Του Νίκου Σίμου

Τ ο «φάντασµα» της οικουµενικής κυβέρνησης έχει αρχίσει και πάλι να εµφανίζεται στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο, καθώς µια τέτοια προοπτική εξακολουθεί να αποτελεί τον διακαή πόθο των δανειστών, οι οποίοι επιθυµούν να δουν επικεφαλής ενός τέτοιου σχήµατος τη διαχρονική εναλλακτική τους λύση: τον σηµερινό διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Η προοπτική αυτή περνά µέσα από τρεις προϋποθέσεις, διαζευκτικώς και όχι κατ’ ανάγκην διά της πληρώσεως και των τριών: (α) την εξέλιξη των µνηµονιακών υποχρεώσεων της Ελλάδας, (β) τη διαµόρφωση του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, (γ) την πιθανή πολιτική αστάθεια την οποία προβλέπουν Ευρωπαίοι και Αµερικανοί στις εκτιµήσεις τους για την Ελλάδα. Ειδικότερα ως προς το περιεχόµενο καθεµίας των προϋποθέσεων αυτών: n Το θέµα της αξιολόγησης, το οποίο ούτως ή άλλως βρίσκεται σε επικίνδυνη καθυστέρηση, αποτελεί το «όπλο» εκβιασµού της ελληνικής κυβερνησης, η οποία υπάρχουν πολλές πιθανότητες να εξωθηθεί σε εκλογές µέσα στο 2017. Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι το ενδεχόµενο, πρώτον, να µην κλείσει τελικώς η αξιολόγηση και, δεύτερον, να αναγκαστεί η κυβέρνηση να καταφύγει σε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες δεν το αποκλείουν µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Εξ ου και η καλλιεργούµενη σκοπίµως σύγκρουση µε το ∆ΝΤ, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα η κυβέρνηση της «για πρώτη φορά Αριστεράς» να προβάλει στο εκλογικό σώµα ότι καταφεύγει στη λαϊκή ετυµηγορία αντιστεκόµενη σε παράλογες απαιτήσεις που εξουθενώνουν ακόµα περισσότερο τον ελληνικό λαό. nOσον αφορά στις εσωτερικές εξελίξεις, θεωρούν οι δανειστές αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον ότι το κόµµα της Αριστεράς δεν έχει πολλά περιθώρια παραµονής στην εξουσία. Πρώτον, λόγω της απώλειας της απήχησης που είχε στην κοινωνία και, δεύτερον, λόγω των κυµάτων κοινωνικής διαµαρτυρίας που αναµένεται να ενταθούν το προσεχές διάστηµα.

ΟΡΙΑΚΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ

 Στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι την πολύ δύσκολη πλέον κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας δεν µπορεί να τη διαχειριστεί µια κυβέρνηση που διαθέτει οριακή πλειοψηφία, µε µια αντιπολίτευση που ζητάει εκλογές και όταν, όπως δείχνουν πλέον οι δηµοσκοπήσεις, η κοινή γνώµη δεν διάκειται πλέον αρνητικά απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο, όπως στο παρελθόν, που συνήθως ζητούσε την εξάντληση της κυβερνητικής θητείας. Αλλωστε, οι εταίροι, πέραν των δικών τους εκτιµήσεων, λαµβάνουν τοις µετρητοίς τον κίνδυνο της πολιτικής αστάθειας που τους είχε επισηµάνει στο παρελθόν και ο πρωθυπουργός υπό τύπον απειλής. Πλην όµως σήµερα η απειλή αυτή ουδόλως τους φοβίζει, υπό την έννοια, µάλιστα, ότι οι εκλογές, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, µπορούν να οδηγήσουν στην ποθούµενη από αυτούς εξέλιξη: τη συγκρότηση οικουµενικής. Βέβαιοι είναι ότι νικητής της προσεχούς εκλογικής αναµέτρησης θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα ∆ηµοκρατία. Παρ’ όλα αυτά, οι εκτιµήσεις τόσο των Βρυξελλών όσο και της Κουµουνδούρου είναι ότι η διαµόρφωση του πολιτικού σκηνικού µε τις εκλογές θα είναι τέτοια που δεν θα επιτρέψει στο σηµερινό κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης να επιτύχει την αυτοδυναµία. Ακριβώς αυτή η αδυναµία της συγκρότησης µιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από ένα και µόνο κόµµα, και µάλιστα από τον νικητή των εκλογών, διαµορφώνει το πολιτικό πλαίσιο που επιθυµούν οι θεσµοί. ∆ηλαδή της εξώθησης του ελληνικού πολιτικού συστήµατος στη συγκρότηση αναγκαστικώς µιας οικουµενικής κυβέρνησης που θα διευκολύνει περισσότερο την εφαρµογή του περιεχοµένου των Μνηµονίων που σήµερα καθυστερει.

Πολιτική αστάθεια

Η πολιτική αστάθεια Συναφής προς την αναλυθείσα παραπάνω εξέλιξη των πολιτικών πραγµάτων είναι και η εκτιµώµενη πολιτική αστάθεια. Εκτιµάται συγκεκριµένα ότι, µε την πόλωση που υπάρχει, η έλλειψη αυτοδυναµίας θα εξωθήσει, όπως είναι φυσικό, σε συνεννοήσεις που, κατά την άποψη των θεσµών, δεν πρόκειται να ευοδωθούν. Με ανοικτές, εποµένως, τις µνηµονιακές εκκρεµότητες και µε την Ελλάδα να έχει άµεση ανάγκη των χρηµατοδοτικών ενισχύσεων, θα είναι εύκολη η άσκηση πίεσης στο ελληνικό πολιτικό σύστηµα όπως υιοθετηθεί η λύση µιας οικουµενικής κυβέρνησης, κατά το πρότυπο της κυβέρνησης Παπαδήµου. Πολύ περισσότερο, µάλιστα, καθώς θα επισηµαίνεται στο ελληνικό πολιτικό σύστηµα ότι την ευθύνη για την παράταση της πολιτικής αστάθειας, που µπορεί όντως να οδηγήσει σε ένα «ατύχηµα» την Ελλάδα, δεν συµφέρει κανένα κόµµα να την επωµισθεί. Είναι µάλλον προφανές ότι ο κ. Στουρνάρας θεωρεί καλοδεχούµενη την προοπτική τού να τεθεί επικεφαλής ενός οικουµενικού σχήµατος, το οποίο µάλιστα δεν θα είναι εύκολο να υπονοµεύσει κανείς, καθώς θα προβάλλεται σε µια τέτοια περίπτωση, σκοπίµως, ότι ο υπονοµεύων επωµίζεται και την ευθύνη να πάει η χώρα στα βράχια. Υπό την έννοια αυτή, ο κ. Στουρνάρας µπορεί να αισθάνεται ασφαλής, ενώ από την άλλη συνιστά γι’ αυτόν µια πολιτική διέξοδο, µετά το αποτυχόν εγχείρηµα του κ. Σηµίτη να τεθεί ο σηµερινός διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος επικεφαλής µιας νέας Κεντροαριστεράς.