«Η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά θέματα της δεύτερης αξιολόγησης» σημείωσε στην εισήγησή της η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, στο Βερολίνο. Τόνισε δε ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί υψίστης σημασίας την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα.

Στη συνέχεια, η κ. Αχτσιόγλου παρέθεσε μερικά στοιχεία για το πώς έχει η κατάσταση σήμερα. Όπως είπε, από το 2010 έχουν γίνει αρκετές "μεταρρυθμίσεις" στον τομέα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. «Ο στόχος των παρεμβάσεων αυτών»- υπογράμμισε -«ήταν η δημιουργία ενός συστήματος αποκέντρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στην ουσία, ο στόχος ήταν να προωθηθεί ένα σύστημα διαπραγματεύσεων σε επιχειρησιακό επίπεδο, αντί για ένα σύστημα διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν η κατάρρευση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτήν τη στιγμή, υπάρχουν εν ισχύ μόνο οκτώ κλαδικές συμβάσεις εργασίας».

Όπως υποστήριξε η υπουργός Εργασίας, «οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έπαψαν να είναι πραγματικότητα για την πλειοψηφία των εργαζόμενων στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι οι ατομικές συμβάσεις εργασίας ορίζουν τους κανόνες για την πλειοψηφία των εργαζομένων, και ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα δεν υφίστανται».

«Είναι αυτό συμβατό με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο ή είναι αυτό συμβατό με την έμφαση που θέλει να δώσει η Συνθήκη της Λισαβόνας στον κοινωνικό διάλογο; Προφανώς όχι» είπε η κ. Αχτσιόγλου.

Παράλληλα,  αναφέρθηκε και στα αποτελέσματα αυτών των ριζικών αλλαγών.  Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών. «Επομένως, η Ελλάδα είναι πλέον μία χώρα με χαμηλό κατώτατο μισθό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με μία ιδιαίτερα απορρυθμισμένη αγορά εργασίας» σχολίασε η υπουργός Εργασίας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, 125.000 εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερα από 100 ευρώ το μήνα και ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα.

Σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας, «οι μειώσεις στους κατώτατους μισθούς δεν βοήθησαν στην επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας, αντιθέτως αύξησαν τα ποσοστά της ανεργίας από 7% το 2009 στο 27,9% το 2013 και η ανεργία των νέων διαμορφώνεται περίπου στο 50% στο 2016. Οι συνέπειες ήταν η σημαντική αύξηση της μετανάστευσης υψηλά καταρτισμένου νεανικού εργατικού δυναμικού, οι δραματικές επιπτώσεις στην καταναλωτική ζήτηση και η μεγάλη αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Περισσότερο από το 50% των προσλήψεων το 2015 αφορούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά ο αριθμός αυτών που ονομάζουμε "φτωχοποιημένοι εργαζόμενοι", ενώ, επίσης, αυξήθηκε κατά πολύ και η αδήλωτη εργασία. Αυτά λοιπόν ήταν τα αποτελέσματα κάποιων από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν στην αγορά εργασίας  στη χώρα από το 2010 και έπειτα» τόνισε η ίδια.

«Ενώ ο στόχος», όπως είπε, «ήταν να περάσουμε σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, οδηγηθήκαμε σε κατάρρευση του συστήματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τώρα στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ιδιαίτερης σημασίας την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα. Η συμφωνία που υπογράψαμε με τους δανειστές το 2015 προέβλεπε ότι οι ελληνικές αρχές πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές στους τομείς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ομαδικών απολύσεων και του συνδικαλιστικού νόμου. Με σκοπό να προσδιοριστεί ο "θολός" αυτός όρος (οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές στα ζητήματα αυτά) συστάθηκε από κοινού με τους θεσμούς μία επιτροπή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Η επιτροπή κατέληξε σε ένα πόρισμα τον Σεπτέμβριο. Η πλειοψηφία των συστάσεων του πορίσματος, σχεδόν το 90%, υποστηρίζει τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης ότι ένα ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων θα έπρεπε να επιστρέψει στη χώρα. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης υποστηρίζεται και από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινή διακήρυξη των εθνικών κοινωνικών εταίρων,  του καλοκαιριού του 2016».

Η υπουργός Εργασίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση, αυτήν τη στιγμή, στα θέματα της αγοράς εργασίας δεν ζητά τίποτε παραπάνω από αυτό που συμφωνήθηκε στο μνημόνιο: «Ότι, δηλαδή, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα θα επιστρέψει σε αυτό που περιγράφεται ως το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, στις αρχές του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου ή ότι οι αρχές του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου θα επιστρέψουν στην Ελλάδα και ότι το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα επανέλθει».

Σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις, είπε ότι «το ΔΝΤ αρνείται να συζητήσει το θέμα της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα διακινδύνευε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, παρά το γεγονός ότι δεν παρουσιάζει στοιχεία, για να υποστηρίξει αυτή την άποψη».

Αναφορικά με τη στάση των Ευρωπαίων εταίρων, σημείωσε ότι, τις τελευταίες εβδομάδες, είχε αρκετές συναντήσεις με Ευρωπαίους αξιωματούχους, μέλη του ευρωκοινοβουλίου, με συνδικάτα, κλπ. «Διαπίστωσα ένα ευρύ κύμα αλληλεγγύης στο ελληνικό αίτημα. Μέλη των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών έστειλαν επιστολή στους Γιούνκερ, Ντράγκι και Ντάισελμπλουμ, ζητώντας την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα, ο πρόεδρος Πιτέλα δημόσια υποστήριξε τη θέση μου, όπως και οι Πράσινοι και μέλη του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Και πρόσθεσε: «Και χθες η ολομέλεια του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου συζήτησε το θέμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, έπειτα από αίτημα διαφόρων πολιτικών ομάδων και συμφώνησαν ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα πρέπει να λάβει ένα τέλος και ότι οι αρχές του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου πρέπει να ισχύσουν και πάλι. Θέλω να υπογραμμίσω για άλλη μία φορά ότι για την ελληνική κυβέρνηση η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι υψίστης πολιτικής σημασίας. Είναι ο τρόπος, μέσω του οποίου οι εργαζόμενοι θα συμμετέχουν στο μοντέλο της ανάπτυξης και ένα λειτουργικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι μία προϋπόθεση, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης, χωρίς αποκλεισμούς. Αυτός ο στόχος περιλαμβάνεται σε κάθε συνθήκη, σε κάθε κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ένας "πυρηνικός" πολιτικός στόχος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος».