Mπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να έπαιξε τα ρέστα του για την εξεύρεση των 151 βουλευτών, οι οποίοι, µε την ψήφο εµπιστοσύνης που παρείχαν στην ακρωτηριασµένη κυβέρνηση της πρώτη φορά Αριστεράς, του έδωσαν δυνατότητα να διατηρηθεί στην εξουσία, έστω και µε «µηχανική» υποστήριξη, ωστόσο οι κινήσεις του πρωθυπουργού στο συγκεκριµένο µέτωπο αποτελούν ξεκάθαρα δίκοπο µαχαίρι για το εγγύς µέλλον του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ.

Οπως σηµειώνουν οι γνωρίζοντες να ερµηνεύουν τα ευρήµατα των δηµοσκοπήσεων, η αγχώδης τακτική του Μαξίµου για την εξασφάλιση κοινοβουλευτικών «µαξιλαριών ασφαλείας» τόσο στην ψηφοφορία της περασµένης Τετάρτης, όσο και στην αντίστοιχη για τη Συµφωνία των Πρεσπών, που επίκειται, οδηγεί τον Αλ. Τσίπρα σε µια µνηµειώδη πολιτική αυτοχειρία, οι συνέπειες της οποίας θα γίνουν εµφανείς τη νύχτα των επερχόµενων εθνικών εκλογών. Η εν λόγω παράµετρος εστιάζεται στην αγωνία της κυβερνητικής πλευράς για τη χρονική παράταση της θητείας της και στην αναζήτηση «δανεικών» βουλευτών από τα µικρότερα κυρίως κόµµατα, που θα ήταν διατεθειµένοι να συµπληρώσουν το ετερόκλητο όσο και πρωτοφανές για τα εγχώρια µεταπολιτευτικά χρονικά σχήµα της νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που προέκυψε τα τελευταία εικοσιτετράωρα.

Περιπτώσεις όπως του προερχόµενου από το Ποτάµι, Σπύρου ∆ανέλλη, ή των Θανάση Παπαχριστόπουλου, Βασίλη Κόκκαλη, Ελενας Κουντουρά και Κώστα Ζουράρι από τους ΑΝ.ΕΛ., που µε την προφανή ανοχή του Πάνου Καµµένου παρεξέκλιναν της κεντρικής γραµµής του κόµµατός τους, στηρίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαφές ότι επιταχύνουν την πολιτική αποδυνάµωση των κοµµάτων τους, δηµιουργώντας εξαιρετικά δυσµενές κλίµα γι’ αυτά ενόψει της κάλπης. Αλλωστε, η εσωτερική περιδίνηση, στην οποία περιήλθαν την εβδοµάδα που πέρασε, όχι µόνο λειτούργησε προσθετικά στην κατάρρευση των δηµοσκοπικών ποσοστών τους, αλλά τους έφερε ένα βήµα πριν από τη διάλυσή τους σε κοινοβουλευτικό επίπεδο.

Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, και για την Ενωση Κεντρώων, η οποία βρίσκεται εδώ και καιρό µεταξύ φθοράς και αφθαρσίας τόσο κοινοβουλευτικά όσο και δηµοσκοπικά. Υπενθυµίζεται εξάλλου ότι η προερχόµενη από το κόµµα του Βασίλη Λεβέντη, βουλευτής Θεοδώρα Μεγαλοοικονόµου, η οποία προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές του 2018, ήταν η πρώτη που ξεκίνησε το γαϊτανάκι των διαδοχικών αποχωρήσεων από την Ενωση Κεντρώων. Ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρο ότι η πολιτική δυναµική και κατ’ επέκταση η δυνητική εκλογική επιρροή των συγκεκριµένων κοµµατικών µηχανισµών συρρικνώνεται περαιτέρω, γεγονός που αυτόµατα καθιστά από αµφίβολη έως αδύνατη την πιθανότητα να κερδίσουν εκ νέου την είσοδό τους στη Βουλή, καθώς και «πύρρειο νίκη» την ψήφο εµπιστοσύνης που πήρε ο πρωθυπουργός. Ο λόγος δεν είναι άλλος από το υπάρχον σύστηµα µε το οποίο θα διεξαχθούν οι προσεχείς εθνικές εκλογές, µε βάση το οποίο όσο λιγότερα κόµµατα εισέλθουν στο νέο Κοινοβούλιο τόσο περισσότερο µεγαλώνει η προοπτική επίτευξης αυτοδυναµίας για το πρώτο κόµµα.

Οι αριθμοί

Οπως γίνεται αντιληπτό και από τους πίνακες που παρουσιάζουν τα «Π», όσο αυξάνεται το συνολικό ποσοστό των σχηµατισµών που δεν θα καταφέρουν να αγγίξουν το όριο του 3%, ώστε να έχουν και πάλι παρουσία στα κοινοβουλευτικά έδρανα, τόσο µειώνεται το ποσοστό που θα χρειαστεί το πρώτο κόµµα (η Ν.∆., δηλαδή, κατά τα φαινόµενα) προκειµένου να εξασφαλίσει τον αριθµό των 151 εδρών, ο οποίος και θα της δώσει την αυτοδυναµία.

Συγκεκριµένα, για κάθε 0,5% που ανεβαίνει το ποσοστό των εκτός Βουλής κοµµάτων, πέφτει κατά 0,2% το αντίστοιχο για την επίτευξη της αυτοδυναµίας του πρώτου κόµµατος. Αν µάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι, όπως καταδεικνύεται σε όλες τις τελευταίες µετρήσεις, είναι ιδιαίτερα ισχυρό το ενδεχόµενο να υπάρξει πεντακοµµατική Βουλή µετά τις εθνικές εκλογές, κάθε άλλο παρά απίθανο είναι το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν οι σχηµατισµοί που θα µείνουν εκτός νυµφώνος να κυµανθεί ή και να ξεπεράσει κατά πολύ το 10%.

Με αυτό το σενάριο, στην αξιωµατική αντιπολίτευση θα αρκούσε προκειµένου να σχηµατίσει αυτοδύναµη κυβέρνηση (για πρώτη φορά στη χώρα µετά το 2009 και το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου) ένα ποσοστό της τάξης του 34,7%- 36,25%, το οποίο και θα της χάριζε υπό τις παρούσες δηµοσκοπικές συνθήκες και την (πέριξ του διψήφιου) διαφορά που καταγράφεται µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ, αισθητά περισσότερες από τις 151 έδρες που απαιτούνται.

Ακόµα, όµως, και στην περίπτωση που οι κάλπες βγάλουν εξακοµµατική Βουλή, οπότε µοιραία η συνολική δύναµη των κοµµάτων που θα µείνουν εκτός του Κοινοβουλίου µειώνεται (κάτω του 10%), τότε ο πήχης για τη «γαλάζια» παράταξη δεν θα υπερέβαινε το 37%-38%. Παρά το γεγονός ότι, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, η στρατηγική της διεµβόλισης ή ακόµη και της εξαφάνισης των µικρότερων κοινοβουλευτικών σχηµατισµών στρώνει το χαλί της αυτοδυναµίας στον Κ. Μητσοτάκη, το Μαξίµου ακολουθεί τον ίδιο δρόµο και στο µέτωπο της Συµφωνίας των Πρεσπών προκειµένου να εξισορροπήσει τυχόν διαρροές. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται το φλερτ µε τον ∆ηµήτρη Κρεµαστινό, που προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο ΚΙΝ.ΑΛ.

«Κλέβει» ψηφοφόρους από όλα τα κόμματα

Το εφικτό του στόχου της αυτοδυναµίας για τη Ν.∆. αναδεικνύεται, εκτός των άλλων, και από τα λεγόµενα ποιοτικά στοιχεία των µετρήσεων του τελευταίου διαστήµατος, τα οποία όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο ενισχύουν το σχετικό ενδεχόµενο. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα αποτελούν οι δείκτες των απευθείας µετακινήσεων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κοµµάτων προς τη Ν.∆., αλλά και οι ισορροπίες που εµφανίζονται ανά ηλικιακή οµάδα.

Σε ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία, η οποία συνιστά διαχρονικά βαρόµετρο για το εκλογικό αποτέλεσµα, ενδεικτικό των τάσεων που διαµορφώνονται είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των ψηφοφόρων που στις προηγούµενες κάλπες ψήφισαν το κυβερνών κόµµα και τώρα δηλώνουν ότι θα στραφούν στο «γαλάζιο» στρατόπεδο αγγίζει το 11%, αριθµός που όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης αναµένεται να είναι ακόµη µεγαλύτερος, όπως επισηµαίνουν έµπειροι δηµοσκόποι.

To ποσοστό από το ΚΙΝ.ΑΛ. προς την αξιωµατική αντιπολίτευση ξεπερνά το 8%, ενώ από άλλους κοµµατικούς σχηµατισµούς προς τη Ν.∆. φθάνει το 14%. Ενδιαφέρον όµως παρουσιάζει και ο χάρτης των προτιµήσεων του εκλογικού σώµατος ανάλογα µε την ηλικία των ερωτηθέντων. Συγκεκριµένα, στις µεγαλύτερες ηλικιακές οµάδες, η προσέλευση των οποίων στις κάλπες θεωρείται παραδοσιακά πολύ πιο σίγουρη σε σχέση µε τους νεότερους ψηφοφόρους, η Ν.∆. έχει σαφές προβάδισµα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Στην οµάδα 45-54 προηγείται µε διψήφια διαφορά, ενώ ανάλογη είναι η εικόνα (µε µικρές αποκλίσεις υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ) και στην αντίστοιχη 35-44. Η µεγαλύτερη διαφορά για τη Ν.∆. καταγράφεται στις ηλικίες 65+, όπου η διαφορά από τον βασικό κυβερνητικό πόλο ξεπερνά τις 14 ποσοστιαίες µονάδες.

Στον αντίποδα, το χαµηλότερο προβάδισµα για την αξιωµατική αντιπολίτευση, της τάξης του 5%, εµφανίζεται στις ηλικίες 17-34.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 19/1/2019