Σαν σήμερα:20 χρόνια από την ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τον Κώστα Σημίτη (VIDEO)
<p>Στις 30 Ιουνίου 1996</p>
Σαν σήμερα, 30 Ιουνίου 1996, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εκλέγεται πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, επικρατώντας του Άκη Τσοχατζόπουλου κατά τη διάρκεια του 4ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ.
Η τότε εκλογική αναμέτρηση είχε χαρακτηριστεί ως ιστορική καθώς η εκλογή του Κώστα Σημίτη σηματοδότησε την επικράτηση και εγκαθίδρυση, για πολλά χρόνια, του εκσυγχρονιστικού ρεύματος εντός του ΠΑΣΟΚ που χαρακτηρίστηκε ιστορική για το Κίνημα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο πρώην πρωθυπουργός εκλέχθηκε πρόεδρος με 2.732 ψήφους, έναντι 2324 του Άκη Τσοχατζόπουλου. Συνολικά είχαν ψηφίσει 5.111 σύνεδροι και βρέθηκαν 28 λευκά ψηφοδέλτια και 27 άκυρα.
Είχε προηγηθεί, στις 17 Ιανουαρίου 1996, η παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από το Ωνάσειο όπου νοσηλευόταν βαριά
άρρωστος. Ωστόσο, παράμενε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Τρεις ηµέρες αργότερα η κοινοβουλευτική οµάδα του κινήµατος κλήθηκε να εκλέξει τον αντικαταστάτη του. Τέσσερεις οι υποψήφιοι: ο πρωθυπουργεύων Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Κώστας Σηµίτης, ο Γεράσιµος Αρσένης και ο Γιάννης Χαραλαµπόπουλος.
Στο πρώτο γύρο ο Άκης Τσοχατζόπουλος και ο Κώστας Σηµίτης λαµβάνουν από 53 ψήφους και περνούν στον δεύτερο γύρο. Ακολουθούν ο Γεράσιµος Αρσένης µε 50 ψήφους και ο Γιάννης Χαραλαµπόπουλος µε 11, που θα καθορίσουν τον νικητή.
Στον δεύτερο γύρο ο «εκσυγχρονιστής» Κώστας Σηµίτης επικρατεί µε 86 ψήφους έναντι 75 του «καλού στρατιώτη» και πιστού παπανδρεϊκού Άκη Τσοχατζόπουλου και αναλαµβάνει την πρωθυπουργία της χώρας.
Η προσπάθεια ένταξης στην ΟΝΕ
Την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1996-2000) ο κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής ήταν η εξασφάλιση της συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ. Πέρα από την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχ, στόχος ήταν και η κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η εξασφάλιση ενός σταθερού οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος με ευρύτερο κλίμα εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις και την κοινωνία, και μέσα από αυτό η ενίσχυση των επενδύσεων (μέσω αξιοποίησης και των κοινοτικών κονδυλίων), της παραγωγικότητας και η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στα πλαίσια αυτά η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική είχαν ως πρωταρχικό σκοπό τη σταθερότητα και τη στήριξη της αντιπληθωριστικής πολιτικής.
Η συμμετοχή στο ευρώ θεωρήθηκε πολιτική και οικονομική αναγκαιότητα. Η ΟΝΕ θα διασφάλιζε μόνιμες συνθήκες πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, που δύσκολα η οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση, όσο αναποτελεσματική και αν ήταν, θα μπορούσε να διαβρώσει. Η Ελλάδα έπρεπε να συμμετέχει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. όπου θα παίρνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Από οικονομικής άποψης, η πορεία προς την ΟΝΕ ήταν το μέσο για να αντιμετωπίσει η χώρα την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ώστε να επιτύχει την αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της και να βελτιώνει συνεχώς το βιοτικό της επίπεδο. Αποτυχία της Ελλάδας να συμμετάσχει στην ΟΝΕ: «… θα οδηγήσει ευθέως τις πιο αδύναμες χώρες σε σχηματισμούς δεύτερων και τρίτων κύκλων υποβάθμισης. Αν διστάσουμε και αμφιταλαντευτούμε, δειλιάζοντας μπροστά στις ανάγκες της προσαρμογής, θα βρεθούμε πριν τα τέλη του αιώνα αντιμέτωποι μ’ ένα πολλαπλάσιο κόστος προσαρμογής στο βιοτικό μας επίπεδο και με σοβαρές επιπτώσεις για τα εθνικά μας θέματα.»
Σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα του 1996 η Ελλάδα θεωρούταν αδύνατο να καταφέρει να είναι στον πρώτο κύκλο των χωρών, που θα επιλέγονταν για να προχωρήσουν στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Προκειμένου να αποτελέσει τμήμα της υπό διαμόρφωση ΟΝΕ, η Ελλάδα έπρεπε να πραγματοποιήσει μεγάλη πρόοδο και μάλιστα κάτω από πιεστικά χρονικά περιθώρια. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Έκθεσης Σύγκλησης του Μαΐου 2000 με βάση την οποία εγκρίθηκε η υιοθέτηση του Ευρώ από την Ελλάδα: «…. η Ελλάδα πραγματοποίησε εντυπωσιακή πρόοδο προς τη σύγκλιση και η αξιολόγηση της παρούσας έκθεσης είναι θετική».
Στις 19 Ιουνίου 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα , αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος Ευρώ[ από την Ελλάδα.
Ποιος ήταν όμως ο Κώστας Σημίτης
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Συνεργάστηκε στη διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 και συμμετείχε στην πρώτη Κεντρική Επιτροπή και στο πρώτο Εκτελεστικό Γραφείο του Κινήματος.
Στις 13 Ιουνίου 1979 το ΠΑΣΟΚ ανακοινώνει την παραίτηση του Κώστα Σημίτη από το Εκτελεστικό Γραφείο. Θεωρήθηκε υπεύθυνος προπαγάνδας του κόμματος, πιο συγκεκριμένα για την αφίσα που είχε κυκλοφορήσει με το σύνθημα «Οχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών».
Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ, τον Οκτώβριο του 1981, με τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης, κλήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει:
• υπουργός Γεωργίας, από το 1981 ως το 1985, όπου και εξασφάλισε την επιτυχή ένταξη της ελληνικής γεωργίας στην ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, καθώς και τον πολλαπλασιασμό των ενισχύσεων.
• υπουργός Εθνικής Οικονομίας, από το 1985 ως το 1987, όπου και εφάρμοσε το πρώτο αυστηρό πρόγραμμα σταθεροποίησης, με ιδιαίτερα θετική επίπτωση στις μακροοικονομικές ανισορροπίες.
• υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά τη διάρκεια της οικουμενικής κυβέρνησης, υπό την προεδρία του καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα (Νοέμβριος 1989 - Φεβρουάριος 1990).
• Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας, Έρευνας, Τεχνολογίας και υπουργός Εμπορίου ταυτόχρονα, από το 1993 ως το 1995. Κατά το διάστημα αυτό έθεσε το πλαίσιο μιας μακροχρόνιας πολιτικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ο Κώστας Σημίτης εκλεγόταν βουλευτής της Α' εκλογικής περιφέρειας Πειραιά συνεχώς από το 1985 μέχρι και το 2007.