Ως μια θεαματική κίνηση που θα «άλλαζε ριζικά» το τοπίο στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας ξεκίνησε η συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου. Χαρακτηριστικές ήταν και οι δηλώσεις στο Μέγαρο Μαξίμου όπου είχαν γίνει σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση.

Η Ιεραρχία παρέμεινε αμετακίνητη, απορρίπτοντας τη συμφωνία, με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να προτείνει συνέχιση του διαλόγου με την Πολιτεία και με την επόμενη κυβέρνηση.

Σήμερα όμως ήρθε η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου, η οποία έβαλε οριστικό τέλος στα όσα είχαν αποφασιστεί. Στην ανακοίνωση αναφέρεται, μεταξύ άλλων:

«Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 20 Μαρτίου 2019, στην δεύτερη ημέρα της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διεπιστώθη απαρτία.

Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε συνέχεια της χθεσινής εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου και της επ’ αυτής συζητήσεως, ομοφώνως απεφάσισε σήμερα:

1. Συγχαίρει την Ειδική Συνοδική Επιτροπή «Διαλόγου Εκκλησίας και Πολιτείας επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος» για το ότι έφερε εις πέρας την αποστολή που της ανατέθηκε από την Ιεραρχία και για την από 19.3.2019 Εισήγηση.

2. Εμμένει στην απόφαση της Ιεραρχίας της 16ης Νοεμβρίου 2018, ήτοι να συνεχισθεί ο διάλογος με την Πολιτεία, αλλά «να εμμείνη στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος».

3. Προσδιορίζει έτι περαιτέρω τα θέματα, στα οποία θα συνεχισθεί ο διάλογος με την Πολιτεία, ήτοι τις οργανικές θέσεις των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων, την αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά τις Συμβάσεις της 18.9.1952.

4. Αποδέχεται το υπ’ αριθμ. πρωτ. 464/206/8.2.2019 κείμενο θέσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που εστάλη κατόπιν εισηγήσεως της Ειδικής Επιτροπής Σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στους Αρχηγούς των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων πριν την πρώτη ψηφοφορία της Ολομέλειας της Βουλής στις 12.2.2019, σχετικά με τις προταθείσες προς αναθεώρηση διατάξεις των άρθρων 3, 13 παρ. 5, 21 παρ. 1, 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1-2 του Συντάγματος.

5. Εκφράζει την πλήρη αντίθεσή της στην ανωτέρω επιχειρούμενη συνταγματική μεταβολή και ευελπιστεί ότι η επόμενη αναθεωρητική Βουλή δεν θα καταργήσει ή αλλοιώσει τα άρθρα του Συντάγματος, που αναφέρονται στην πολιτισμική και κοινωνική ιδιοπροσωπεία του Έθνους μας και την προστασία της οικογένειας, που είναι το κύτταρο του κοινωνικού ιστού.»

Γαβρόγλου: Δυσάρεστη εξέλιξη

Άμεση ήταν η αντίδραση του υπουργείου Παιδείας, όπου σε σχετική ανακοίνωση σχολιάζει την απόφαση της Ιεραρχίας, μιλώντας για δυσάρεστη εξέλιξη.

Πιο αναλυτικά επισημαίνει ότι: «Η σημερινή απόφαση της Ιεραρχίας είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας, εκπροσώπους της Πολιτείας, διανοούμενους και κληρικούς που πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας νέας οριοθέτησης των ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας προς όφελος της ίδιας της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους».

«Σε μια Δημοκρατία ο διάλογος μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας δεν μπορεί να διεξάγεται με κόκκινες γραμμές και στείρες αρνήσεις», σημειώνεται και σε έντονο τόνο επισημαίνεται ότι «δεν νοείται η απάντηση της Εκκλησίας σε μια ολοκληρωμένη κι αναλυτική πρόταση της Πολιτείας να είναι μία άρνηση χωρίς κανένα επιχείρημα». «Η κυβέρνηση είναι πάντοτε έτοιμη να διεξάγει ειλικρινή κι εξαντλητικό διάλογο εντός του πλαισίου της συμφωνίας της 6/11/2018, χωρίς εξαιρέσεις, επιλεκτικές προτιμήσεις και εκ των υστέρων τελεσίγραφα, όπως αυτά που τέθηκαν με τη σημερινή απόφαση της Ιεραρχίας»

Αναλυτικότερα, το ΥΠΠΕΘ αναφέρει: «Η ιστορική συμφωνία της 6/11/2018, όπως ανακοινώθηκε, από κοινού, από τον πρωθυπουργό και τον αρχιεπίσκοπο είναι η μόνη σοβαρή και υλοποιήσιμη πρόταση για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας που κατατέθηκε δημόσια κι αποτέλεσε τη βάση για τη διαβούλευση που επακολούθησε τους επόμενους μήνες. Η κυβέρνηση επιθυμεί λύσεις, οι οποίες θα ανοίξουν νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας».

Το υπουργείο σημειώνει ότι «αποσπασματικές λύσεις για να κρυφτεί το πρόβλημα κάτω από το χαλί είναι μια μέθοδος του παλιού πολιτικού καθεστώτος που έχει ναυαγήσει μαζί του» και σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος είχαν ξεκαθαρίσει ότι οι άξονες της συμφωνίας συγκροτούν μια ενιαία ολότητα και δεν μπορούν να τεμαχιστούν.

Τέλος, αναφέρει ότι καθ’ όλο το διάστημα διαλόγου των δυο πλευρών, η Εκκλησία δεν έθεσε υπ’ όψιν της κυβέρνησης κάποιο εναλλακτικό σχέδιο ή αντιπρόταση και ότι δεν δέχθηκε να συζητήσει την πρόταση για το μισθολογικό».