Το θριαµβευτικό χαµόγελο του κ. Τσίπρα που φώτισε ο ήλιος της Μεγάλης Πρέσπας έσβησε. Ξεχάστηκαν εκείνα τα γέλια, τα φιλιά και οι αγκαλιές, που τόσο είχαν συγκινήσει και τον ενθουσιασµένο υπουργό Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά. ∆ιατηρήθηκε, πάντως, για πέντε µήνες η ευφορία τη 17ης Ιουνίου, έστω και µε κάποιες αυξοµειώσεις. Ηρθε, τούτο τον ∆εκέµβριο, λοιπόν, η ώρα να σταλεί από τα Σκόπια, διά στόµατος Ζόραν Ζάεφ, ένα καθαρό δείγµα των προθέσεών του για την «επόµενη ηµέρα» της κύρωσης του κειµένου της Συµφωνίας των Πρεσπών. Ο πρωθυπουργός της ΠΓ∆Μ «πήρε πίσω» µεν τα περί «Αιγαιατών Μακεδόνων» και δυνατότητας διδασκαλίας της «µακεδονικής γλώσσας» στην Ελλάδα προσεχώς, αλλά αυτό δεν εµπόδισε την ανάδειξη του προβλήµατος, που αφορά τις πάντα ζωντανές αλυτρωτικές διαθέσεις των γειτόνων.

Οι δοµικές αδυναµίες της συµφωνίας είναι τώρα απόλυτα ορατές. Και ουδόλως ενδιαφέρει την Αθήνα το πώς και πόσο θέλει να «κολακεύσει» ο κ. Ζάεφ τους «σκληρούς» για να εξασφαλίσει την ψήφο τους στην αναθεώρηση. Οπως επισήµαναν ήδη στην Αθήνα προ µηνών έµπειροι διπλωµάτες, οι συνταγµατικές αλλαγές που απαιτεί από τα Σκόπια το κείµενο της Συµφωνίας των Πρεσπών δεν θα ακυρώσουν την πολιτική βούληση των κυβερνήσεων της «Βόρειας Μακεδονίας» που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν στο εξής και τη λέξη «Μακεδονία» και τη «µακεδονική γλώσσα». Η Αθήνα θορυβήθηκε. Γι’ αυτό και έσπευσε ταχέως ο «διεθνής» (ΝΑΤΟϊκός) παράγων να κλείσει το στόµα του κ. Ζάεφ, που έβαλε σε κίνδυνο τη «µεγάλη δουλειά» των Πρεσπών. Η Ουάσινγκτον κινητοποιήθηκε, όταν πήρε από την Αθήνα κάποια µηνύµατα. Ο κ. Τσίπρας πειθαρχεί ως συνεπής «ΝΑΤΟϊκός» σύµµαχος, εµφανίζεται λογικός και ρεαλιστής και διατεθειµένος να «καταπιεί» κάποια στραβά των Σκοπίων, αλλά δεν είναι µόνος του στην πολιτική σκηνή, ούτε µπορεί να αγνοεί διαρκώς µια εξαιρετικά «ευαίσθητη» ελληνική κοινή γνώµη, και µάλιστα σε έτος εκλογικό.

Ο κ. Τσίπρας έχει ακόµα ένα πρόβληµα. Οταν, το περασµένο φθινόπωρο, φάνηκε ότι ο κ. Ζάεφ ήταν έτοιµος να επιχειρήσει στο εσωτερικό πολιτικό µέτωπο «ερµηνείες» της Συµφωνίας των Πρεσπών σχετικά µε τη συνταγµατική αναθεώρηση, ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος, έκανε µια δηµόσια δήλωση, στις 26 Σεπτεµβρίου. «Μόνον αν διαπιστωθεί ότι η συνταγµατική αναθεώρηση θα εµπεριέχει όλες τις εγγυήσεις που αναφέρονται στη Συµφωνία των Πρεσπών, τότε και µόνο τότε θα έρθει προς κύρωσή της», ανέφερε.

Σύµφωνα µε πληροφορίες από έγκυρες πηγές, η δήλωση εκείνη, που και σήµερα επαναλαµβάνεται από τον Πρόεδρο στο ίδιο πνεύµα, αποτελεί µια «προειδοποίηση» προς τον πρωθυπουργό να µην υποτιµήσει τις «ερµηνείες» του κ. Ζάεφ, διότι αυτές τις µοιράζονται και άλλοι στην πολιτική σκηνή των Σκοπίων. Ορισµένοι κυβερνητικοί παράγοντες εκτιµούν ότι δεν αποκλείεται να θέλει να «θυµίσει» στον πρωθυπουργό ο κ. Παυλόπουλος τον δρόµο για ενδεχόµενη χρήση του άρθρου 19 τη Συµφωνίας (που τώρα αναφέρει και ο κ. Σγουρίδης εκ µέρους των ΑΝ.ΕΛ.), το οποίο προβλέπει την πολιτική έκφραση «ανησυχιών» και στη συνέχεια, αν χρειαστεί, και µια νέα «διαπραγµάτευση», αν το ένα µέλος δεν δρα σύµφωνα µε τις προβλέψεις της συµφωνίας.

∆ιπλωµάτης κύρους, που συµφωνεί µε τις επισηµάνσεις του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, ανέφερε στα «Π» ότι η κυβέρνηση πρέπει να αναρωτηθεί, αν και όταν η «Βόρεια Μακεδονία» θα έχει γίνει µέλος του ΝΑΤΟ µε τις ευλογίες Αµερικανών και Ευρωπαίων, τι και ποιος θα εµποδίζει τα Σκόπια να αναφέρονται πάλι, αν το θελήσουν, σε «Μακεδόνες του Αιγαίου» ή να ζητούν, επικαλούµενα διεθνείς νοµοθεσίες, τη διδασκαλία «µακεδονικής» σε ιδιωτικά ινστιτούτα ξένων γλωσσών στη χώρα µας. Θα ονοµάζουν διεθνώς οι γείτονές µας τη γλώσσα τους όχι «µακεδονική», αλλά... «νοτιοσλαβική»; Θα έχουν διασφαλιστεί µέσω της συνταγµατικής αναθεώρησης «εγγυήσεις» ότι αυτά τα «αλυτρωτικά» ποτέ δεν θα συµβούν; Αλλά και σήµερα, όταν ο κ. Ζάεφ µιλά, π.χ., για «Μακεδόνες του Αιγαίου», µιλάει µήπως για κάτι που αναφέρεται µέσα στη Συµφωνία των Πρεσπών; Οχι βέβαια, και όµως το επιχειρεί. Αν σήµερα τον «επαναφέρει στην τάξη» η Ουάσινγκτον, αύριο, που θα είναι εντός ΝΑΤΟ πλέον η «Βόρεια Μακεδονία», ποιος θα τη «συγκρατήσει»;

Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει ήδη «µπλέξει» µε τις «Πρέσπες». Και ο δρόµος για την κύρωση στη Βουλή στενεύει. Ο πρωθυπουργός θεώρησε τη συµφωνία ένα διµερές ζήτηµα που έλκει τη σταθερότητά του από τις υπογραφές των δύο ηγεσιών και τα χειροκροτήµατα Αµερικανών και Ευρωπαίων. Οµως, το γεγονός δεν βρίσκει στέρεο έδαφος µέσα στην Ελλάδα. Επιπλέον, συνέβη σε µια περίοδο κατά την οποίαν τα ευρωατλαντικά σχέδια για νέα βαλκανική «αρχιτεκτονική» περιλαµβάνουν εδαφικές «µετατοπίσεις» σε περιοχές που εµπλέκουν την Αλβανία, το Κόσοβο, τµήµατα της νότιας Σερβίας και της ΠΓ∆Μ. Και ήδη οι οραµατιζόµενοι τη «µεγάλη Αλβανία» των πέντε εκατοµµυρίων κατοίκων αρχίζουν να «ορέγονται» µια ενισχυµένη επιρροή έως και συµµετοχή των Τιράνων στη διακυβέρνηση της υπό κατασκευή «Βόρειας Μακεδονίας». Ετσι, η Ελλάδα µάλλον έχει ανάγκη από ένα γερό διπλωµατικό επιτελείο, που θα είχε πολιτικό προϊστάµενό του κάποιον καλύτερο από τον «υπουργό Εξωτερικών», κ. Τσίπρα.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 8/12/2018