Αλλεπάλληλες είναι οι συσκέψεις τις τελευταίες εβδομάδες στο «κλειστό επιτελείο» του πρωθυπουργικού γραφείου, προκειμένου να συγκροτηθεί η στρατηγική που θα οδηγήσει στη «μικρότερη ήττα» τον ΣΥΡΙΖΑ την ημέρα που οι κάλπες τελικά θα στηθούν.

Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες των «Π», ο κ. Τσίπρας νιώθει ιδιαίτερη ανησυχία για την ευστάθεια που διατηρεί ο κυβερνητικός σχηματισμός με τους ΑΝ.ΕΛ. εξαιτίας των συνεχών αποκαλύψεων και της πίεσης της αρνητικής δημοσιότητας που ασκείται σε βάρος του Π. Καμμένου, αλλά και λόγω των πλειστηριασμών, που θα εξελιχθούν με πολύ πιο γοργούς ρυθμούς μέσα στο 2018.

Οι επικοινωνιολόγοι και οι δημοσκόποι που συγκροτούν το κεντρικό επιτελείο της κυβέρνησης, αλλά και οι κ. Φλαμπουράρης, Παππάς, Τζανακόπουλος, Καρτερός και Λιάκος, που αποτελούν μόνιμους συμμέτοχους στις συσκέψεις με αυτά τα αντικείμενα, επιμένουν στην επικινδυνότητα αυτών των θεμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν αστάθμητο παράγοντα για την κυβέρνηση.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση, τα μηνύματα που λαμβάνει το πρωθυπουργικό γραφείο στην Αθήνα μέχρι τώρα από τα κέντρα αποφάσεων ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού είναι απολύτως καθησυχαστικά. Αφού τόσο οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όσο και η Ουάσινγκτον αλλά και η Ιερουσαλήμ -με την αναβαθμισμένη σχέση της πλέον με την Αθήνα στα θέματα της Μεσογείουεπιθυμούν τη σταθερότητα διακυβέρνησης στην Ελλάδα τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου του 2018 και, ακόμη καλύτερα, μέχρι τον Μάιο του 2019.

ΔΥΟ ΠΕΡΙΟΔΟΙ

Αυτό δίνει ένα πλεονέκτημα στον ΣΥΡΙΖΑ, με τα ηγετικά του κλιμάκια, αλλά και με τον κ. Κ. Λαλιώτη, που συνεργάζεται πολύ συχνά και πολυεπίπεδα μαζί τους, να υπολογίζουν σε δύο περιόδους. Στην πρώτη της σταθερότητας της διακυβέρνησης μέχρι τις εκλογές του 2019. Στη συνέχεια σε μια δεύτερη, πλήρους εκλογικής και πολιτικής ρευστότητας, μέχρι την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το 2020. Κεντρικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για τους επόμενους 17 μήνες είναι να μην υπάρξει αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του Μαΐου του 2019, που θα πραγματοποιηθούν με το ισχύον και στις προηγούμενες εκλογές σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με μπόνους. Κρίσιμες παράμετροι για κάτι τέτοιο είναι οι τυχόν θετικές εξελίξεις που θα υπάρξουν για την οικονομία, αλλά και για τη διεθνή εικόνα της χώρας, μετά τον Αύγουστο του 2018, όταν θα υπάρξουν τυπικά η έξοδος από τα Μνημόνια και η επιστροφή στις διεθνείς αγορές χρήματος. Παράλληλα, ένα κλίμα αισιοδοξίας, που τυχόν θα διαπεράσει την κοινωνία, παρά το γεγονός ότι η καθημερινότητα στη μεγάλη μερίδα των πολιτών δεν θα αλλάξει. Οι πλειστηριασμοί και οι πιεστικές συνθήκες για το εισόδημα και την απασχόληση θα παραμένουν δυσβάστακτες, ενώ η μείωση της φορολογίας και οι ξένες επενδύσεις δεν μπορεί να έχουν αξιόλογη μεταβολή.

Αστάθμητο παράγοντα μάλιστα αποτελούν και οι συνθήκες πλήρους αστάθειας που χαρακτηρίζουν το τραπεζικό σύστημα. Πέραν του γεγονότος ότι τα capital controls παραμένουν χωρίς ορατή ημερομηνία λήξης, η ιδιοκτησία των τραπεζών έχει περάσει σε διεθνή funds, ενώ ο κίνδυνος αναγκαιότητας νέας ανακεφαλαιοποίησής τους με «κούρεμα» καταθέσεων δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που υπολογίζεται ως σημαντικό πλεονέκτημα για την κυβέρνηση είναι η «ψαλίδα» με τη Νέα Δημοκρατία στις δημοσκοπήσεις να μειώνεται και τελικά να σταθεροποιηθεί στο τέλος του 2018 περίπου σε 3-5 μονάδες. Το κεντρικό επιτελείο του Μαξίμου στην περίπτωση αυτή θα προβάλει το επιχείρημα ότι η διαφορά από τις 16-20 μονάδες σε έναν χρόνο θα έχει κλείσει στο ελάχιστο και ότι η Ν. Δ. δεν «έχει ρεύμα», γιατί τρομάζει τη μέση τάξη, πολύ περισσότερο τους οικονομικά μειονεκτούντες.

Ταυτόχρονα υπολογίζουν ότι τον Μάιο του 2019 οι Ελληνες θα κληθούν να ψηφίσουν πολλές φορές σε μία και μόνον ημέρα. Θα ψηφίσουν σωρευτικά για το εθνικό Κοινοβούλιο, για το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για περιφερειάρχες, δημάρχους, ακόμη και για διαμερισματικούς συμβούλους. Αυτό θα έχει ως φυσικό επακόλουθο να υπάρξει διάχυση στο συναίσθημα δυσαρέσκειας που κυριαρχεί στην κοινωνία και τελικά από αυτό να εξέλθει ευνοημένος ο ΣΥΡΙΖΑ έναντι της αντιπολίτευσης.

Σε περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία είναι μεν πρώτο κόμμα, αλλά δεν πετύχει στις εκλογές του Μαΐου αυτοδυναμία, το κύριο μήνυμα που υπολογίζεται από τώρα να εξαγάγει άμεσα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «σε καμία περίπτωση πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης». Ο ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία θα επιδιώξει, σε αντίθεση με την πρώτη περίοδο, την ακυβερνησία. Σε πρακτικό επίπεδο, από τις πρώτες ώρες ο στόχος θα είναι να επηρεασθεί η ηγεσία της Κεντροαριστεράς από το δέλεαρ των επαναληπτικών εκλογών, οι οποίες, ως γνωστόν, θα διεξαχθούν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, και να αναλάβει το πολιτικό κόστος του μη σχηματισμού κυβέρνησης.

Με τη διαδικασία αυτή στη δεύτερη εκλογή, με τα ίδια ποσοστά, τα μικρότερα κόμματα, άρα και το Κίνημα Αλλαγής, θα έχουν περισσότερες έδρες και θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση με καλύτερους όρους. Πειστικό εξάλλου από το επιτελείο στρατηγικού σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται το επιχείρημα προς την πλευρά Γεννηματά-Θεοδωράκη ότι, στην περίπτωση που σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού με τη Νέα Δημοκρατία με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη -σε επανάληψη του σχή-ματος Σαμαρά, Βενιζέλουκαι αυτή αποτύχει, η πολιτική έκφραση της Κεντροαριστεράς κυριολεκτικά θα κονιορτοποιηθεί, όπως η μεταπολιτευτική Ενωση Κέντρου των Μαύρου και Ζίγδη, και θα απορροφηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Ν.Δ.

Σε περίπτωση πάντως που οι επαναληπτικές εκλογές δεν ευοδωθούν, οι του ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζουν στο πλεονέκτημα ότι αυτοί θα διαθέτουν εκ του Συντάγματος τη δεύτερη κατά σειρά διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Οπότε θα έχουν την ευκαιρία να προτείνουν τόσο προς τη Ν.Δ. όσο και προς την Κεντροαριστερά, αλλά και στα υπόλοιπα κόμματα που θα έχουν εισέλθει στη Βουλή, τον σχηματισμό ενός πολύ διευρυμένου σχηματισμού -σχήμα εθνικής ενότητας-, με μεταβατικό πρωθυπουργό μάλιστα προσωπικότητα από την Κεντροδεξιά, που θα αναλάβει όμως την υποχρέωση να μη συμμετάσχει στη συνέχεια σε εκλογές ως επικεφαλής κόμματος.

Σε κάθε ενδεχόμενο, ο όρος που θα τεθεί θα είναι να μην ορκισθεί πρωθυπουργός ο Κ. Μητσοτάκης, έστω και αν είναι επικεφαλής του πρώτου κόμματος. Ποια μπορεί να είναι η διάρκεια αυτής της κυβέρνησης; Αρχικά περίπου έναν χρόνο, όταν προκύπτει η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Τελικά, όμως μετά και τη νέα συμφωνία των κομμάτων, ο μεταβατικός πρωθυπουργός μπορεί να παραμείνει για ακόμη έναν χρόνο, μέχρι και το 2021, όταν ολοκληρώνεται ο κύκλος των επιπλέον μέτρων που έχει ψηφίσει η παρούσα κυβέρνηση και χαρακτηρίζονται από την αντιπολίτευση ως 4ο Μνημόνιο.

Οσοι μιλούν συχνά με τον Κ. Λαλιώτη, αλλά και με πρόσωπα του ηγετικού κύκλου του ΣΥΡΙΖΑ ακούν επαναλαμβανόμενα την εκτίμηση ότι πρωθυπουργός δεν θα ορκιστεί ο Μητσοτάκης. Είναι, μάλιστα, τέτοια η πολιτική εμπάθεια που τους χαρακτηρίζει, ώστε περιγράφουν, πέραν των παραπάνω, και ένα άλλο σενάριο, πολύ ασυνήθιστης εξέλιξης για την Ελλάδα.

Η έσχατη λύση

Σε περίπτωση που και μετά τις επαναληπτικές εκλογές του Μαΐου του 2019 η Νέα Δημοκρατία πετύχει να είναι πρώτο κόμμα, αλλά και πάλι χωρίς αυτοδυναμία, σχεδιάζεται να υπάρξει πρόσκληση προς την Κεντροαριστερά, αλλά και σε κάποια άλλα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, όπως ενδεχομένως η Ενωση Κεντρώων του κ. Βασίλη Λεβέντη -εφόσον έχουν περάσει το όριο εισόδου στο ελληνικό Κοινοβούλιο-, για να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτά τα δεδομένα, το πρώτο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, θα βρεθεί εκ νέου στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στη διακυβέρνηση ένας συνασπισμός «προοδευτικών δυνάμεων». Εκτιμάται ότι σε τέτοιες συνθήκες οι δυνάμεις του Κινήματος Αλλαγης στο πολωτικά αντιδεξιό μάλιστα κλίμα που προκρίνει ο κ. Λαλιώτης, θα συστρατευτούν με τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι με την Ν.Δ.

Φυσικά, ένας τέτοιος συνασπισμός κάθε άλλο παρά συνθήκη σταθερής διακυβέρνησης της χώρας χαρακτηρίζεται, αλλά στους σχεδιασμούς του ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι δευτερεύον ζητούμενο, αφού η πολιτική επιβίωση και η κυριαρχία του κόμματος προκρίνονται έναντι των πάντων.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά, 22-12-2017