Με ανακοίνωσή του το γραφείο του υπουργού Οικονομικών απλώς υπενθυμίζει ότι η σχετική διάταξη, η οποία προέβλεπε τη χορήγηση αμοιβής σε περίπτωση καταγγελίας για φοροδιαφυγή, έχει ψηφιστεί από το 2007 και «από την ψήφισή της και μετά η συγκεκριμένη διάταξη δεν ενεργοποιήθηκε από καμία κυβέρνηση, καθώς δεν εκδόθηκε ποτέ η υπουργική απόφαση, που θα καθόριζε τα θέματα και τις ειδικότερες λεπτομέρειες εφαρμογής της».

Δεν λέει όμως κουβέντα για το γεγονός ότι σε αυτήν ακριβώς τη «λεπτομέρεια» στηρίζονται οι πιέσεις που δέχεται, σύμφωνα με όσα λέει ο καταγγέλλων μάρτυρας, ότι δηλαδή στελέχη του υπουργείου Οικονομικών του ζητούσαν μίζα για ενεργοποιηθεί η επίμαχη διάταξη.

Σε άλλο σημείο της ανακοίνωσης αναφέρεται ότι «τον λόγο πλέον έχει η δικαιοσύνη, στην οποία αμέσως προσέφυγε το γραφείο του υπουργού Οικονομικών μόλις γνωστοποιήθηκε η καταγγελία». Αυτό ωστόσο συνέβη, αφού η καταγγελία ήδη κινείτο προς διερεύνηση, στη βάση της ενημέρωσης που είχε η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από το εξώδικο-καταγγελία του κ. Λιβανού. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο ίδιος ο καταγγέλλων κτηματομεσίτης, μιλώντας στα «Παραπολιτικά» και υποστηρίζοντας: «Διαψεύδω κατηγορηματικά όσα αναφέρονται στην ανακοίνωση του γραφείου του υπουργού Οικονομικών, ότι με δική τους πρωτοβουλία στις 14 Νοεμβρίου 2017 κοινοποίησαν την καταγγελία μου για εκβιασμό στην Εισαγγελία Πρωτοδικών. Πρώτος εγώ σε εξώδικ δήλωση-καταγγελία στις 14 Νοεμβρίου 2017, μία ημέρα πριν, προς τον πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα, τον υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο, καθώς και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κυρία Ξένη Δημητρίου. Για λόγους ηθικής τάξεως και προκειμένου να προστατευτεί το κύρος της και ο θεσμός της Δικαιοσύνης άμεσα επικοινώνησαν μαζί μου από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, όπου ενημερώθηκα ότι η καταγγελία μου διερευνάται. Αναγκάστηκαν να στείλουν την καταγγελία στην Εισαγγελία μία ημέρα μετά τη δική μου καταγγελία στον Αρειο Πάγο».