«Θα πάμε μαζί μέχρι το τέλος», ήταν η πλέον χαρακτηριστική δήλωση του επικεφαλής των συγκυβερνώντων Ανεξάρτητων Ελλήνων Π. Καμμένου, λίγο μετά το τέλος της μακράς κοινής συνεδρίασης της Εκτελεστικής Επιτροπής και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, το απόγευμα της προηγούμενης Δευτέρας.

Η συγκεκριμένη αυτή τοποθέτηση του υπουργού Άμυνας δεν ήταν καινούργια. Είχε διατυπωθεί αρκετές φορές από τον επικεφαλής των ΑΝΕΛ σε ολωσδιόλου δυσμενείς στιγμές για τη συνοχή της κυβέρνησης.

Όταν οι διαρροές για ασφυκτικές πιέσεις βουλευτών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, και ειδικά της ομάδας των «53» υπό τον κ. Σκουρλέτη, για ανατροπή της συμμαχίας με τους «δεξιούς» ΑΝΕΛ και διαμόρφωση ενός κεντροαριστερού συσχετισμού του ΣΥΡΙΖΑ με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΠΑΣΟΚ κυριαρχούσαν στην επικαιρότητα.  

Η ίδια δήλωση ακούστηκε, εξάλλου, όταν οι συνεχείς αποκαλύψεις για τους περίεργους και δαιδαλώδεις χειρισμούς του κ. Καμμένου και της Διεύθυνσης Εξοπλισμών του Πενταγώνου για την πώληση παλαιού εξοπλισμού στη Σαουδική Αραβία και σε άλλες χώρες του Κόλπου εξέθεταν με καθοριστικό τρόπο το επιδιωκόμενο «άμεμπτο προφίλ» σε σκάνδαλα και διαφθορά της πρώτης αριστερής διακυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ποτέ μέχρι την αρχή της εβδομάδας δεν ακούστηκε η συγκεκριμένη δήλωση πιο απειλητική στα αυτιά του πρωθυπουργού και του στενού επιτελείου του στο Μέγαρο Μαξίμου. Αφού η αίσθηση μιας «αχαμνής κυβέρνησης» από πλευράς συνοχής και ισχύος αποτελεί τη μόνιμη πλέον ανησυχία για το πρωθυπουργικό γραφείο.  

Δύο στρατηγικές

Ελάχιστα 24ωρα, άλλωστε, πριν από τη δραματική συνεδρίαση των ΑΝΕΛ στο Μέγαρο Μαξίμου την προηγούμενη Παρασκευή νωρίς το πρωί, υπήρξε μια χωρίς ιδιαίτερες προαναγγελίες συνάντηση των δύο ηγετών της κυβέρνησης συνασπισμού, χωρίς δηλώσεις στο τέλος της, αλλά ιδιαίτερης έντασης κατά τη διάρκειά της, σύμφωνα με πληροφορίες των «Π».

Σε αυτήν και στη βάση των εξελίξεων στο «Σκοπιανό», όπου η απόκλιση των θέσεων των δύο κομμάτων μοιάζει πλέον χαώδης, με βουλευτές, μάλιστα, ένθεν και ένθεν -με επικεφαλής τον Δ. Καμμένο από τη μια και την κίνηση των «53» από την άλλη- να ανταλλάσσουν δηλώσεις πολιτικής απαξίωσης, ετέθησαν προς συζήτηση δύο διαφορετικές στρατηγικές.

Η μια σε άμεσους χρόνους να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση όλα τα στελέχη των ΑΝΕΛ, και όχι μόνον ο κ. Καμμένος από το υπουργείο Άμυνας. Με τον τρόπο αυτό, το επιχείρημα της «διγλωσσίας» το οποίο προβάλλει η ΝΔ θα μπορούσε να αποδομηθεί, ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να διασφαλιστεί ακόμα και αν ο ίδιος ο πρωθυπουργός ζητούσε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο. Από την πλευρά τους οι ΑΝΕΛ θα μπορούσαν στη βάση του «Μακεδονικού» να τονώσουν το εθνικό τους προφίλ και να δείξουν ότι δεν τους απασχολούν ενώπιον των εθνικών προτεραιοτήτων οι υπουργικές καρέκλες, διεκδικώντας, έτσι, την κομματική τους επιβίωση στις επόμενες εκλογές.

Ταυτόχρονα, να λυθεί το ζήτημα κύρους της Ελλάδας στις συνόδους του ΝΑΤΟ, όπου στην παρούσα φάση, αρχικά λόγω της υπόθεσης της Σαουδικής Αραβίας και στη συνέχεια εξαιτίας της υπόθεσης των Σκοπίων, ο κ. Καμμένος αποφεύγει να συμμετέχει. Άλλωστε, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες των «Π», ο κ. Τσίπρας φέρεται ότι έχει δεσμευτεί στον κ. Καμμένο ότι, στην περίπτωση που οι ΑΝΕΛ δημοκοπικά δείχνουν ότι θα έχουν την τύχη του ΛΑΟΣ ή της ΔΗΜΑΡ, θα του προσφέρει «πολιτική διασφάλιση» με τη συμμετοχή του είτε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ είτε στη λίστα των ευρωβουλευτών.

Κλίμα «κόπωσης»

Από την πλευρά του, πάντως, ο πρωθυπουργός, ενώ αρχικά είχε ενθαρρύνει τον επικεφαλής των ΑΝΕΛ να διαφοροποιηθεί ως προς τη στάση του κόμματός του στο Σκοπιανό, δεν ενεθάρρυνε τελικά τη δρομολόγηση επί του παρόντος μιας τέτοιου τύπου υψηλού ρίσκου στρατηγική. Πρώτον, γιατί οι παρασκηνιακές επαφές με τον κύκλο της Φώφης Γεννηματά ή και του Σταύρου Θεοδωράκη δεν επιτρέπουν αισιοδοξία στο Μαξίμου ότι μπορεί πριν από τις εκλογές να υπάρξει στη βάση της σύγκλισης στο Σκοπιανό πολιτική «μετάλλαξη» στον κυβερνητικό σχηματισμό με την αντικατάσταση των ΑΝΕΛ από τον κεντροαριστερό συνασπισμό.

Δεύτερον, γιατί το επιτελείο του Μαξίμου εκτιμά ότι η κυβέρνηση χρειάζεται χρόνο για να κατορθώσει να αυξήσει τους βουλευτές που τη στηρίζουν στο κοινοβούλιο. Έτσι, από τους 145 που διαθέτει σήμερα, μετά και την προσχώρηση Μεγαλοοικονόμου, να προσεγγίσει τον μαγικό αριθμό των 151 βουλευτών. Στόχοι για κάτι τέτοιο παραμένουν, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι κ. Μεγαλομύστακας και Κατσιαντώνης από την Ένωση Κεντρώων, ο κ. Δανέλλης από το «Ποτάμι» (που αναμένεται να στηρίξει και την κυβερνητική πρόταση για συμφωνία με τα Σκόπια) και -γιατί όχι, όπως ομολογούν με χαμόγελο κάποιοι από τον ΣΥΡΙΖΑ- ο κ. Παπαχριστόπουλος, προερχόμενος τους ΑΝΕΛ.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο προβληματισμός στο πρωθυπουργικό γραφείο, όχι τόσο για την ευστάθεια της κυβέρνησης σε σχέση με τη «δεδηλωμένη», όσο για τη δυνατότητά της ως «κυβέρνησης μειοψηφίας» επί της ουσίας να διαχειριστεί τα πολύ σημαντικά ζητήματα στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική, είναι μόνιμος.  

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018