Πάντα η επίσκεψη ενός αρχηγού μεγάλου κράτους και ειδικά μιας υπερδύναμης, όπως η Ρωσία, αξιοποιείται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, για επικοινωνιακή αντεπίθεση, όπως και έγινε με την συνάντηση Πούτιν-Τσίπρα.
Η ρωσική πλευρά που έχει δει πολλές φορές να υπογράφονται διάφορες συμφωνίες και να μην τηρούνται στην πορεία από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν εξ αρχής πολύ επιφυλακτική και για την παρούσα ελληνική κυβέρνηση.
Γεγονός είναι ότι τέθηκαν οι βάσεις για μια πιο ουσιαστική συνεργασία το επόμενο διάστημα και γι’ αυτό ο Πούτιν κάλεσε τον Αλ. Τσίπρα να επισκεφθεί τη Μόσχα και μένει στην ελληνική κυβέρνηση να αποφασίσει σε τι βαθμό θέλει να εμβαθύνει τη σχέση Ελλάδας και Ρωσίας.
Επίσης, το γεγονός ότι ο Πούτιν επέλεξε να συναντήσει μετά τα μεσάνυκτα, παρά το πιεστικό του πρόγραμμα, τον πρόεδρο της Ν.Δ. Κυριάκο Μητσοτάκη θεωρήθηκε μια ιδιαίτερη κίνηση και από κάποιους ερμηνεύτηκε ως ένα μήνυμα των Ρώσων προς το Μαξίμου επειδή στο πρόσφατο παρελθόν έχουν αθετήσει τις υποσχέσεις τους.
Ο ίδιος ο Πούτιν πάντως εκτός από τις επαφές του με την πολιτική ηγεσία της χώρας και τις συνομιλίες, έδειχνε ότι θεωρούσε σημαντικές τις επισκέψεις του στο Αγιο Ορος και δη τις επαφές του με στελέχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στο Μέγαρο Μαξίμου αποτιμούν ως εξαιρετικά θετικά τα αποτελέσματα της επίσκεψης και στέκονται χαρακτηριστικά στις συμφωνίες που υπέγραφησαν και εν συνεχεία στις επενδύσεις για τις οποίες μίλησαν με την ρωσική πλευρά. Μάλιστα, ως πιο σημαντική από όλες τις συμφωνίες θεωρούν αυτήν της ΕΛΠΕ με την ROSNEFT. Η γενική εκτίμηση στην κυβέρνηση έχει να κάνει πάντως με το γεγονός ότι πλέον η Ελλάδα θα αποτελέσει σημαντική γέφυρα συνεννόησης και συμφιλίωσης ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ρωσία, κάτι που κάνει πιο σημαντική την θέση της.