Μπορεί ο Πάνος Καμμένος να επιχείρησε να θεμελιώσει το πολιτικό του προφίλ στη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. στα πρότυπα των «λαϊκών παλληκαριών» των παλαιών ελληνικών ταινιών, που το μόνο τους ιδανικό ήταν η... τιμή και η μαγκιά, ωστόσο -κατά κοινή ομολογία- τα πεπραγμένα του κάθε άλλο παρά παρέπεμπαν σε εκείνες της αλήστου μνήμης εποχές. Βλέπετε, οι πολιτικοί του «τσαμπουκάδες» αποδείχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου είτε ανούσιοι είτε επικοινωνιακό προκάλυμμα για τις αμέτρητες κυβιστήσεις του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι θέσεις που διατύπωνε δημόσια περί κατάργησης της βουλευτικής ασυλίας και του περιβόητου νόμου περί ευθύνης υπουργών, ενώ την ίδια ώρα ήταν ο πρώτος που έσπευδε να τον χρησιμοποιήσει ή να τον επικαλεστεί προκειμένου να αποφύγει να βρεθεί ενώπιον του φυσικού δικαστή, για να κριθεί βάσει των νόμων που ισχύουν για το σύνολο των πολιτών, για τις διαδοχικές ανορθογραφίες του ή τις συκοφαντίες, τις οποίες -κατά την προσφιλή του συνήθεια- επιστράτευε εναντίον όλων όσοι «τολμούσαν» να του ασκούν κριτική.

Ως εκ τούτου, το προσωνύμιο του «τζάμπα μάγκα», που του έχουν «κολλήσει» οι εκπρόσωποι σύσσωμης της αντιπολίτευσης και τον συνοδεύει πλέον σε κάθε εμφάνισή του στη Βουλή, κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλεί στους γνωρίζοντες τα σχετικά παρασκήνια. Ομως και σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν μόνος, καθώς ο πρώτος που έσπευσε να του παρέχει κάλυψη σε αυτό το παιχνίδι ήταν ο ίδιος ο μέχρι πρότινος συγκυβερνήτης του, ο Αλέξης Τσίπρας, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του οποίου ήταν πρόθυμη να βγάλει λάδι τον τέως υπουργό Εθνικής Αμυνας σε κάθε δύσκολη στιγμή. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που και ο ίδιος βροντοφώναζε για την κατάργηση των επίμαχων διατάξεων που έφεραν οι «διαπλεκόμενες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις», έχοντας αναγάγει την εν λόγω δέσμευση σε προσωπικό του στοίχημα. Τελικά, και αυτή η «υπόσχεση» για την επιβολή θεσμικής διαφάνειας θυσιάστηκε για χάρη του ανεξάρτητου πια βουλευτή Πάνου Καμμένου και της αδιατάρακτης παραμονής της «πρώτη φορά Αριστεράς» στα σαλόνια της εξουσίας.

Τελευταίο... ανδραγάθημα του «Νίκου Ξανθόπουλου» της Βουλής, όπως τον αποκαλούν εσχάτως οι συνάδελφοί του (αφού μετά τις ψεύτικες παλληκαριές προσέθεσε στο ρεπερτόριό του και το άδικο που ένιωσε όταν ο πρωθυπουργός προκάλεσε τη διάλυση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του για να συνεχίσει να κυβερνά), ήταν οι χειρισμοί του στην υπόθεση της μήνυσης που έχει καταθέσει εναντίον του ο εκδότης των «Π», Γιάννης Κουρτάκης, για τις επανειλημμένες συκοφαντίες που έχει εκτοξεύσει εις βάρος του. Με τις μνήμες νωπές από την τελευταία δικαστική απόφαση το περασμένο καλοκαίρι, οπότε και καταδικάστηκε από τη Δικαιοσύνη για το ίδιο ακριβώς αδίκημα ο Π. Καμμένος, φτάνοντας στο σημείο να ζητήσει ακόμη και τη βοήθεια των βουλευτών του Αλ. Τσίπρα, τον οποίο και κατήγγελλε όλες αυτές τις μέρες, ζήτησε από την Επιτροπή Δεοντολογίας του Κοινοβουλίου να μετατραπεί η εν λόγω δικογραφία από βουλευτική σε υπουργική, διότι, όπως λέει, όταν τελέστηκε το γεγονός αυτό ήταν υπουργός Εθνικής Αμυνας.

Με τον τρόπο αυτόν ήλπιζε να ευεργετηθεί από το περιβόητο Αρθρο 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών και να αποφύγει τον σκόπελο των κανονικών δικαστηρίων. Διπλή, λοιπόν, η τραγική ειρωνεία. Από τη μια κατέδειξε εκ νέου περίτρανα ότι οι μεγαλοστομίες του για την εξυγίανση του πολιτικού σκηνικού φθάνουν μέχρι εκεί που δεν θίγονται οι προσωπικές του επιδιώξεις, και από την άλλη έπεσε στην ανάγκη των άλλοτε συνοδοιπόρων του, οι οποίοι πάντως από τη μεριά τους φάνηκαν μεγαλόθυμοι μαζί του και ενθυμούμενοι τις... όμορφες στιγμές που πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια, στήριξαν το αίτημά του, κάνοντας για πολλοστή φορά φύλλο και φτερό το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς.

Φυσικά, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο ανεξάρτητος, πλέον, βουλευτής μετέρχεται τέτοιες μεθόδους για να μη βρεθεί προ του σκοπέλου της Δικαιοσύνης, πολλώ δε μάλλον στη διάρκεια της παρουσίας του στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ειδικότερα, οι υποθέσεις συκοφαντίας κατέχουν περίοπτη θέση στο παλμαρέ του, αφού είχε ανέκαθεν τάση στο συγκεκριμένο... σπορ για να «χτυπήσει» τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Το ζήτησε

Στις 31 Αυγούστου του 2016, ύστερα από έγκληση του γνωστού επιχειρηματία Δημήτρη Γιαννακόπουλου για υπόθεση συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς καταμήνυσης, ο Π. Καμμένος ζητά μέσω υπομνήματος να μην αρθεί η βουλευτική του ασυλία. Τελικώς, η πλειοψηφία της Βουλής τού έδωσε αυτή την ευκαιρία. Ενα εικοσαήμερο αργότερα, το Κοινοβούλιο αποφασίζει και πάλι τη μη άρση της ασυλίας του Πάνου Καμμένου για τα ίδια αδικήματα.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και τον Νοέμβριο του 2018, όταν η κυβερνητική πλειοψηφία στάθηκε και πάλι στο... ύψος των περιστάσεων, απορρίπτοντας αίτημα να αρθεί η ασυλία του προέδρου των ΑΝ.ΕΛ. κατόπιν μήνυσης που είχαν υποβάλει η Μιράντα Ξαφά, ο Χάρης Μάκας και ο Ηλίας Κανέλλης, επίσης για συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση. Ομως, αυτές δεν ήταν οι μοναδικές περιπτώσεις που οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προστάτευσαν την ασυλία του τέως υπουργού.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και για θέματα που αφορούσαν παραβάσεις του νόμου περί αυθαιρέτων και παρασιώπησης εγκλήματος (κατόπιν μήνυσης της πρώην βουλευτίνας των ΑΝ.ΕΛ. Σταυρούλας Ξουλίδου), ενώ τον Απρίλιο του 2017 η Επιτροπή Δεοντολογίας απέρριψε -με την πλειοψηφία των κυβερνητικών μελών της- τη μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση που υπέβαλε ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, εναντίον του τέως υπουργού Αμυνας, με το αιτιολογικό ότι το εν λόγω ζήτημα εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών (χάρη στον οποίο βγήκε και πάλι λάδι ο Π. Καμμένος) και επομένως βρίσκεται εκτός των αρμοδιοτήτων της.

Ταυτόχρονα, εκκρεμεί η μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον του άλλοτε συγκυβερνήτη του Αλέξη Τσίπρα από την Ντόρα Μπακογιάννη, καθώς και μια σειρά δικογραφιών που έχουν μεταβιβαστεί στη Βουλή, ανάμεσα στις οποίες και μία για ψευδή δήλωση «πόθεν έσχες» κατόπιν σχετικής καταγγελίας.

Το χαμένο αριστερό ήθος

Οι πλέον αλησµόνητες και χαρακτηριστικές στιγµές που το ηθικό πλεονέκτηµα της Αριστεράς αναδείχθηκε σε όλο του το µεγαλείο, σηκώνοντας τοίχο µπροστά στην πιθανότητα διερεύνησης τυχόν ευθυνών του τέως υπουργού, ήταν οι δύο φορές κατά τις οποίες αρνήθηκε να συναινέσει σε αίτηµα σύσσωµης της αντιπολίτευσης είτε για τη διενέργεια εξεταστικών επιτροπών µε ελεγχόµενο τον ίδιο είτε για την παροχή εξηγήσεων στις αρµόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές.

Η πρώτη αφορούσε τις περιβόητες διαδοχικές συνοµιλίες του Π. Καµµένου µε τον ισοβίτη Γιαννουσάκη, µέσω των οποίων τον προέτρεπε -όπως οµολόγησε απροσχηµάτιστα ο ίδιος ο επικεφαλής των ΑΝ.ΕΛ., καταπατώντας κάθε έννοια διάκρισης των εξουσιών- να πει την «αλήθεια» για την υπόθεση «Noor 1». Κι όλα αυτά ενώ ακόµη δεν έχουν απαντηθεί τα ερωτήµατα για το πώς ήταν δυνατό να γνωρίζει τις κινήσεις της εισαγγελέως που επιχείρησε να αποσπάσει την «επιθυµητή» κατάθεση.

Τελικώς, ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά και οι υπόλοιποι βουλευτές της τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας θεώρησαν πως ο Πάνος Καµµένος δεν θα έπρεπε να λογοδοτήσει γι’ αυτήν την ξεκάθαρα αντιθεσµική του συµπεριφορά.

Η επόµενη επίδειξη αριστερού ήθους ήρθε µε τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο της πώλησης βληµάτων στη Σαουδική Αραβία, µία υπόθεση που έλαβε διεθνείς διαστάσεις και προκάλεσε την κακήν κακώς αποστρατεία ενός κορυφαίου στελέχους των Ενόπλων ∆υνάµεων, ο οποίος είχε τη... φαεινή ιδέα να εκφράσει µεγαλοφώνως την αντίδρασή του µε τα πεπραγµένα του τέως υπουργού σε αυτό το κρίσιµο µέτωπο. Στις 29 Νοεµβρίου 2017 η αντιπολίτευση κατέθεσε αίτηµα να κληθούν και να καταθέσουν κατ’ αντιπαράσταση στην Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας ο Π. Καµµένος ως ΥΠΕΘΑ, ο Νίκος Κοτζιάς ως ΥΠ.ΕΞ. και ο Βασίλης Παπαδόπουλος ως µεσάζων για τη συµφωνία πώλησης.

Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή εν µέρει στις 19 Απριλίου 2018, ύστερα από εισήγηση του Επιστηµονικού Συµβουλίου της Βουλής, ωστόσο έπειτα από διάφορα τερτίπια της επικεφαλής της επιτροπής, Τασίας Χριστοδουλοπούλου, αποφασίστηκε να κληθεί ο Π. Καµµένος, χωρίς να µπει χρονικός προσδιορισµός για την κλήση. Τελικώς, ο τέως υπουργός δεν εκλήθη ποτέ κι όλα αυτά ενώ στις 8 ∆εκεµβρίου 2017 η Επιτροπή Εξοπλισµών ανακάλεσε την πώληση των βληµάτων στην ασιατική χώρα.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 16/2/2019