει δημόσια και πιο έντονα, αλλά και τι αντιδράσεις θα έχει αν θεωρηθεί «λαϊκιστική» και έμμεσα αντιμνημονιακή. «Οταν ο Κ. Μητσοτάκης είπε ότι, σε περίπτωση εμπλοκής και εκλογών, είναι έτοιμος να πάρει και ευθύνες που δεν του αναλογούσαν, το εννοούσε απόλυτα. Είχε αποφασίσει ότι θα ολοκλήρωνε τη διαπραγμάτευση χωρίς καθυστερήσεις και δικαιολογίες. Αλλά κριτική στις λάθος αποφάσεις που αφορούν σε έναν ολόκληρο λαό θα ασκείται, διότι με μισές αλήθειες ή με ψέματα δεν θα πάμε πάλι πουθενά».
Διάλογος με την κοινωνία
«Γιατί χάθηκε το βασικότερο όπλο της Ν.Δ., η σχέση της με τα λεγόμενα μεγάλα κοινωνικά στρώματα; Μόνον επειδή πήρε σκληρά μέτρα; Οχι, διότι το 2012, στις πρώτες εκλογές, είχε χαθεί ήδη. Για αυτό πέσαμε στο 18%... Χάθηκε γιατί κανείς δεν άκουγε πια την κοινωνία…». Το μεγαλύτερο και δυσκολότερο στοίχημα είναι αυτό και, όχι, δεν αρκεί -όπως υποστηρίζουν εύλογα κάποιοι στη Συγγρού- η εντολή που δόθηκε από τη βάση στον νέο πρόεδρο για να θεωρηθεί λήξαν το θέμα. «Οτι ο Κυριάκος βγήκε από τον κόσμο και κόντρα στα προγνωστικά και τα συστήματα είναι ένα πολύ θετικό ξεκίνημα. Αν δεν έχει συνέχεια, θα μείνει εκεί και η συνέχεια θα είναι, όπως πάντα, μια εικόνα αρχηγού με τυπικές περιοδείες, διαμεσολαβημένες επαφές και επικοινωνιακές φωτογραφίες».
Σχεδιάζεται, λοιπόν, μια άλλου τύπου αδιαμεσολάβητη, ει δυνατόν, επαφή του προέδρου της Ν.Δ. με την κοινωνία, καθώς οι περιοδείες που θα γίνουν το επόμενο δίμηνο θα έχουν ως βασικό στόχο «να ακούσει ο ίδιος και να καταγράψει προβλήματα, σκέψεις, θέσεις, απόψεις και να γίνει διάλογος, ώστε να βγει πολιτικό υλικό από αυτή τη διαδικασία, όχι μόνον φωτογραφίες». Να θυμίσουμε εδώ ότι μια ανάλογη κίνηση συστηματικής καταγραφής και ενσωμάτωσης των όποιων συμπερασμάτων στο πρόγραμμα είχε γίνει και των επί ημερών του Κ. Καραμανλή στην αντιπολίτευση και ως μοντέλο θεωρήθηκε απόλυτα επιτυχημένο. Επίσης, έχει σημασία ότι στην προσπάθεια επανασύνδεσης «αριθμών και ανθρώπων», όπως λένε στη Συγγρού, αφήνοντας έμμεσα αιχμές για τη λάθος αντίστοιχη στρατηγική επί κυβέρνησης Ν.Δ., κλήθηκαν όλοι οι τομεάρχες και οι συντονιστές να ενεργοποιηθούν και να λειτουργήσουν ανάλογα. Με δεδομένο ότι οι περισσότεροι έχουν επικοινωνιακή εμπειρία και προβολή, το επόμενο διάστημα θα υπάρξει αντιπολιτευτική «επίθεση», με συγκεκριμένη ανά τομέα πολιτικής θεματολογία.
Τα τρία αρνητικά σενάρια
Τρία είναι τα αρνητικά σενάρια που εξετάζουν προσεκτικά στη Συγγρού σε σχέση με τις εξελίξεις των επόμενων μηνών. Το πρώτο αφορά στην «επίθεση φιλίας Τσίπρα» στην Κεντροαριστερά. Θεωρούν ότι, αν αυτή αποδώσει καρπούς και δεν έχει τη λογική κατάληξη, δηλαδή την απόρριψη από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, το Ποτάμι και την Ενωση Κεντρώων κάθε πρότασης για είσοδο σε κυβερνητικό σχήμα, τότε θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα σταθερότερο και ανθεκτικότερο σχήμα. Παρόλο που το εν λόγω σενάριο θεωρείται πολιτικά απίθανο, καθώς μετά τα μέτρα και τη συμφωνία είναι πολιτικά αυτοκτονική για τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης μια τέτοια σύμπραξη, στη Συγγρού προτιμούν να μη ρισκάρουν στο ελάχιστο. Για αυτό και καλλιεργούν τις ήδη καλές πολιτικά σχέσεις με πρόσωπα -ηγετικά και μη- στα εν λόγω κόμματα. Το δεύτερο σενάριο αφορά στο ενδοκυβερνητικό «ατύχημα», δεδομένης της μικρής πλειοψηφίας των 153. Επίσης πολιτικά απίθανο, όπως εκτιμούν, αλλά, αν συμβεί στο αμέσως επόμενο διάστημα (μέχρι το φθινόπωρο δηλαδή) και το πολιτικό κλίμα είναι ακόμη ρευστό, στον απόηχο της συμφωνίας και με την προσδοκία της ομαλοποίησής της μετά από μια καταστροφική περίοδο αβεβαιότητας, τότε εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας μπορεί να εκδηλωθούν αφόρητες πιέσεις, έως εκβιασμοί, για δημιουργία νέας μεγάλης συγκυβέρνησης από την παρούσα Βουλή. Εκεί η κατάσταση θα είναι δύσκολη και δεν θα αρκεί το ανάχωμα των εκλογών. Το τρίτο και κατά πολλούς πιθανό «κακό» σενάριο είναι το φθινόπωρο να υπάρξει κάποια κυβερνητική πρωτοβουλία, με στόχο την αλλαγή του εκλογικού νόμου επί το αναλογικότερο. Αυτό το εγχείρημα πρακτικά είναι δύσκολο, καθώς για να έχει ισχύ στις επόμενες κάλπες απαιτείται η υπερψήφισή του από 200 βουλευτές, κάτι που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί, αλλά δεν μπορεί και να αποκλειστεί. Υπάρχει, όμως, και το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να βρει έναν άλλο δρόμο, π.χ., του δημοψηφίσματος, ή να το κάνει «πακέτο» με ένα μείγμα θεσμικών αλλαγών, που επίσης θα θέσει στην κρίση του κόσμου και όχι της Βουλής. Σε αυτή την περίπτωση (που, όπως σωστά επεσήμανε συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη, θυμίζει όσα έγιναν το 1989-1990 με την αλλαγή του εκλογικού νόμου από το τότε ΠΑΣΟΚ, για να μην γίνει κυβέρνηση η Ν.Δ. υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) θα έχουμε να κάνουμε με «χειρισμούς διαχείρισης μείζονος πολιτικής κρίσης».