Διαψεύδει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τις πληροφορίες για ένταξη της μείωσης του αφορολόγητου ορίου στον δημοσιονομικό κόφτη, την αύξηση του ΦΠΑ αλλά και την «αγανάκτηση» από την πλευρά ευρωπαίων της στάσης της Αθήνας.

Αυτή τη στιγμή δεν έχει υπάρξει καμία συζήτηση για μείωση του αφορολόγητου και δεν υπάρχει από την πλευρά της κυβέρνησης πρόθεση να αλλάξει το αφορολόγητο μετά το τέλος του προγράμματος, επανέλαβε απαντώντας σε σχετική ερώτηση.

Σε ότι αφορά την αξιολόγηση σημείωσε ότι η θέση της κυβέρνησης ότι πρέπει να κλείσει γρήγορα παραμένει.
Οποιαδήποτε συμφωνία δεν μπορεί να περιλαμβάνει νομοθέτηση μέτρων για μετά το πρόγραμμα ενώ είναι απαραίτητη η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων.

Οι καθυστερήσεις οφείλονται στις διαφορές ΕΕ-ΔΝΤ, θέμα που είναι πολιτικό. Παράλογες απαιτήσεις δεν θα γίνουν δεκτές, υποστήριξε. Τόνισε ότι η απαισιόδοξη γραμμή του ΔΝΤ σε ότι αφορά τις προβλέψεις για την οικονομία έχουν διαψευστεί.

Σημείωσε ότι το ΔΝΤ θέλει μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, ενώ η Γερμανία αρνείται αυτό το ενδεχόμενο αλλά και τη συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Είναι πολιτικό το θέμα και γι' αυτό πρέπει να δοθεί πολιτική λύση. Επανέλαβε δε την πρόταση Τσακαλώτου το 1% του ΑΕΠ από το στόχο του 3,5% να οδεύσει για την ανάπτυξη και το αίτημα να προχωρήσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα.

Δεν είναι πρόβλημά μας αν θα αποχωρήσει ή όχι το ΔΝΤ. Είναι πρόβλημα του ΔΝΤ. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μην προβάλει παράλογες απαιτήσεις.

Σε ότι αφορά την ποσοτική χαλάρωση εκτίμησε ότι αν έχουμε κλείσιμο της β’ αξιολόγησης αρχίζει η διαδικασία για ένταξη στο QE. «Είμαστε αισιόδοξοι ότι αν κλείσει η αξιολόγηση θα έχουμε τη δυνατότητα ένταξης στο πρόγραμμα», σημείωσε.

Εκτίμησε δε ότι η πίεση για να προχωρήσει η διαδικασία της αξιολόγησης βρίσκεται και στην άλλη πλευρά καθώς αρχίζει η εκλογική διαδικασία σε χώρες της Ευρώπης. Από την πλευρά της η Ελλάδα έχει επαρκή ρευστότητα.