O Προϋπολογισμός του 2019 που κατέθεσε η κυβέρνηση τα έχει όλα.

Μερίσματα υπέρ αδυνάτων που έχουν υποστεί άγρια φοροεπιδρομή μέσω της τριετούς καταιγίδας έμμεσων φόρων, επιδόματα σε όσους έχασαν τις δουλειές τους ή υπέστησαν μισθολογικές περικοπές και κινδυνεύουν με έξωση ή πλειστηριασμό εν όψει κατάργησης του Νόμου Κατσέλη, αναδρομικά στον σκληρό πυρήνα του Δημοσίου, προσεκτικά στοχευμένες μειώσεις εισφορών σε 250.000 ελεύθερους επαγγελματίες που βγήκαν στους δρόμους γιατί καλούνται να αποδώσουν στο κράτος τα 2/3 του τζίρου τους, φοροελαφρύνσεις σε ιδιοκτήτες ακινήτων σε «λαϊκές» περιοχές που είδαν τις αντικειμενικές αξίες να αυξάνονται εν μιά νυκτί, μισθολογικές αυξήσεις στο Δημόσιο και μάλιστα στο υπουργείο Οικονομικών, ακόμα και προσλήψεις χιλιάδων νέων δημοσίων υπαλλήλων ή μονιμοποιήσεις έκτακτου προσωπικού.

Αυτός είναι ο Προϋπολογισμός του 2019, που πρόδηλα εξυπηρετεί τον εκλογικό σχεδιασμό του Μεγάρου Μαξίμου για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες με όσο το δυνατόν μικρότερες εκλογικές απώλειες. Ακόμα και η αποφυγή στο παρά ένα της περικοπής των συντάξεων σε 1,4 εκατ. συνταξιούχους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνον υπό το πρίσμα της επιδίωξης εξωφρενικών υπερπλεονασμάτων, που εξόντωσαν τα μεσαία εισοδήματα -δηλαδή, την ούτως ή άλλως χαμένη εκλογική βάση για το κυβερνών κόμμα-, έτσι ώστε η κυβέρνηση να αποφύγει τη σύγκρουση με τον τοίχο, την απόλυτη πολιτική καταδίκη.

Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι αν και υπουργοί αφήνουν να εννοηθεί ότι, μετά τις περικοπές των συντάξεων μπορεί να αποφευχθεί και η μείωση του αφορολογήτου, η Κομισιόν στην έκθεσή της αποκαλύπτει ότι ουδέποτε οι ελληνικές Αρχές έβαλαν το θέμα στο τραπέζι, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση ότι για την κυβέρνηση ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από τις κάλπες. Κοινώς, όλα για όλα τώρα.

Ο... συνήγορος του Διαβόλου θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι είναι θετικό να αποκαθίστανται απώλειες που προκάλεσαν οι εμμονικές παρεμβάσεις των δανειστών στο πεδίο της φορολογίας ή των συνταξιοδοτικών δαπανών. Ωστόσο, όταν η αγορά καρκινοβατεί, στερούμενη «ζεστού» χρήματος, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι οι προσδοκώμενοι, όταν η φορολογία παραμένει στα ύψη, γονατίζοντας μήνα με τον μήνα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, θα περίμενε κανείς μια πιο ορθολογική διαχείριση των πλεονασμάτων, που υπολογίζεται ότι θα φτάσουν στα 9,3 δισ. ευρώ έως το 2022. Μήπως, τελικά, έχουν δίκιο όσοι βλέπουν πίσω από την «εξαφάνιση» του Ευκλ. Τσακαλώτου από το προσκήνιο την πρόθεσή του να κρατήσει αποστάσεις από τη στρατηγική της άκρατης παροχολογίας;

Το Μέγαρο Μαξίμου έχει κάνει σαφείς επιλογές κι αυτές αποτυπώνονται στον Προϋπολογισμό: διατήρηση του σκληρού πυρήνα των μνημονιακών μέτρων, προκειμένου να υπάρξουν γέφυρες προς συγκεκριμένες εκλογικές ομάδες.

Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να αντιμετωπιστεί, π.χ., το «τσεκούρι» στις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που ξεκίνησαν το καλοκαίρι από τα 7,3 δισ. ευρώ, στη συνέχεια έπεσαν στα 7,050 δισ. ευρώ και τελικά προσγειώνονται στα... συνήθη επίπεδα των 6,750 δισ. ευρώ, δηλαδή 550 εκατ. ευρώ χαμηλότερα, έτσι ώστε να βγει ο λογαριασμός της ΔΕΘ. Ακόμα και το «πακέτο» της ΔΕΘ αποδεικνύεται, όμως, «πονηρό», αφού, ενώ «κλείνει το μάτι» σε συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων-ψηφοφόρων, αγνοεί παντελώς τις ανάγκες των υπολοίπων.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 260 εκατ. ευρώ, η οποία εξαντλείται σε ακίνητα πολύ χαμηλής αξίας, με αποτέλεσμα η μέση μείωση μόλις και μετά βίας να φτάνει στα... 50 ευρώ, λόγω του μεγάλου αριθμού των εν λόγω ιδιοκτητών. Αντιθέτως, όσοι βάζουν σταθερά το χέρι στην τσέπη, θα πρέπει να περιμένουν το... 2020 μήπως και δουν κάποια μείωση φόρου, ενδεχόμενο λίαν αμφίβολο, καθώς ελλοχεύει η νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, για την οποία -ειρήσθω εν παρόδω- η κυβέρνηση ποιεί την νήσσαν.

Υπάρχει μήπως κάποια πρόνοια ελάφρυνσης στον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων ή έστω των ελεύθερων επαγγελματιών ή των μισθωτών; Οχι, και είναι ενδεικτικό ότι τα «καθαρά» έσοδα του Προϋπολογισμού θα αυξηθούν κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2018. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή νομικών προσώπων θα ισχύσει για τη χρήση του 2019, άρα δεν θα φανεί παρά μόνο στην εκκαθάριση του 2020, ενώ οι αλλαγές στη φορολογική κλίμακα και στην έκτακτη εισφορά φυσικών προσώπων είναι σε άμεση συνάρτηση με την επίτευξη πλεονάσματος 3,5% και το 2020, δηλαδή σε συνθήκες αν μη τι άλλο όχι ιδιαιτέρως ευνοϊκές, αν κρίνει κανείς από τις επιλογές του 2019, που μόνον ως αναπτυξιακές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», 24/11/2018