Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει ακόµη και εκεί που θεωρεί προνοµιακό του εκλογικό χώρο. ∆ηλαδή, στον δηµόσιο τοµέα! Αυτό αποκαλύπτεται από δηµοσκοπικά στοιχεία, σύµφωνα µε τα οποία σε πέντε κοινωνικές τάξεις, συµπεριλαµβανοµένου και του δηµοσίου τοµέα, ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης για πρώτη φορά εµφανίζεται να προηγείται στις προτιµήσεις του Αλέξη Τσίπρα, έστω και οριακά.

Ειδικότερα, το στοιχείο αυτό της οριακής προτίµησης στον κ. Μητσοτάκη και µεταξύ των δηµοσίων υπαλλήλων έχει τη σηµασία του για δύο λόγους:

Πρώτον, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ µέσα σε δύο χρόνια έχει αυξήσει τον δηµόσιο τοµέα, θεωρώντας ότι διά της αποκαταστάσεως σε αυτόν όσων διορίζει, δηµιουργεί µια δεξαµενή δυνητικών ψηφοφόρων, «χρήσιµων» γι’ αυτήν στην προσεχή εκλογική αναµέτρηση.
Πράγµατι, µέσα στη τριετία 2015-2017 οι επιχειρήσεις του δηµοσίου τοµέα από 227 έγιναν 374, αυξηµένες κατά 147. Επιπλέον, τα Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου από 1.068 αυξήθηκαν σε 1.211.

Οσο για τον αριθµό των δηµοσίων υπαλλήλων, µονίµων και συµβασιούχων, αυξήθηκε κατά 23.751.  ∆εύτερον, επί σειρά µηνών η δέσµευση του αρχηγού της Ν.∆. για «λιγότερο κράτος», στο πλαίσιο της δηµοσιονοµικής µεταρρύθµισης, συνδεόταν από την κυβέρνηση µε τη µείωση µισθών και µε απολύσεις, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, δεδοµένου ότι ο κ. Μητσοτάκης επαναλαµβάνει σε όλους τους τόνους και µε κάθε ευκαιρία ότι η κυβέρνηση της Ν.∆. σε καµία περίπτωση δεν θα προχωρήσει σε απολύσεις δηµοσίων υπαλλήλων.

Στην τελευταία δηµοσκόπηση της εταιρίας Rass, ενώ γενικώς δόθηκε έµφαση, όπως συµβαίνει συνήθως, στη διαφορά µεταξύ των δύο κοµµάτων και ιδιαιτέρως στο διατηρούµενο προβάδισµα της Ν.∆., πέρασε σχεδόν απαρατήρητο ένα πολύ σηµαντικό στοιχείο:

Στην ερώτηση για την καταλληλότητα ως πρωθυπουργού, µεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε όλες τις κοινωνικές οµάδες υπερέχει ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, συµπεριλαµβανοµένου και του δηµοσίου τοµέα. Οι ερωτηθέντες ανήκαν (α) στους αυτοαπασχολούµενους, (β) στους µισθωτούς του δηµοσίου τοµέα, δηλαδή στους δηµοσίους υπαλλήλους, (γ) στους ανέργους, (δ) στα νοικοκυριά και στους φοιτητές και (ε) στους συνταξιούχους.

Πράγµατι, µεταξύ των δηµοσίων υπαλλήλων ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτιµάται από το 21,7%, έναντι του 20,8% που προτιµάει τον σηµερινό πρωθυπουργό. Και αυτό παρά το γεγονός, όπως επισηµάνθηκε πιο πάνω, των αθρόων προσλήψεων συµβασιούχων και των µονιµοποιήσεων που έχουν γίνει.

ΑΝΕΡΓΟΙ

Ενδεικτικό του κλίµατος που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία είναι και ένα άλλο στοιχείο. Οτι η απώλεια εµπιστοσύνης από τους δηµοσίους υπαλλήλους στο πρόσωπο του κ. Τσίπρα διαπιστώνεται και µεταξύ των ανέργων. ∆ηλαδή, µεταξύ των µελών µίας τάξης η οποία συνήθως διάκειται συµπαθώς προς την υποτιθέµενη αριστερή ευαισθησία σε κοινωνικά ζητήµατα, έναντι όσων εκφράζουν µία φιλελεύθερη πολιτική στην Οικονοµία. Ετσι, µεταξύ των ανέργων η διαφορά υπέρ του αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης κάθε άλλο παρά οριακή είναι. Το 36,9% δείχνει την προτίµησή του προς το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, έναντι 26,8% που προτιµάει τον κ. Τσίπρα. Πρόκειται για διαφορά 10,1 ποσοστιαίων µονάδων. Η απόσταση αυτή την οποία παίρνουν οι άνεργοι από την κυβέρνηση και από τον πρωθυπουργό οφείλεται στο γεγονός ότι παγιώνεται το καθεστώς των µακροχρόνιων ανέργων.

Ετσι, η απελπισία που διακατέχει τη µερίδα αυτή της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως τους νέους ανθρώπους που είναι χωρίς δουλειά, τους αναγκάζει να θεωρούν ότι µε µία άλλη οικονοµική πολιτική από αυτήν που εφαρµόζει ο ΣΥΡΙΖΑ και που έχει καθαρώς εισπρακτικό χαρακτήρα και όχι αναπτυξιακό, έχουν περισσότερες ελπίδες να αποκατασταθούν επαγγελµατικά κάποια στιγµή. Πράγµατι, ενώ η ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι η επίσηµη ανεργία ανέρχεται στο 21%, εντούτοις η Εκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ διαπιστώνει ότι η πραγµατική ανεργία φτάνει πλέον το 27,5%.

Εξίσου σηµαντικό στοιχείο που απελπίζει τους εργαζοµένους εξαιτίας της ανυπαρξίας αναπτυξιακής προοπτικής είναι το γεγονός ότι η µερική απασχόληση έχει φτάσει στο 54,9%, που για τους εργαζοµένους αποτελεί έναν πρόσθετο µηχανισµό λιτότητας. Mία άλλη κοινωνική οµάδα, στην οποία µάλιστα παρατηρείται και µία από τις µεγαλύτερες διαφορές υπέρ του αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, είναι αυτή των νοικοκυριών και φοιτητών. Η απόσταση υπέρ του κ. Μητσοτάκη είναι 20,9 ποσοστιαίες µονάδες.

Οσον αφορά στα νοικοκυριά, η προτίµηση αυτή προς τον αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης -και κατ’ επέκταση προς τη Νέα ∆ηµοκρατίαπρέπει να αποδοθεί στην ασφυκτική οικονοµική πίεση που έχουν δεχθεί από τις φορολογικές επιβαρύνσεις και από τον ΕΝΦΙΑ, ενώ νωπή παραµένει γι’ αυτούς η ανάµνηση των προεκλογικών υποσχέσεων του κ. Τσίπρα -ειδικώς πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015περί οριστικής ανατροπής της κατάστασης που τα µνηµόνια είχαν δηµιουργήσει, κατά τη διάρκεια της κρίσης, στην ελληνική κοινωνία.

Η ανάµνηση αυτή παραµένει ακόµη νωπή, διότι πλην των ελεγχοµένων από τον ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ, όλα τα άλλα, µε σατιρική µάλιστα διάθεση, υπενθυµίζουν τις λαϊκίστικες µεγαλοστοµίες του κ. Τσίπρα, µε αποτέλεσµα η ελληνική κοινωνία να έχει συµπεράνει ότι όλα τα όµορφα που έλεγε δεν ήταν παρά ένας τρόπος για να πάρει τις εκλογές.

ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Οσον αφορά στους φοιτητές, η εναντίωσή τους στο πρόσωπο του πρωθυπουργού δεν είναι άσχετη µε τις απίθανες συνθήκες που κυριαρχούν στα πανεπιστήµια και τις οποίες, πρόσφατα, µεγάλος αριθµός πανεπιστηµιακών καθηγητών τις διεκτραγώδησε σε ανοικτή του επιστολή. Είναι προφανές ότι οι µικρές µειοψηφίες των περιθωριακών, στους οποίους ενδεχοµένως συµπαραστέκεται µία εξίσου µικρή µειοψηφία φοιτητών συγκεκριµένων κοµµατικών νεολαιών, δεν εκπροσωπούν τη συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών, οι οποίοι αποδοκιµάζουν τα όσα συµβαίνουν στα ΑΕΙ και ΤΕΙ και τα οποία τους εµποδίζουν να συνεχίζουν απρόσκοπτα τις σπουδές τους. Αυτονόητο είναι ότι εξίσου µεγάλη διαφορά υπέρ του κ. Μητσοτάκη θα σηµειωνόταν και στην οµάδα των αυτοαπασχολουµένων, τους οποίους κυριολεκτικά έχει εξουθενώσει µε τις εισφορές ο Νόµος Κατρούγκαλου.

Ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης συγκεντρώνει ποσοστό 36% έναντι µόλις 16,4% του πρωθυπουργού. Από εφέτος και έως το 2021 επιβαρύνονται οι αυτοαπασχολούµενοι µε πρόσθετες αυξήσεις στις εισφορές, που φτάνουν έως και το 130%, επειδή άλλαξε η βάση υπολογισµού τους. Χώρια που εκτός από τη βαριά φορολογία πληρώνουν και ασφαλιστικές εισφορές µε βάση τα εισοδήµατα του 2015 και όχι µε βάση τα εισοδήµατα του 2016. ∆ηλαδή, επιβαρύνονται επί πλασµατικής βάσης.

Επόµενο, λοιπόν, η συντριπτική πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελµατιών να έχει γυρίσει την πλάτη στην κυβέρνηση.

ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ

Οσον αφορά στους συνταξιούχους, ασφαλώς και δεν είναι πρωτοφανής η αποδοκιµασία τους προς το πρόσωπο του κ. Τσίπρα. Μεταξύ του κ. Μητσοτάκη και του κ. Τσίπρα καταγράφηκε ως προς τις προτιµήσεις τους η µεγαλύτερη διαφορά, 28,2 ποσοστιαίων µονάδων, µε τον αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης να συγκεντρώνει το 49,6% των ερωτηθέντων, έναντι µόλις 21,4% του κ. Τσίπρα.

Ασφαλώς και δεν θα µπορούσε να είναι διαφορετικό το αποτέλεσµα, ενώ αναµένεται στη συγκεκριµένη κοινωνική οµάδα να αυξηθεί ακόµη περισσότερο η διαφορά, λαµβανοµένου υπ’ όψιν ότι οι πιέσεις από το ∆ΝΤ είναι όπως η νέα περικοπή των συντάξεων να αρχίσει από την 1η Ιανουαρίου του 2019.

Η περικοπή θα αφορά ακόµη και συντάξεις κάτω από 500 ευρώ. Γενικώς δε, οι µειώσεις θα κυµαίνονται µεταξύ 15%-18%, ενώ κατά τους σχετικούς υπολογισµούς θα θιγεί το 70% των συνταξιούχων. Επιπλέον, όπως επισήµανε σε εκτενή του ανάλυση ο τοµεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Ν.∆. Γιάννης Βρούτσης, επί 21 µήνες γίνονται παράνοµες περικοπές συντάξεων και επικουρικών, που αθροιστικά υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ!

Μάλιστα, επειδή γίνεται λόγος για επιστροφές, ο κ. Βρούτσης επισηµαίνει δηλώσεις της αρµόδιας υπουργού κ. Αχτσιόγλου, ότι οι επιστροφές αυτές προαπαιτούν συµφωνία µε τους θεσµούς και ως εκ τούτου απαιτείται η συναίνεσή τους για την επιστροφή των κρατήσεων. Πράγµα που σηµαίνει ότι, µε βάση τη µέχρι σήµερα πρακτική και τις καθυστερήσεις στις µεταρρυθµίσεις, είναι πολύ πιθανόν οι θεσµοί να µην εγκρίνουν την επιστροφή -ακόµη τουλάχιστοντων παράνοµων κρατήσεων. Επισηµαίνεται ότι η τάξη των συνταξιούχων κάθε άλλο παρά αµελητέο εκλογικό µέγεθος αποτελεί, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι αυτοί ανέρχονται σε 1.600.000 περίπου.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά, 06/04/2018