Παρότι ο υπουργός Οικονοµικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε αναλάβει να κλείσει τη συζήτηση και άρα να απαντήσει σε όσα τυχόν είχαν ακουστεί, ήταν ο αναπληρωτής υπουργός Οικονοµικών Γιώργος Χουλιαράκης ο οποίος ανέλαβε να εκπροσωπήσει τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής για τη συµφωνία του Eurogroup. Θεωρούµενος από πολλούς ως ο άνθρωπος αιχµής του Γ. ∆ραγασάκη στο οικονοµικό επιτελείο -άλλωστε σε δική του πρόσκληση ανταποκρίθηκε το 2012 ο µέχρι τότε πανεπιστηµιακός στην Αγγλία που δεν είχε ενεργό πολιτική δράση µετά τα φοιτητικά του χρόνια στις Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών-, ο Γ. Χουλιαράκης επέλεξε να µιλήσει ως η «φωνή του ρεαλισµού».

Παρότι πριν από τη συµφωνία για το χρέος διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες -ανάµεσά τους και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπραςείχαν υποστηρίξει ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα άνοιγε τον δρόµο για τα µέτρα για το χρέος, ο Γ. Χουλιαράκης είπε ότι εξαρχής η κυβέρνηση γνώριζε ότι δεν θα λαµβάνονταν τώρα τα µέτρα για το χρέος, αλλά µε την ολοκλήρωση του προγράµµατος, το 2018, επαναλαµβάνοντας αυτά που είχε πει και στο Συνέδριο του «Economist» λίγες µέρες νωρίτερα: «Στόχος της ελληνικής κυβέρνησης µε την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεν ήταν η υλοποίηση των µεσοπρόθεσµων µέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους. Γνωρίζουµε από το αποτέλεσµα του Eurogroup του Μαΐου του 2016 ότι η υλοποίηση αυτή θα έρθει στο τέλος του προγράµµατος».

Για τον κ. Χουλιαράκη -πάλι σε πείσµα των όσων κατά καιρούς έχουν πει κυβερνητικοί παράγοντεςούτε η «έξοδος στις αγορές» θα γίνει αυτόµατα. Αντίθετα, «η έξοδος της χώρας στις διεθνείς αγορές δεν αποτελεί µία στιγµή, αλλά µια µακρά διαδικασία. ∆εν θα ανακτηθεί, δηλαδή, ξαφνικά την εποµένη του τέλους του προγράµµατος, την 21η Αυγούστου του 2018, αλλά θα οικοδοµηθεί σταδιακά, πολλούς µήνες πριν από το τέλος του προγράµµατος». Μάλιστα υπεραµύνθηκε της πολιτικής της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι έχει πετύχει µια «δοµική υπέρβαση» που «συνοδεύεται από βαθιές δοµικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί η οικονοµία, στη συλλογή φόρων και στη φορολογική συµµόρφωση».  

ΛΙΤΟΤΗΤΑ

Παρότι ο κ. Χουλιαράκης υπεραµύνθηκε του «κοινωνικού προσώπου» της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι έχουν πολλαπλασιαστεί οι δαπάνες υπέρ των ευάλωτων νοικοκυριών, εντούτοις ο πυρήνας της τοποθέτησής του ήταν ότι καλώς η κυβέρνηση πήρε σκληρά φορολογικά και εισπρακτικά µέτρα και άρα βελτίωσε τα δηµοσιονοµικά και ότι σε αυτήν τη φάση είναι ανεφάρµοστες οι προτάσεις για άµεση µείωση της φορολογίας που έκανε ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Στόχος της κυβέρνησης είναι η «δηµοσιονοµική ισορροπία, ώστε να εµπεδωθεί η αξιοπιστία, να αποκλιµακωθεί το κόστος δανεισµού, όχι µόνον του κράτους, αλλά µέσω του κράτους και των επιχειρήσεων και των τραπεζών, ώστε να τονωθεί η ρευστότητα και να πάρει µπρος η οικονοµία». Κοινώς σκληρή λιτότητα και όχι «αριστερά οράµατα». Οπως ακριβώς θέλουν να ακούν οι δανειστές, που ακόµη θυµούνται την ανακούφισή τους όταν ο Γ. Χουλιαράκης αντικατέστησε ουσιαστικά ως βασικός διαπραγµατευτής τον Γιάνη Βαρουφάκη.  

Ο ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ  Στον αντίποδα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος µάλλον δεν ένιωσε την ανάγκη να δώσει µια σαφή και συγκεκριµένη στρατηγική, αλλά περισσότερο να απευθυνθεί και σε ένα εσωκοµµατικό ακροατήριο. Ετσι, λοιπόν, υπερασπίστηκε τη συµφωνία της 15ης Ιουνίου ως καλύτερη από αυτήν της 22ας Μαΐου, κατά βάση µε το επιχείρηµα ότι εφόσον απορρίψαµε εκείνη και πήραµε αυτή, έπεται ότι αυτή είναι καλύτερη, και εξύµνησε τη διαπραγµατευτική οµάδα. Βέβαια, αυτό που δεν είπε, σε αντίθεση µε τον κ. Χουλιαράκη, ο οποίος ουσιαστικά έδωσε µια εικόνα «συνέχειας» µε τις αποφάσεις του Eurogroup ήδη από το 2016, ήταν ότι αυτό που άλλαξε ανάµεσα στις 22 Μαΐου και στις 15 Ιουνίου δεν ήταν τόσο η συµφωνία στο τραπέζι όσο η ρητορική της κυβέρνησης ως προς την άµεση λήψη µέτρων για το χρέος.

Πέραν αυτών ο κ. Τσακαλώτος προσπάθησε να απαντήσει µε τρόπο «συνδικαλιστικό» σε όσα είπε η αντιπολίτευση, συµπεριλαµβανοµένης και µιας ακροβατικής αναφοράς στο... σκάνδαλο Προφιούµο, για να εξηγήσει τη στάση του ∆ΝΤ. Επέµεινε στο άµεσο ενδεχόµενο εξόδου στις αγορές, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «νοµίζω ότι εµείς θα έχουµε σύντοµα ένα πρόγραµµα εξόδου στις αγορές», επανέλαβε ότι ο στόχος είναι η «βιώσιµη ανάπτυξη» και επέµεινε ότι παρότι το Υπερταµείο ήταν «ήττα και συµβιβασµός», ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να το αντιστρέψει, γιατί εκπροσωπεί το «καινούργιο». Κυρίως προσπάθησε να δώσει εικόνα ιδεολογικής απόστασης µε την αντιπολίτευση, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει «µια αντιπαράθεση αξιών, προγραµµάτων, στρατηγικών, πολιτικών». Θέλοντας µάλιστα να δείξει ότι όντως έρχεται το νέο, υπογράµµισε τους νέους τρόπους αξιοποίησης του ΕΣΠΑ, την έκθεση Documenta 14 ως παράδειγµα που έδειξε πώς «µε µικροεπεµβάσεις στον πολιτισµό µπορείς να δηµιουργήσεις τους πόρους που γίνονται θαύµατα σιγά-σιγά», αλλά και το έργο που έκαναν Φίλης και Γαβρόγλου για µια Παιδεία που θα είναι «αυταξία». Ολοκλήρωσε την οµιλία του µε αναφορά στη Χρυσή Αυγή και τις δολοφονίες µεταναστών, κατηγορώντας τον Κυρ. Μητσοτάκη ότι µε τη συνέντευξή του στο «Politico» αθώωσε τη «βάρβαρη οργάνωση».    

Με το βλέμμα στον ανασχηματισμό

Η οµιλία Τσακαλώτου δεν παρέπεµπε σε «τσάρο της Οικονοµίας» που αναλαµβάνει να πει τις σκληρές αλήθειες, να εκφράσει το πραγµατικό αφήγηµα και να στείλει µηνύµατα στις αγορές. Αυτό ανέλαβε να το κάνει ο Γιώργος Χουλιαράκης, του οποίου ο λόγος ήταν κυνικά ειλικρινής: συµπλέουµε µε τις απαιτήσεις των δανειστών, δουλεύουµε για τη δηµοσιονοµική προσαρµογή, ετοιµαζόµαστε για την έξοδο στις αγορές. Αντίθετα, η οµιλία Τσακαλώτου παρέπεµπε σε προσπάθεια να µιλήσει ως εκπρόσωπος της «αριστερής ευαισθησίας» της τάσης των 53+, να επιµείνει στην εικόνα του «δεν είµαστε σαν τους άλλους» και της ύπαρξης «ανταγωνιστικών αφηγηµάτων». Επί του συγκεκριµένου επικέντρωσε περισσότερο σε ζητήµατα του «διπλανού» υπουργείου Οικονοµίας και Ανάπτυξης, παρά του δικού του (ΕΣΠΑ, µοντέλο ανάπτυξης, το «καινούργιο» κ.λπ.). Προµήνυµα για µεταπήδησή του εκεί στον ανασχηµατισµό, ώστε και την «αριστερή» του εικόνα να διασώσει και οι δανειστές να βλέπουν στο πρόσωπο του Γ. Χουλιαράκη τον άνθρωπο που µιλάει την ίδια γλώσσα µε αυτούς; Μένει να το δούµε...