Αριθµητικές παραδοξότητες αναδεικνύει η εκτίµηση των ποσοστιαίων τάσεων της κοινής γνώµης, όπως οι τάσεις αυτές αποτυπώνονται σχεδόν σε όλες τις δηµοσκοπήσεις. Kαι κυρίως αναδεικνύεται -ως αποτέλεσµα της αριστερής διακυβέρνησης- η περιθωριοποίηση των αριστερών σχηµατισµών και, κατ’ επέκταση, της ιδεολογίας που εκπροσωπούν.

Ετσι, τα στατιστικά δεδοµένα σειράς δηµοσκοπήσεων των τελευταίων µηνών, εκτός από τη νέα πεντακοµµατική Βουλή, µε αυξηµένες πλέον πιθανότητες για αυτοδυναµία της Ν.∆., δείχνουν επτά ενδιαφέροντα στοιχεία.    

Πρώτον, οι αριστερές δυνάµεις που εκπροσωπούνται από τα µικρά κόµµατα του χώρου αυτού δεν καρπούνται τη φθορά του αριστερού κυβερνώντος κόµµατος. Θα µπορούσε κανείς να εκτιµήσει ότι η αποµυθοποίηση της Αριστεράς από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει συµπαρασύρει στην πολιτική ανυποληψία και όποιον άλλον σχηµατισµό εκπροσωπεί αριστερή ιδεολογία.    

∆εύτερον, οι χειρισµοί σε ένα εθνικό θέµα όπως το «Μακεδονικό» όχι µόνο έχουν συµβάλει ώστε να αναβιώσουν τα εθνικοπατριωτικά αισθήµατα του λαού, αλλά, συγχρόνως, έχουν αναµοχλεύσει ιστορικές µνήµες για τη διαχρονική στάση της Αριστεράς σε εθνικά ζητήµατα, που, λόγω διεθνιστικών αριστερών αντιλήψεων, άγγιζαν τα όρια της µειοδοσίας.  

Τρίτον, η καταγραφόµενη για πρώτη φορά -και κατά την εκδήλωσή της αλλά και κατά το υψηλό ποσοστό της- λαϊκή απαίτηση για εκλογές πριν από τη συµπλήρωση της θητείας της σηµερινής κυβέρνησης (επτά στους δέκα ζητούν εκλογές σύµφωνα µε τις τελευταίες δηµοσκοπήσεις) αποτελεί την πλέον έκδηλη αποδοκιµασία της Αριστεράς και της διακυβέρνησής της.  

Τέταρτον, το έτερον ιστορικό αστικό κόµµα, το ΠΑΣΟΚ, όπως εκπροσωπείται σήµερα από το ΚΙΝ.ΑΛ., όχι µόνο αδυνατεί να ανακάµψει, αλλά βαίνει όσο πλησιάζουµε στις εκλογές µάλλον συρρικνούµενο.  

Πέµπτον, τα µικρά κόµµατα καταβαραθρώνονται.    

Εκτον, δεδοµένων των παραπάνω, θα µπορούσε να διαπιστωθεί ότι, τουλάχιστον τυπικώς, αναβιώνει ο δικοµµατισµός. Μόνο που µε τόσο χαµηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ -και αν δεν επέλθει σοβαρή ανατροπή στο ζήτηµα αυτό ούτε για δικοµµατισµό µπορούµε να µιλάµε ούτε για πολιτική πόλωση. Και για να καταδειχθεί η σηµασία των παραπάνω, υπενθυµίζεται ότι επί σειράν ετών, όταν πράγµατι κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή ο δικοµµατισµός, τα αθροιστικά ποσοστά που συγκέντρωναν τα δύο µεγάλα κόµµατα -το ΠΑΣΟΚ και η Ν.∆. και αντιστρόφως- κυµαίνονταν µεταξύ 75% και 80% και πλέον. Αυτήν τη στιγµή, λαµβάνοντας υπ’ όψιν την τελευταία έρευνα της Opinion Poll, µετά µάλιστα την αναγωγή, µετά βίας τα δύο κόµµατα φτάνουν το 50%, έχοντας µάλιστα µια διαφορά 15 ποσοστιαίων µονάδων (υπέρ της Ν.∆.). Αποτέλεσµα που ταυτίζεται και µε αντίστοιχη εκτίµηση της Public Issue, τον περασµένο Νοέµβριο, που ανέβαζε τη διαφορά µεταξύ των δύο κοµµάτων στις 16,5 ποσοστιαίες µονάδες.  

Εβδοµον, µε τη δηµοσκοπική καταβαράθρωση των µικρών κοµµάτων που είναι σήµερα στη Βουλή, αλλά και µε το γεγονός ότι τα µικρότερα αριστερά κόµµατα δεν καρπούνται τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, οι ενδείξεις είναι ότι εκδηλώνεται στην κοινωνία µια δεξιά δυναµική -έστω και περιστασιακή- που θα ευνοούσε τη συµµετοχή στις εκλογές ενός αµιγώς δεξιού κόµµατος.

Στο µέτρο, βεβαίως, που η Ν.∆. δεν θα έχει απολύτως καλύψει -και αυτό µόνο στην πράξη θα επιβεβαιωθεί- ολόκληρο το φάσµα, από τις παρυφές της Κεντροαριστεράς µέχρις εκείνες της ∆εξιάς. Υπό την έννοια αυτή, θα µπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος -λαµβανοµένης υπόψη και της επίδρασης που είχαν τα εθνικά θέµατα επί της κοινής γνώµης- ότι οι συνθήκες ευνοούν µια πλήρη δεξιά επικράτηση στις επόµενες εκλογές. Η διάρκεια της οποίας εξαρτάται από τον τρόπο διαχείρισης των κυβερνητικών προβληµάτων από την κεντροδεξιά κυβέρνηση, την επικράτηση της οποίας κανείς δεν αµφισβητεί. ∆εδοµένου ότι έχουν πυκνώσει οι πιθανότητες για εκλογική αυτοδυναµία της Ν.∆. -κάτω από τις σηµερινές, βεβαίως, συνθήκες-, έχει σηµασία να αποτελέσει αφετηρία της σηµερινής ανάλυσης το µέλλον των µικρών κοµµάτων.

Είναι όντως εντυπωσιακή η εγκατάλειψη από το εκλογικό σώµα των µικρών κοµµατικών σχηµατισµών. Και των εντός στη σηµερινή Βουλή αλλά και των εκτός αυτής, που έχουν µια σχετική αναγνωρισιµότητα, όπως της Πλεύσης Ελευθερίας και της Λαϊκής Ενότητας.

Ταυτόχρονα, στις έρευνες των εταιρειών Pulse, Kappa Research, Public Issue και Marc (για να αναφέρουµε τις πιο πρόσφατες, από το τέλος του φθινοπώρου µέχρι σήµερα) κανένα από τα τρία κόµµατα που είναι σήµερα στη Βουλή, δηλαδή οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, το Ποτάµι και η Ενωση Κεντρώων, δεν εµφανίζει ποσοστό που να πλησιάζει το 3%. Ενώ και το µόνο κόµµα από τα νέα που µετράται επιµόνως, δηλαδή η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, ούτε αυτό δείχνει να έχει τις προϋποθέσεις να µπει στη Βουλή, µολονότι σχεδόν σε κάθε µέτρηση φαίνεται ότι υπερτερεί των άλλων µικρών κοµµάτων τα οποία σήµερα είναι στη Βουλή. Αυτή η τάση επιδέχεται δύο ερµηνείες. Πρώτον, ότι σε µια τόσο δύσκολη περίοδο που διέρχεται η χώρα και µε την εµπειρία της αριστερής διακυβέρνησης, λειτουργεί σε µεγάλο βαθµό η ψυχολογία της χαµένης ψήφου.    

∆εύτερον, συνδυαστικά µε την ανωτέρω τάση, λειτουργεί και η πρόθεση για πολιτική σταθερότητα. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά εκφράζεται σε τόσο µεγάλο ποσοστό η λαϊκή βούληση για προσφυγή στις κάλπες -δηλαδή να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή- δηµιουργεί συνθήκες που δεν ευνοούν τα µικρά κόµµατα. Οπως έχει γράψει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Μαυρής της Public Issue, αναλύοντας το Βαρόµετρο της δικής του έρευνας, «Ποτάµι, ΑΝ.ΕΛ. και Ενωση Κεντρώων, που είχαν αθροιστικά 11,2% και 30 έδρες, διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να µην εκπροσωπηθούν στη νέα Βουλή». Και παρατηρεί: «Η υποχώρηση και της επιρροής της Ενώσεως Κεντρώων κάτω από 3%, σε συνδυασµό µε την ενίσχυση Λοιπών Κοµµάτων (2,5%), λειτουργεί ευνοϊκά για τη Ν.∆. για τη διασφάλιση της αυτοδυναµίας, αρκεί η εκλογική της επιρροή να υπερβεί το κάτω όριό της του 35%».  

Οι σηµερινές τάσεις, πάντως, δείχνουν ότι ο µέσος όρος των ποσοστών των κοµµάτων που εκπροσωπούνται σήµερα στη Βουλή, αλλά δεν έχουν προοπτικές στην επόµενη, µαζί µε την Ελληνική Λύση, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη Λαϊκή Ενότητα και την Πλεύση Ελευθερίας (κόµµατα, δηλαδή, που εικάζεται ότι θα συµµετάσχουν και στις επόµενες εκλογές), είναι µεταξύ 9,2% και 9,6%. Αν υπολογίσουµε και το 2,5% των Λοιπών Κοµµάτων, όπως επισηµαίνει ο Γιάννης Μαυρής, τότε το ποσοστό όσων θα µείνουν εκτός Βουλής φτάνει το 12%. ∆εδοµένου, δε, ότι θα µετάσχει και πλήθος άλλων κοµµατικών σχηµατισµών, όπως συµβαίνει σε κάθε αναµέτρηση, τότε ενδεχοµένως να απαιτηθεί ακόµα χαµηλότερο ποσοστό για τη νεοδηµοκρατική αυτοδυναµία.

Να αναφέρουµε ενδεικτικά ποσοστά αυτοδυναµίας µε βάση το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν όσα κόµµατα µείνουν εκτός Βουλής. Με ποσοστό 9,5%, για την αυτοδυναµία του πρώτου κόµµατος απαιτείται ένα εκλογικό ποσοστό 37%, µε ποσοστό 12,5% εκτός Βουλής το ποσοστό για την αυτοδυναµία πέφτει στο 35,5%, ενώ µε ποσοστό 15% εκτός Βουλής για αυτοδυναµία αρκεί ένα 34,5%.          

Οι μειονεξίες του ΣΥΡΙΖΑ και η... αποχή  

Έχοντας ως δεδοµένη την εκλογική νίκη της Ν.∆. και την εκλογική εξαΰλωση των µικρών κοµµάτων, έχει ενδιαφέρον να δούµε αν όντως επανερχόµαστε στη φάση του δικοµµατισµού ή της πλήρους επικράτησης και µε διαφορά του ενός κόµµατος, µέχρις ότου συντελεσθούν διεργασίες στον κεντροαριστερό χώρο και το κόµµα που θα τον εκπροσωπήσει να αποτελέσει τον άλλο πόλο του δικοµµατισµού. Με τα σηµερινά δεδοµένα, ο ΣΥΡΙΖΑ εµφανίζει σηµαντικές δηµοσκοπικές µειονεξίες. Πρώτον, εξακολουθεί να έχει µια πολύ χαµηλή συσπείρωση, η οποία κυµαίνεται -αναλόγως προς την εκάστοτε µέτρηση- µεταξύ 47,6% και 52%. ∆εν παραγνωρίζεται, βεβαίως, το γεγονός ότι παραµονές των εκλογών είναι πιθανό η συσπείρωσή του να αυξηθεί. Το θέµα είναι πόσο και, επιπλέον, κατά πόσο συνηγορεί σε αυτό το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, επτά στους δέκα θέλουν επίσπευση εκλογών. ∆ηλαδή, άλλη διακυβέρνηση.

Η παραµονή της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτά τα επίπεδα δείχνει µια απώλεια µεταξύ 19 µονάδων (αν διατηρεί το 47,6% των ψηφοφόρων του) ή απώλεια 17 ποσοστιαίων µονάδων (αν η συσπείρωση παραµείνει στο 52%). Σε σχέση µε την όποια σηµερινή δυναµική του ΣΥΡΙΖΑ, έχει σηµασία επίσης ότι είναι µεγάλο το ποσοστό της «γκρίζας ζώνης» της προερχόµενης από ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόµµατος. ∆ηλαδή, όσων δηλώνουν αναποφάσιστοι ή ότι θα ψηφίσουν λευκό ή θα απόσχουν.

Το ποσοστό αυτό κυµαίνεται από 30,3% (Marc) έως 32% (Pulse). Ακόµα, όµως, πιο ενδιαφέρον είναι ότι εξ αυτών που µετακινούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ ένα ποσοστό µεταξύ 15% και 16%, δηλαδή τουλάχιστον οι µισοί, πηγαίνουν κατευθείαν στη Νέα ∆ηµοκρατία. Κατά συνέπεια, προκειµένου να µην ερµηνευθεί ένα εκλογικό αποτέλεσµα ως βαριά ήττα του Αλέξη Τσίπρα, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να αυξήσει τα ποσοστά συσπείρωσής του, περιορίζοντας τους ευρισκόµενους σήµερα στην «γκρίζα ζώνη» ψηφοφόρους του. Ενδεχοµένως, δε, να επιτύχει µετακινήσεις προς το κόµµα της Κουµουνδούρου από άλλους κοµµατικούς σχηµατισµούς, πράγµα που δεν φαίνεται πιθανό µε τα σηµερινά δεδοµένα.

Εκτός και αν στο ευρισκόµενο σε δύσκολη θέση ΚΙΝ. ΑΛ. αποδειχθεί ότι οι εγκαταλείποντες αυτό ψηφοφόροι του δεν κατευθυνθούν µόνο προς Ν.∆., αλλά και προς ΣΥΡΙΖΑ, όποιους βεβαίως θα έχει πείσει ότι εκπροσωπεί την Κεντροαριστερά. Ηδη, στην τελευταία δηµοσκόπηση της Opinion Poll το ΚΙΝ.ΑΛ. εµφανίζεται µε ποσοστό... 3,8%. Από την άλλη πλευρά, τουλάχιστον αυτήν την περίοδο, διαπιστώνεται ότι τάσεις αποχής στην εκλογική αναµέτρηση έχουν ηλικιακά νεότερες γενιές, που δυνητικά θα µπορούσαν να είναι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, δείχνουν αποφασιστικότητα να πάνε στις κάλπες οι µεγαλύτερης ηλικίας ψηφοφόροι που ψηφίζουν Ν.∆. Αυτή η τάση έχει τη σηµασία της, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι στις προηγούµενες εκλογές µεγάλη αποχή είχαν δείξει νεοδηµοκράτες ψηφοφόροι. Τέλος, ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν είναι ότι σε κρίσιµες εκλογικές αναµετρήσεις, όπου διακυβεύεται η κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα, σηµαντικό µέρος των αναποφάσιστων του εκλογικού σώµατος ακολουθεί τον θεωρούµενο νικητή των εκλογών.  

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ