Όχι µόνο δεν αλλάζει η αρνητική στάση της κοινής γνώµης απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά επι πλέον για πρώτη φορά το εκλογικό σώµα εκτιµά ότι η πιθανότητα να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές είναι σε µονοψήφιο αριθµό (9% έναντι 56% της Νέας ∆ηµοκρατίας στην παράσταση νίκης).

Αυτό προκύπτει από τη νέα έρευνα της εταιρείας ALCO για λογαριασµό των «Π», έρευνα που επιβεβαιώνει ότι:

(α) Οι πολιτικές συνθήκες που έχουν διαµορφωθεί εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής δεν εί ναι αναστρέψιµες, µε αποτέλεσµα ο βέβαιος ηττηµένος στις προσεχείς εκλογές να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Στο σηµείο, δε, αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν είναι απλώς η κυβερνητική πολιτική, δηλαδή τα µέτρα που λαµβάνονται και επιβαρύνουν την κοινωνία, που αποµα κρύνει τον κόσµο από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεδοµένου ότι, όπως προκύπτει από πίνακες που δηµοσιεύονται κατωτέρω, η κοινωνία έχει συναίσθηση ότι και της Ν.∆. τα περιθώρια µη εφαρµογής των µνηµονιακών υποχρεώσεων είναι περιορισµένα. Είναι το σύνολο της κυβερνητικής στάσης και ειδικότερα η συµπεριφορά συγκεκριµένων υπουργών που δηµιουργεί κόστος για την κυβέρνηση.

(β) Η Νέα ∆ηµοκρατία θα είναι το κόµµα που σίγουρα µετά την προ σφυγή στις κάλπες θα λάβει εντολή για σχηµατισµό κυβέρνησης.

(γ) Η διαφορά µεταξύ των δύο πρώτων κοµµάτων εµφανίζεται αυξηµένη υπέρ της Νέας ∆ηµοκρατίας σε σύγκριση µε την προηγούµενη δηµοσκόπηση της ίδιας εταιρείας. Επισηµαίνεται, ειδικό τερα, ότι από των εκλογών του Σε πτεµβρίου του 2015 και µετά σε όλες τις έρευνες της ALCO η διαφορά µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της πρώτης συνεχώς και σταδιακώς βαίνει αυξανόµενη, µε αποτέλεσµα η συσσωρευµένη αυτή απόσταση να καθιστά µη αναστρέ ψιµη την αρνητική κατάσταση για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

(δ) Εχει παύσει να έχει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, µολονότι αριστερή, κοινωνική αναφορά, γεγονός που λειτουργεί σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον, εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής, είναι καθολική η απαισιοδοξία του κόσµου για το µέλλον του και, κατ’ επέκταση, για το µέλ λον της χώρας. Μάλιστα, θα κατα γράφονταν ακόµη χειρότερα για τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγµα τα, αν οι δείκτες κυβερνησιµότητας της Ν.∆. ήταν καλύτεροι, γεγονός που πάντως πρέπει να αποδοθεί στην επιφυλακτικότητα του κόσµου από όσα έζησε τα χρόνια της διακυ βέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν µάλιστα και αριστερή. ∆εύτερον, αυξάνεται συνεχώς η δι αφορά στην καταγραφόµενη εµπιστοσύνη µεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι έχει φτάσει τις 10 ποσοστιαίες µονάδες.

(ε) Είναι εντυπωσιακή η διαρροή ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός του ότι το 6,5% των ψη φοφόρων αυτών κατευθύνεται κατ’ ευθείαν στη Νέα ∆ηµοκρατία, ένα 35% όσων είχαν ψηφίσει το σηµερινό κυβερνών κόµµα, δηλαδή ένας στους τρεις προηγούµενους ψηφοφόρους του, είναι στην γκρίζα ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου, δηλαδή των αναποφάσιστων, του λευκού και της αποχής από τις εκλογές! Αλλωστε, η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ παραµένει πολύ χαµηλή (45%), παρά το γεγονός ότι η καλλιεργούµενη φηµολογία περί αιφνιδιαστικών εκλογών θα µπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της αύξησης της συσπείρωσης των προηγούµενων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. 

Εκείνο που είναι αξιοµνηµόνευτο είναι πως, πέραν της παρατήρησης που καταγράφηκε και πιο πάνω, ότι στις δηµοσκοπήσεις της ALCO καταγράφεται µια σταδιακώς αυξανόµενη διαφορά µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της πρώτης, στην πρόθεση ψήφου πλέον η διαφορά αυτή έχει εκτοξευθεί στις 7,5 ποσοστιαίες µονάδες (έναντι 6,4 στην αµέσως προηγούµενη έρευνα που είχε διενεργήσει η ίδια εταιρεία για λογαριασµό των «Π»). 

Ειδικότερα, στο ερώτηµα τι θα εψήφιζαν οι ερωτηθέντες αν είχαµε αύριο εκλογές, το 22,5% απαντά «Νέα ∆ηµοκρατία» έναντι 15% που απαντά «ΣΥΡΙΖΑ». Εναντι της προηγούµενης δηµοσκόπησης παρατηρείται ότι η Ν.∆. αυξάνει το ποσοστό της κατά 0,3 ποσοστιαίες µονάδες, ενώ αντιστοίχως ο ΣΥΡΙΖΑ πέφτει κατά 0,8 ποσοστιαίες µονάδες. Η διαφορά αυτή, µε αναγωγή επί των εγκύρων, αυξάνεται στις 9 ποσοστιαίες µονάδες, καθώς η Ν.∆. πιάνει ένα ποσοστό 26,8% έναντι 17,8% του ΣΥΡΙΖΑ. Επί του προκειµένου, το σηµαντικό είναι και έχει την ειδικότερη σηµασία του ως ασφαλές πρόκριµα του εκλογικού αποτελέσµατος ότι η αναγωγή της πρόθεσης ψήφου επί των εγκύ ρων εµφανίζει τη Ν.∆. να αγγίζει το εκλογικό της ποσοστό!

Εντυπωσιακό εύρηµα της δηµοσκόπησης που δηµοσιεύουµε είναι ότι η κοινωνία εκφράζει την έντονη απαισιοδοξία της και για το αρξάµενο έτος, αφού:

(α) Πιστεύει ότι θα είναι χειρότερο από το 2016 σε ποσοστό 63% (µε αυτούς που πιστεύουν ότι θα είναι καλύτερο στο 13%).

β) Πιστεύει σε ποσοστό 73% ότι θα επιβληθούν και νέα (επώδυνα) µέτρα, διότι δεν πρόκειται να επιτευχθούν οι στόχοι! Στα ευρήµατα της δηµοσκόπησης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρνητική στάση της κοινής γνώµης απέναντι στη συνεργασία της ∆ηµοκρατικής Συµπαράταξης (στην ουσία του ΠΑΣΟΚ) µε το ΚΙ∆ΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου. Συνολικώς, ένα 46% των ερωτηθέντων βλέπει λιγότερο θετικά τη συνεργασία αυτή και µόνο 10% τη βλέπει θετικά. Είναι προφανές ότι στην ελληνική κοινωνία είναι ακόµη νωπές οι δυσάρεστες µνήµες από τη διακυβέρνηση Παπανδρέου.

Μπροστά με 9% η Νέα Δημοκρατία

Αυξημένο προβάδισμα 7,5% της Νέας Δημοκρατίας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου (από 6,4% στη μέτρηση του Νοεμβρίου 2016) καταγράφεται στη δημοσκόπηση, με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συγκεντρώνει στην πρόθεση ψήφου 22,5% (από 22,2%) και το κυβερνών κόμμα 15% (από 15,8%). Τρίτη δύναμη η Χρυσή Αυγή, με 7,1%, και ακολουθούν ΚΚΕ με 6%, Δημοκρατική Συμπαράταξη με 5,2%, Ενωση Κεντρώων με 2,3%, Ανεξάρτητοι Ελληνες με 2,1%, Πλεύση Ελευθερίας με 2%, Λαϊκή Ενότητα με 1,2% και Ποτάμι με 1,2%. «Αλλο κόμμα» επι λέγει το 4,3%, λευκό το 4,4%, αποχή το 11,5%, ενώ οι αναποφάσιστοι κινούνται στο 15,1%.

 

Πρόωρες εκλογές

Τη λύση των πρόωρων εκλογών φαίνεται να προκρίνει η πλειονότητα των ερωτηθέντων απαντώντας στο ερώτημα για αυτό που θεωρούν καλύτερο για τη χώρα. Συγκεκριμένα, το 35% δηλώνει ότι είναι καλύτερο να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές, το 34% να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση, ενώ μόλις το 19% να συνεχίσει η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΑΝ. ΕΛ. 

Παράλληλα, το 30% θεωρεί πως μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη εμπιστεύεται περισσότερο τον πρόεδρο της Ν.Δ., σε αντίθεση με το 20%, που επιλέγει τον σημερινό πρωθυπουργό. 

Οι πολίτες τοποθετούνται και στο ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου.  Συγκεκριμένα, δηλώνουν τη διαφωνία τους (48%) για τη μείωση του ορίου 3% για είσοδο στη Βουλή, σε αντίθεση με το 32%, που συμφωνεί.